Δανείστηκα τον τίτλο του άρθρου από ένα βιβλίο που γράφτηκε στη διάρκεια της δικτατορίας για άλλους λόγους, με άλλες συνθήκες και για άλλους σκοπούς, παραλληλισμοί σαφώς και δεν μπορούν να γίνουν μεταξύ μιας δικτατορίας και μιας δημοκρατίας, τον θεωρώ όμως εξαιρετικά εύστοχο για να περιγράψει την κατάσταση που ζούμε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Πριν λίγες μέρες έγινε άλλη μια διαδήλωση στο πολύπαθο κέντρο της Αθήνας, η ενενηκοστή αν θυμάμαι καλά, από το Μάιο, αμέσως μόλις έγινε η μερική άρση των μέτρων.
Και γι’ ακόμα μια φορά κτήρια βανδαλίστηκαν, μάρμαρα ξηλώθηκαν, ζαρντινιέρες ξηλώθηκαν, αισχρά συνθήματα γέμισαν τους τοίχους αστυνομικοί προπηλακίστηκαν ενώ κάποιοι επιχείρησαν να τους κάψουν και ζωντανούς με μολότοφ.
Έγινε προσαγωγή 9 ατόμων, οι προσαγωγές μετατράπηκαν σε συλλήψεις και κινήθηκε η διαδικασία του αυτοφώρου.
Στους συλληφθέντες συμπαραστάθηκαν 500 περίπου ομοϊδεάτες τους που συγκεντρώθηκαν έξω από τα δικαστήρια και απειλούσαν τους δικαστές κραυγάζοντας το ανατριχιαστικό «ξέρουμε που μένετε».
Οι συλληφθέντες αφέθηκαν φυσικά ελεύθεροι, οι περισσότεροι με αστείους περιοριστικούς όρους ενώ σ’ έναν μόνο επιβλήθηκε μια εντελώς τυπική εγγυοδοσία.
Αν στοιχημάτιζε κανείς ότι θα συνέβαινε το αντίθετο, θα ήταν ο πιο σίγουρος τρόπος για να χάσει τα λεφτά του.
Μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο δείχνει ότι ακριβώς το ίδιο συνέβη σε δεκάδες άλλες περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια και χιλιάδες ίσως φορές στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης όπου κυριάρχησε ένα κλίμα γενικευμένης ατιμωρησίας, η ατιμωρησία έφερε ανομία, η ανομία έγινε καθεστώς στο οποίο εθίστηκε μεγάλο μέρος της κοινωνίας, με όλα τα παραπάνω ν ‘αποτελούν απότοκο της καθολικής ιδεολογικής επικράτησης της Αριστεράς από το ’74 και μετά.
Και αν σε κάτι πρέπει να βγάλουμε το καπέλο στην εγχώρια αριστερά, είναι ότι μετά την 7χρονη δικτατορία και όταν το εκκρεμές της ιστορίας γύρισε τότε αριστερά, κατάφερε μ ’αυτήν ακριβώς την ιδεολογική της ηγεμονία να ενοχοποιήσει συνολικά την ελληνική κοινωνία, διαστρέφοντας από τότε εντελώς το νόημα λέξεων, εννοιών και καταστάσεων.
Έτσι, η Ελλάδα πρέπει να είναι η μοναδική χώρα του πολιτισμένου κόσμου όπου στο συλλογικό υποσυνείδητο, οι έννοιες νόμος και τάξη σηματοδοτούν κάτι σκοτεινό, ύποπτο, αποκρουστικό και απεχθές, οι καταλήψεις και οι βανδαλισμοί θεωρούνται «ακτιβισμός», άτομα του κοινωνικού περιθωρίου με συστηματικά παραβατική συμπεριφορά και μάλλον και στον προθάλαμο της τρομοκρατίας θεωρούνται διωκόμενοι «αγωνιστές», η αυτονόητη εφαρμογή των νόμων συνιστά «καταστολή», μέτρα και δράσεις του κράτους για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας αποκαλούνται συλλήβδην «τρομονόμοι» που δημιουργούν «κλίμα τρομοϋστερίας» και οτιδήποτε γενικά παραπέμπει σε κανόνες συντεταγμένης πολιτείας θεωρείται «αυταρχισμός».
Το δε νομοσχέδιο για τη θέσπιση κανόνων στις πορείες και διαδηλώσεις, χαρακτηρίστηκε «χουντικής έμπνευσης» ακόμα και από ανθρώπους που θεωρούσαμε κάποτε σοβαρούς.
Μέσα σε όλο αυτό το ελάχιστα υγιές κλίμα, ο υπόρρητος, αφανής και τελικός στόχος, είναι να εκφυλιστούν οι δυνάμεις του νόμου και της τάξης σε ευνουχισμένες, πλαδαρές και φοβισμένες οντότητες οι οποίες με την παραμικρή υποψία υπέρβασης δράσης, θα στέκονται ενοχικά στη γωνία και θ ’απολογούνται για παραβιάσεις θεμελιωδών τάχα ανθρώπινων δικαιωμάτων, των οποίων φυσικά την προστασία έχει αναλάβει μονοπωλιακά, εξ ορισμού και εργολαβικά η Αριστερά.
Επιπλέον και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, οι δικαστικοί λειτουργοί που είναι επιφορτισμένοι με υποθέσεις πολιτικής βίας και τρομοκρατίας, εκφοβίζονται, απειλούνται και λοιδορούνται συστηματικά, και συχνά και υπό τεράστια πίεση αναγκάζονται να παίρνουν αποφάσεις συμβιβαστικές και να επιβάλλουν ποινές-χάδια, τέτοιες που να είναι συμβατές με το λεγόμενο «κοινό περί δικαίου αίσθημα» το οποίο φυσικά ορίζεται από κάποιους κατά το δοκούν.
Και όταν η Δικαιοσύνη εκφοβίζεται και χειραγωγείται, τότε κινδυνεύει ο βασικός πυρήνας της Δημοκρατίας η οποία πια σήμερα στη χώρα μας, φαίνεται να έχει βαθύ και δομικό πρόβλημα.
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, βιώνουμε τα τελευταία χρόνια μία κατάσταση πρωτοφανή για πολιτισμένο κράτος , με τα περισσότερα περιστατικά πολιτικής βίας από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, με βανδαλισμούς, καταστροφές και καψίματα τραπεζών και καταστημάτων, με καταδρομικές επιθέσεις σε πολυεθνικές εταιρίες και ξένες πρεσβείες, με αυτοδικίες και εκφοβισμούς γιατρών, δημοσιογράφων, πολιτικών και συμβολαιογράφων και με μια νέα γενιά τρομοκρατίας να προετοιμάζεται εντατικά, μια τρομοκρατία-Λερναία Ύδρα που εν έτει 2020 ονειρεύεται ακόμα ένοπλους αγώνες και μίση ταξικά.
Δεν είναι προφανώς καθόλου εύκολο ν’ αλλάξουν αντιλήψεις, αγκυλώσεις και παθογένειες χρόνων, οι κυβερνήσεις όμως εκλέγονται για να χειρίζονται και περίπλοκα προβλήματα και κυρίως να δημιουργούν τις προϋποθέσεις εκείνες που είναι απαραίτητες για να εκσυγχρονίζονται οι κοινωνίες και να πηγαίνουν οι χώρες μπροστά.
Και τίποτα ασφαλώς λιγότερο δεν μπορεί να περιμένει κανείς από τη σημερινή κυβέρνηση που στο κάτω-κάτω εξελέγη με βασικό αφήγημα την επιστροφή στην κανονικότητα και ένα χρόνο μετά διατηρεί το πολιτικό της κεφάλαιο αλώβητο.
Κι έφτασε πια η στιγμή για δύσκολες αποφάσεις που θα σηματοδοτήσουν και το πραγματικό τέλος της Μεταπολίτευσης.
Διαφορετικά ας το πάρουμε απόφαση ότι από χώρα που εφηύρε τη Δημοκρατία θα γίνουμε σε μερικά χρόνια μια οιονεί δικτατορία των αυτοαποκαλούμενων αντιεξουσιαστών και λοιπών ατόμων του κοινωνικού περιθωρίου με τη Δημοκρατία να έχει στηθεί στο απόσπασμα.
* Ο Κυριάκος Μπερμπερίδης είναι μέλος του Μητρώου Πολιτικών Στελεχών και των Τομέων Πολιτικής Υποστήριξης και Υγείας της Νέας Δημοκρατίας.