Του Σταύρου Κωνσταντινίδη
Η Διεθνής Έκθεση της Θεσσαλονίκης έχει σημειώσει κάποια πρόοδο τα τελευταία χρόνια ως εμπορική έκθεση, κυρίως λόγω ανθρώπων της διοίκησης που με φιλότιμο επιχειρούν να προσδώσουν ένα νέο ύφος. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Οι κλαδικές εκθέσεις έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα πραγματικό εμπορικό ενδιαφέρον, όμως η κεντρική του Σεπτεμβρίου έχει εκφυλιστεί ως προς την πραγματική οικονομική και συμβολική διάστασή της.
Περισσότερο ανάγεται σε ένα πολιτικό «θέατρο» εξαγγελιών και ταυτόχρονα λειτουργεί ως μία σχεδόν αποικιοκρατική επιδρομή του συνόλου σχεδόν των φορέων του δημοσίου τομέα σε μια εκθεσιακή προβολή που δεν έχει κανένα απολύτως νόημα και καμία αναπτυξιακή στόχευση. Κυριαρχεί έτσι μια περισσότερο φολκλόρ εικόνα, παρά ένα σύγχρονο και καινοτόμο γεγονός. Για τη Θεσσαλονίκη σημασία έχει και το πρότζεκτ της ανάπλασης της περιοχής, καθώς επείγει η άρση της ασυνέχειας που δημιουργεί σήμερα στην πόλη και η δρομολόγηση μιας μοντέρνας πολεοδομικής και λειτουργικής ένταξης του οικοπέδου στον αστικό ιστό της πόλης.
Η μέχρι σήμερα οπτική του συνολικού ζητήματος είναι πάντα κρατικοκεντρική, ενώ από τη φύση της μια τέτοια δραστηριότητα απαιτεί και συμμετοχή της «αγοράς» και των ιδιωτικών κεφαλαίων, τόσο ως προς τις νέες υποδομές και τη διαχείρισή τους, όσο και ως προς το management, που χρειάζεται διεθνείς δικτυώσεις στην πρώτη γραμμή του παγκόσμιου εκθεσιακού ανταγωνισμού.
Η Θεσσαλονίκη ανοίγει πάντα εσπευσμένα τον Σεπτέμβριο και την πολιτική αυλαία της χώρας. Η έναρξη της ΔΕΘ το σηματοδοτεί ιστορικά εδώ και χρόνια. Ωστόσο, η παράλληλη πολιτική τελετουργία που επαναλαμβάνεται ομοιόμορφα απαράλλακτη έχει διολισθήσει εδώ και πολύ καιρό σε μια τυπική εθιμοτυπία, που αναλώνεται στα επιφαινόμενα και όχι στην ουσία. Μια πρόζα επιδεικτική της κεντρικής διοίκησης, με αδύναμο θύμα τη Θεσσαλονίκη.
Έπειτα από δέκα χρόνια συντεθλιμμένοι ως χώρα στον κυκεώνα της οικονομικής κρίσης, οφείλουμε να αναζωογονήσουμε τη δημόσια ζωή με μετριοπάθεια ως προς τις συναινέσεις, αλλά και ριζοσπαστικότητα ως προς τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, αλλάζοντας τους τόνους και τους ρυθμούς του πολιτικού λόγου.
Ο κεντρικός πολιτικός λόγος πρέπει να αποχωριστεί οριστικά τους άσκοπους εντυπωσιασμούς και να εσωτερικεύσει ποιότητες ειλικρίνειας και ρεαλισμού. Το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης ταιριάζει απόλυτα να γίνει η συμβολική απαρχή μιας τέτοιας πολιτικής αναγέννησης.
Η ΔΕΘ θα έπρεπε να συμβολίζει ιστορικά την εξωστρέφεια, τον κοσμοπολιτισμό και την οικονομική ανάπτυξη χωρίς δογματισμούς, ενώ σήμερα η εμπορική διάστασή της είναι πλήρως αποδυναμωμένη και περιορίζεται σε ένα αδιάφορο road show των δημοσίων υπηρεσιών, πράγμα απολύτως ντεμοντέ και αδικαιολόγητα αυτάρεσκο.
Στη βάση αυτών των εισαγωγικών σκέψεων, οι ηγεσίες της πολιτικής ζωής θα μπορούσαν να νοηματοδοτήσουν διαφορετικά τη γιορτή της ΔΕΘ και κυρίως όχι ως μία υποχρεωτική ή προσχηματική αφορμή εξαγγελιών, αλλά ως αληθινό αφήγημα της κεντρικής και αυτοδιοικητικής προοπτικής της χώρας. Η εξέλιξη του ιστορικού οικονομικού θεσμού της πόλης θα μπορούσε να έχει έναν πολυδιάστατο χαρακτήρα. Πέντε απλές προτάσεις αρκούν για να αλλάξει ο συμβολισμός, αλλά κυρίως η ουσία:
1. Με αφορμή τη ΔΕΘ να εκφραστεί ισχυρά η βούληση για οριστική περιφερειακή αποκέντρωση του κεντρικού συστήματος. Οι πόλεις και οι περιφέρειες πρέπει να ανακτήσουν ένα ισχυρό αυτοδιοίκητο.
2. Οι εξαγγελίες και τα προγράμματα των κομμάτων να προσγειωθούν πιο γήινα στις εφικτές προοπτικές της χώρας, χωρίς να καθιστούν την αφορμή της ΔΕΘ μια αρένα άσκοπων και άγονων αντιπαραθέσεων.
3. Η άνοδος των πολιτικών ηγεσιών στη Θεσσαλονίκη να μην παγιδεύει την πόλη ως όμηρο μιας υποχρεωτικά αστυνομοκρατούμενης πόλης. Δημιουργείται κάθε χρόνο το εξής παράδοξο: ενώ η πόλη γιορτάζει τη φιλελεύθερη αντίληψη για τη ζωή και την ανάπτυξη, καταλήγει να συμβολίζει την εσωστρέφεια και την κλειστοφοβία της. Η ζωή στους δρόμους στραγγαλίζεται και η πόλη χάνει το οξυγόνο της ελευθερίας της.
4. Η ετήσια αφορμή της ΔΕΘ δεν μπορεί να είναι το στιγμιαίο και προσχηματικό ενδιαφέρον της κεντρικής διοίκησης με τους τοπικούς φορείς για τα προβλήματα της πόλης, αλλά η έναρξη ενός διαλόγου που θα διαρκεί όλη τη χρόνια. Και δεν το θέτω τοπικιστικά μόνο για την πόλη της Θεσσαλονίκης, αλλά για ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα.
5. Οφείλουμε να μετασχηματίσουμε σε επίπεδο ουσίας το πανελλήνιο οικονομικό γεγονός της ΔΕΘ. Να το καταστήσουμε την ετήσια αρχή μιας συλλογικής συμφωνίας για το μέλλον της χώρας. Αυτό το μέλλον χρειάζεται νέες δουλειές, εμπιστοσύνη στον ιδιωτικό τομέα, εξωστρέφεια προς τις αγορές του εξωτερικού και προσέλκυση στοχευμένων επενδύσεων.
Ο Σεπτέμβριος είναι ο μήνας της Θεσσαλονίκης. Αλλά θα μπορούσε να γίνει το νέο, αληθινό και ειλικρινές πολιτικό αφήγημα της χώρας, στην οικονομία, στην καινοτομία, στην ανάπτυξη.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 6 Σεπτεμβρίου