Του Γιώργου Γεραπετρίτη
Ο Αριστείδης Φλώρος καταδικάστηκε για αδικήματα οικονομικού χαρακτήρα σε ποινή κάθειρξης 21 ετών. Με βάση το άρθρο 110 Α' του Ποινικού Κώδικα, έχοντας εκτίσει με ευεργετικό τρόπο το 1/5 της ποινής του, υπέβαλε αίτημα αποφυλάκισης, προσκομίζοντας βεβαίωση του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας που τον έκρινε ανάπηρο σε ποσοστό άνω του 67%. Η σχετική νομοθετική διάταξη, όπως διαμορφώθηκε με τον νόμο 4356/2015, δεν κατέλειπε καμία ευχέρεια στο αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, εφόσον διαπιστώθηκε η συνδρομή των σχετικών αντικειμενικών προϋποθέσεων, παρά να διατάξει την απόλυση του κρατουμένου, όπερ και ορθώς κατά τον νόμο έπραξε.
Το γεγονός κατέστη πολιτική θρυαλλίδα φερόμενων κυβερνητικών ενεργειών και δηλώσεων: ο Υπουργός Δικαιοσύνης ζήτησε το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου με το σκεπτικό ότι δημιουργεί πολλά και εύλογα ερωτήματα, η Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης έδωσε εντολή στη Διοίκηση του ΕΦΚΑ να ελεγχθεί η απόφαση του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας, ο αναπληρωτής Υπουργός Υγείας χαρακτήρισε «λαμόγια» και «τσογλάνια» εκείνους που χορήγησαν τις σχετικές γνωματεύσεις και η Αντιπρόεδρος της Βουλής Τασία Χριστοδουλοπούλου δήλωσε ότι η απόφαση είχε μεν έρεισμα στον νόμο αλλά, βεβαίως, πολύ συχνά οι δικαστές δεν δεσμεύονται από τον νόμο αλλά από υποκειμενικές απόψεις και στο τέλος εκδίδουν αποφάσεις που δεν είναι συμβατές ούτε με το κοινό περί δικαίου αίσθημα ούτε γενικά με την επιείκεια ή τις αρχές του κράτους δικαίου. Στα ανωτέρω απάντησε η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων αναδεικνύοντας το αυτονόητο, ότι δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση απλά εφαρμόστηκε αυστηρά ο νόμος που η ίδια η κυβερνητική πλειοψηφία ψήφισε στη Βουλή, προσθέτοντας ότι η εποχή που οι δικαστές και εισαγγελείς έπαιζαν το ρόλο της «Ιφιγένειας», σιωπώντας σε τέτοιες προκλήσεις, έχει πλέον περάσει. Δυστυχώς τα φαινόμενα των καιρών τρομάζουν για τη διολίσθηση παγιωμένων δημοκρατικών αξιών.
Πρώτον, για μια ακόμη φορά στοχοποιείται η ανεξάρτητη δικαιοσύνη από κυβερνητικές παρεμβάσεις που προφανή σκοπό έχουν είτε να την ποδηγετήσουν είτε να την τρομοκρατήσουν. Ενόσω από κανέναν νοήμονα μελετητή του δικαίου δεν αμφισβητείται η νομιμότητα της απόφασης αποφυλάκισης, τα ομαδικά πολιτικά πυρά σκοπό είχαν να δημιουργήσουν την παράσταση ότι οι δικαστές υπερέβησαν τον νόμο για να αποδώσουν ένα μη προβλεπόμενο ευεργέτημα σε ένα πρόσωπο το οποίο, στο συλλογικό υποσυνείδητο, έχει ταυτιστεί με τη διαφθορά και τα δεινά της οικονομικής κρίσης. Η επίκληση του κοινού περί δικαίου αισθήματος συνιστά ρητορική προσβλητική για το πολίτευμα και τους θεσμούς: κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο δικαστής εφαρμόζει το Σύνταγμα και τους νόμους, χωρίς να επιτρέπεται να παρεισφρέουν στην κρίση του εξωνομικά στοιχεία πολιτικής, κοινωνιολογικής ή οικονομικής θεώρησης. Άλλως, η δικαστική κρίση θα εξαρτάτο από την εκδοχή της πλειοψηφίας περί δικαίου, που όμως καταργεί κάθε έννοια κράτους δικαίου, στον βαθμό που η προστασία των δικαιωμάτων λειτουργεί ακριβώς και ενάντια στην ενδεχόμενη τυραννία της πλειοψηφίας.
Δεύτερον, για μια ακόμη φορά η πολιτική ηγεσία καταλαμβάνεται από ένα άκριτο κύμα απόδοσης ευθυνών έναντι κάθε θεσμικού παράγοντα, εν προκειμένω των δικαστών του Συμβουλίου και των τεχνικών εμπειρογνωμόνων του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, τα μέλη του οποίου μάλιστα διορίζονται από την ίδια τη διοίκηση. Αυτό που έλειψε, κατά τα συνήθη, ήταν η αυτοκριτική του πολιτικού συστήματος: μια έστω λέξη για τυχόν αστοχία της νομοθετικής ρύθμισης με την οποία κατέστησαν οι όροι της αποφυλάκισης αντικειμενικοί, αφαιρώντας από τον δικαστή τη δυνατότητα να κρίνει τις συνθήκες της κάθε περίπτωσης, όπως άλλωστε συνέβη και πρόσφατα με την περίπτωση της μεταφοράς σε αγροτικές φυλακές του καταδικασμένου για συμμετοχή σε πολλαπλές εκ προθέσεως ανθρωποκτονίες Δημήτρη Κουφοντίνα. Η δημαγωγική λογική ότι πάντοτε φταίνε οι άλλοι για μια ακόμη φορά γνώρισε την αποθέωσή της, με ορατό το αποτέλεσμα οι αμετροεπείς κυβερνητικές παρεμβάσεις να θεωρηθούν ότι προσβάλλουν το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, εάν προκύψει τέτοιο ζήτημα.
Τρίτον, η διελκυστίνδα μεταξύ κυβέρνησης και δικαιοσύνης απομειώνει το κύρος των δικαστών και δημιουργεί στην κοινωνία μια έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στους θεσμούς συνολικά. Όταν οι δικαστές, άνθρωποι κατά τεκμήριο υψηλού επιπέδου και φρονήματος, αναγκάζονται να εμπλακούν σε διάλογο με την πολιτική ηγεσία για να διασφαλίσουν την προσωπική τους αξιοπρέπεια και να αποδείξουν την ακεραιότητά τους, ήδη έχει χαθεί ένα κομμάτι κύρους του κράτους και των θεσμών. Μπορεί σήμερα οι παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη να φαίνονται μεμονωμένα μικρές και ακίνδυνες, το σωρευτικό τους όμως αποτέλεσμα για τη δημοκρατία είναι εξαιρετικά σοβαρό. Ας αφεθεί η δικαιοσύνη να πράξει αυτό που το Σύνταγμα της επιβάλλει και ας φροντίσει η πολιτική εξουσία να νομοθετεί και να εφαρμόζει συγκροτημένες δημόσιες πολιτικές, οι οποίες θα διασφαλίζουν τα δικαιώματα των πολιτών και θα εμπνέουν ασφάλεια στην κοινωνία χωρίς περιττούς βερμπαλισμούς.
* Ο κ. Γιώργος Γεραπετρίτης είναι Καθηγητής Νομικής