Του Σάκη Μουμτζή
Η αφωνία της Νέας Δημοκρατίας στην αναστήλωση του πατρικού του Ν.Μπελογιάννη, που έγινε με δαπάνες της Βουλής των Ελλήνων, ανέδειξε το πρόβλημα που υφείρπε εδώ και τρεις δεκαετίες σε αυτόν τον πολιτικό χώρο. Δηλαδή, στο πώς προσεγγίζει και πώς αποτιμά η συντηρητική παράταξη, μετά την Μεταπολίτευση, τα όσα έγιναν στην δεκαετία 1940-1950.
Την τελευταία μάχη γι΄αυτήν την ταραγμένη δεκαετία την έδωσε ο Ε.Αβέρωφ, το 1982, όταν κατά την συζήτηση στην Βουλή του νομοσχεδίου για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, ανέπτυξε τις γνωστές θέσεις που αποτελούσαν και το κυρίαρχο αφήγημα των νικητών του εμφυλίου πολέμου. Έτσι, αρνήθηκε να ψηφίσει το σχετικό νομοσχέδιο.
Ο Ε.Αβέρωφ, ένας ευφυέστατος πολιτικός, αντιλήφθηκε, πέραν της άποψης που ο ίδιος είχε διαμορφώσει για τον εμφύλιο πόλεμο, πως οποιαδήποτε ιδεολογική παραχώρηση θα στεκόταν εμπόδιο στην προσπάθεια που έκανε για την ανασυγκρότηση της Νέας Δημοκρατίας, μετά την εκλογική συντριβή του 1981. Και πράγματι πέτυχε σε αυτό το έργο του, παραδίδοντας ένα οργανωμένο κόμμα, με δύναμη πάνω από το 40%.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, που τον διαδέχτηκε, είχε μιαν ιδιάζουσα σχέση με την ιστορική περίοδο 1940-1950. Αντιστασιακός και ο ίδιος, με την μετριοπαθή παρουσία του στην Κρήτη συνέβαλε, ώστε το νησί να μην δοκιμασθεί από την εμφύλια σύρραξη. Ήταν υποστηρικτής της συμφιλίωσης από την δεκαετία του 1950, με άριστες προσωπικές σχέσεις με τα ηγετικά στελέχη της Αριστεράς και λόγω και της αντιστασιακής δράσης του, είχε μιαν άλλη θεώρηση γι΄αυτήν την δεκαετία.
Ήταν λογικό λοιπόν, όταν ανέλαβε την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας να καταχωνιάσει το κόμμα όλα τα ιδεολογήματα που αφορούσαν αυτήν την περίοδο. Δεν τα ανασκεύασε. Τα απώθησε. Σε αυτήν την προσπάθεια του συνέβαλε αποφασιστικά και η ηγεσία του ΚΚΕ. Ο Φλωράκης, ο Φαράκος, ο Καλούδης, ο Λουλές είχαν ζήσει στο πετσί τους τις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου, και ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί και μετριοπαθείς όταν αναφερόταν σε αυτόν, ακόμα και στο δικό τους ακροατήριο.
Όμως αυτήν την περίοδο, την δεκαετία του 1980, άρχισε να ολοκληρώνεται η επανασυγγραφή της ιστορίας του εμφυλίου πολέμου, από τους ιστορικούς και τους διανοούμενους της Αριστεράς. Μια προσπάθεια που είχε ξεκινήσει αμέσως μετά την Μεταπολίτευση.
Τότε, το αφήγημα των νικητών απαξιώθηκε πλήρως, καθώς υπήρξε ένα από τα βασικά ιδεολογήματα της δικτατορίας. Ο αντικομμουνισμός, που ήταν κυτταρικό στοιχείο των φιλελεύθερων κομμάτων στην Δ.Ευρώπη, ταυτίσθηκε στην πατρίδα μας με τις δυνάμεις της συνταγματικής εκτροπής. Αφόπλισε ιδεολογικά το κυρίαρχο κόμμα του αστικού χώρου, την Νέα Δημοκρατία και τους ελάχιστους, εκείνην την εποχή διανοουμένους της.
Αυτή η διαπλοκή της ιστορικής μνήμης με την τρέχουσα πολιτική κατάσταση, η υιοθέτηση και η ενσωμάτωση του αφηγήματος της Αριστεράς για τον εμφύλιο πόλεμο από το επελαύνον ΠΑΣΟΚ, μοιραία υποχρέωσαν την Νέα Δημοκρατία να παραιτηθεί από την υπεράσπιση της αντίληψης που είχε για τον εμφύλιο πόλεμο, μιαν αντίληψη όμως που ήταν κυρίαρχη για δύο δεκαετίες και αποδεκτή από την συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού λαού. Ο βιωμένος αντικομμουνισμός είχε τότε βαθιές και ισχυρές ρίζες.
Έκτοτε, η Νέα Δημοκρατία αντιμετωπίζει την δεκαετία του 1940-50 ως μηδέποτε υπάρξασα. Δεν είναι μόνον η αμηχανία με την οποία στέκεται μπροστά σ΄εκείνη την περίοδο, είναι κυρίως η ιδεολογική υποτέλεια που την χαρακτηρίζει και συμπυκνώνεται στο περίφημο «τιμάμε την Αριστερά και τους αγώνες της».
Συνεπώς, όσοι ανάμεναν μια πιο δυναμική παρέμβαση της φιλελεύθερης παράταξης για το μουσείο Μπελογιάννη, κακώς έπεσαν από τα σύννεφα. Η έκπληξη θα ήταν, αν όντως συνέβαινε.