Της Έφης Λαμπροπούλου
Την τελευταία δεκαετία οι θεσμοί στην Ελλάδα έχουν δεχτεί ανεπανόρθωτα πλήγματα και έχουν αποδυναμωθεί. Για την κατάσταση ευθύνεται όλο το πολιτικό σύστημα, με κορυφαία την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ενώ όσον αφορά την αστυνομία και οι φυσικές ηγεσίες της.
Από τη δεκαετία του 1990 όλες οι κυβερνήσεις διακατέχονται από τον φόβο του πολιτικού κόστους απέναντι στην πιθανή αντίδραση συγκεκριμένων ομάδων για την (αυτονόητη) εφαρμογή του νόμου. Αυτό άφησε το πεδίο ελεύθερο σε αναρχο-αριστερές αρχικά, και σε συνεργαζόμενες εγκληματικές στη συνέχεια, ομάδες να πλήττουν βάναυσα τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών και να επιβουλεύονται την κοινωνική ειρήνη.
Ο φόβος του πολιτικού κόστους σε συνδυασμό με μια αστυνομία που χαρακτηρίζεται από γραφειοκρατία, κομματική χειραγώγηση ανεπαρκή οργάνωση, ελλιπή επαγγελματισμό, σοβαρά προβλήματα υποδομών, χωλή εκπαίδευση και απουσία διαρκούς ελέγχου (λογοδοσίας), δημιούργησε έναν αστυνομικό απρόθυμο να αναλάβει τις ευθύνες του και αδιάφορο. Είναι χαρακτηριστική η επανειλημμένη αναφορά των αστυνομικών ότι η ηγεσία τους δεν τους εμπνέει. Τι κάνει σε αυτή την περίπτωση ο/η αστυνομικός; Βάζει τα δυνατά του για μια θέση γραφείου ή απόσπασής του στην προστασία υψηλών προσώπων.
Τη δεκαετία του '80 οι κυβερνήσεις έδωσαν βάρος μονομερώς στην εκπαίδευση της αστυνομίας για τον εκδημοκρατισμό της και καμία σημασία στη διαπαιδαγώγηση των πολιτών και ιδίως των παιδιών στα σχολεία. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τα αποτελέσματα από την πρόσφατη συμμετοχή της Ελλάδας στο έβδομο «κύμα» της Διεθνούς Έρευνας Αξιών (World Values Survey/WVS) σε άτομα ηλικίας άνω των 18 ετών (8/9/2017-16/10/2017), η αστυνομία έχει τον τρίτο υψηλότερο δείκτη εμπιστοσύνης στον κατάλογο των θεσμών μετά τα πανεπιστήμια και τις ένοπλες δυνάμεις, και μάλιστα υψηλότερο από την εκκλησία (65,4%)*. Συγκεκριμένα, το 20% του δείγματος εμπιστεύεται πολύ την αστυνομία και το 51% αρκετά, δηλ. 71% εμπιστεύεται την αστυνομία.
Επίσης, σε έρευνα του 2016 σε 611 μαθητές/τριες της Γ΄ Γυμνασίου από 16 σχολεία της Αθήνας, της ευρύτερης περιφέρειας πρωτευούσης και της Κομοτηνής, στην ερώτηση εάν συμφωνούν με τον τρόπο δράσης της αστυνομίας, 30,6% συμφωνεί, 38,9% ούτε συμφωνεί ούτε διαφωνεί, ενώ 30,6% διαφωνεί. Οι απαντήσεις των μαθητών είναι παρεμφερείς με των ενηλίκων της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας (ESS) το 2010 για την Ελλάδα. Στη δε ερώτηση στους μαθητές το 2016 «Πόσο συχνά, θα έλεγες, ότι η αστυνομία λαμβάνει δίκαιες αποφάσεις όταν έχει να κάνει με νεαρά άτομα;», (σχεδόν) πάντα απάντησε το 8,3% των μαθητών, συχνά το 31,3%, μερικές φορές το 49,9%, και (σχεδόν) ποτέ το 10,4%.** Οι απόψεις των μαθητών είναι σημαντικές για την συμπεριφορά τους προς την αστυνομία, και πρέπει να αξιοποιηθούν εποικοδομητικά από τους εκπαιδευτικούς, τις κυβερνήσεις και την ίδια την αστυνομία.
Στενά συνδεδεμένο με την εφαρμογή του νόμου είναι ένα θέμα που δεν φαίνεται να προβληματίζει ιδιαίτερα. Κι αυτό είναι η βία κατά των αστυνομικών και η έξαρσή της την τελευταία δεκαετία, με δεδομένο επίσης τον υψηλό σκοτεινό αριθμό, καθώς δεν υπάρχει επίσημη βάση δεδομένων για την καταγραφή αυτών των φαινομένων.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ. που δημοσίευσε ο Τύπος και αναπαρήγαγαν ενημερωτικές ιστοσελίδες, το 2016 καταγράφηκαν 89 επιθέσεις σε αστυνομικούς, μόνο στην περιοχή των Εξαρχείων και στην οδό Χαριλάου Τρικούπη, από 46 το 2015 και 41 το 2014. Από τις αρχές Ιανουαρίου έως τέλος Μαΐου 2018 οι αστυνομικές δυνάμεις στις εν λόγω περιοχές δέχτηκαν κατά μέσο όρο μία βίαιη επίθεση ανά δύο ημέρες, καθώς έχουν καταγραφεί 97 επιθέσεις εναντίον διμοιριών των ΜΑΤ, με 16 τραυματίες αστυνομικούς.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, είναι ακόμη ενδιαφέρον ότι τον Μάρτιο του 2017 καταγράφηκε σειρά επιθέσεων για εννέα συνεχείς ημέρες, εναλλάξ ή ταυτόχρονα στις οδούς Τοσίτσα και Χαριλάου Τρικούπη. Επίσης, στις 19 Οκτωβρίου 2016, σημειώθηκε η δυναμικότερη επίθεση με τις ομάδες των νεαρών να εκτοξεύουν περίπου 250 βόμβες μολότοφ, φωτοβολίδες, πέτρες και μάρμαρα, ενώ τρεις ημέρες νωρίτερα στις 16 Οκτωβρίου, έγινε κάτι αντίστοιχο με 150 βόμβες μολότοφ!
Η αμφισβήτηση και οι επιθέσεις εναντίον των θεσμών και της αστυνομίας οδηγούν στην διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και την επικράτηση αυτοδικίας και χάους. Τέτοιες επιθέσεις είναι εκείνες του «Ρουβίκωνα» εναντίον καθηγητών Πανεπιστημίων με κατηγορίες και ψεύδη, εναντίον γιατρών με απειλές και αναπόδεικτες κατηγορίες, καθώς και ακροαριστερών ομάδων με φυσικές και συμβολικές επιθέσεις και επικηρύξεις κεφαλών καθηγητών στα Πανεπιστήμια. Τους ίδιους στόχους έχουν και από ομάδες που συνεργάζονται με ποινικούς εναντίον δικαστών, και κουκουλοφόροι αναρχοεγκληματίες.
Καλλιεργείται το έδαφος για την εξάπλωση ενός καθεστώτος φόβου και βίας η οποία μπορεί άνετα να λειτουργήσει σε έναν απαθή πληθυσμό, εξοικειωμένο με τη μη δραστική και οριστική αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων από την Πολιτεία. Σ' αυτή την περίπτωση θα επικρατήσει η απόλυτη ανομία και διάφορες ομάδες συμφερόντων μπορούν άνετα να επιβληθούν. Δημιουργείται ένα παρακράτος στο οποίο δεν είναι σίγουρο ποιοι εμπλέκονται, ποιοι καθοδηγούν πράξεις και αναδιαμορφώνουν δράση. Σίγουρο είναι πάντως, ότι χαμένη σε μια τέτοια περίπτωση θα είναι η χώρα.
* Τα αποτελέσματα είναι ενδιαφέροντα αλλά ενδεικτικά, διότι απάντησε μόνο το 37% του δείγματος (n: 1200)
** Lambropoulou, E., Chorti, I. & Matskidou, O., International Self-Report Delinquency Study/ISRD 3-Greece.
H Έφη Λαμπροπούλου είναι Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, στο Τμήμα Κοινωνιολογίας, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο