Οι εθιμοτυπικές πορείες, διαδηλώσεις, κομματικές παρελάσεις και τελετουργίες της 1ης Μαΐου κάθε χρόνο, υποτίθεται ότι τιμούν τους εργαζόμενους και τους αγώνες τους, για καλύτερες εργασιακές συνθήκες και υψηλότερες αμοιβές. Ωστόσο αποτελούν μια ευκαιρία εκδήλωσης αγωνιστικής γυμναστικής και κομματικής επαγρύπνησης. Με το βλέμμα στο χθες, οι οργανωτές των εκδηλώσεων, αρνούνται να αντικρίσουν το αύριο και τις σύνθετες προκλήσεις του.
Και αρνούνται να τις αντιμετωπίσουν, διότι αδυνατούν να επιλύσουν τα σύγχρονα προβλήματα και τις σύγχρονες τάσεις, μέσα από τη χρήση των πεπαλαιωμένων εργαλείων τους. Είναι φανερό ότι δεν μπορούν να αναλύσουν τις σημερινές συνθήκες και τις διαρκώς αυξανόμενες ψηφιακές προκλήσεις του εργασιακού και κοινωνικού περιβάλλοντος, με «τσιτάτα» και ερμηνείες από τον προπερασμένο αιώνα. Με λογικές και συνθήματα του τύπου «ένας στο χώμα, χιλιάδες στον αγώνα» και «το αίμα κυλάει, εκδίκηση ζητάει», που ακούγονταν στις προχθεσινές διαδηλώσεις, δεν μπορούν να αντιληφθούν ούτε τον αιώνα που ζούμε, αλλά και το πολυπαραγοντικό και ευμετάβλητο σκηνικό που ανοίγεται μπροστά μας.
Έτσι το κόμμα των σταλινικών απολιθωμάτων, όχι μόνο αδυνατεί να συνεισφέρει στο διάλογο για την επόμενη ημέρα στο χώρο της απασχόλησης, αλλά τον μετατοπίζει σε άλλα πεδία, που έχουν να κάνουν με τις βαθιές και σκληρές ιδεολογικές αφετηρίες του. Και αυτό είναι λογικό. Όταν οι θέσεις του για το σήμερα και το αύριο, θυμίζουν κυνήγι μαγισσών, είναι πιο βολική η επιστροφή στα ηρωικά παράσημα και στις «ένδοξες» σελίδες του παρελθόντος.
Αυτή άλλωστε η πορεία με το βλέμμα στραμμένο προς τα πίσω, έχει οδηγήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, να έχει απωλέσει το 42% της εκλογικής του βάσης κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Μιας δεκαετίας, που αποτελούσε μια χρυσή ευκαιρία, μεγέθυνσης της επιρροής του, λόγω του δύσκολου οικονομικού και κοινωνικού περάσματος μέσα από την έρημο των μνημονίων.
Η πορεία συρρίκνωσης της εκλογικής επιρροής του ΚΚΕ, από τις 517.249 ψήφους του 2009, στις 299.595 ψήφους του 2019, αποδεικνύει την έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα και την απουσία μιας αξιόπιστης εναλλακτικής, που να μην εδράζεται μόνο στον σοσιαλιστικό παράδεισο της Σοβιετικής Ένωσης και στο σατανικό δίδυμο καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού.
Η πιο light έκδοση αυτής της ίδιας ιδεολογικής τρικυμίας, που είχε υιοθετηθεί από το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, εκφράζει πλέον μια ισχνότατη μειοψηφία εντός του κομματικού μηχανισμού, όπως φάνηκε και από τους συσχετισμούς κατά τη διάρκεια του συνεδρίου, αποτελώντας ένα «προοδευτικό καμουφλάζ», πίσω από το οποίο συνωστίζεται ένα ετερόκλητο συνονθύλευμα ανθρώπων που λατρεύουν την εξουσία.
Μαζί λοιπόν με τις εορτές για την Εργατική Πρωτομαγιά, φέτος έγινε μεγάλη αναφορά και στα 70 χρόνια από την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη. Δεν θα αναφερθούμε στα της καταδίκης του. Αυτά τα έχει λύσει η δικαιοσύνη, η πολιτεία και η ιστορία. Θα αναφερθούμε στην επαναφορά στην επικαιρότητα της μεγάλης διαμάχης του 2017, ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και στο ΚΚΕ, για το «κειμήλιο» - όπλο Walther του 1938, που κατείχε ο Μπελογιάννης στον λεγόμενο Δημοκρατικό Στρατό, λόγω της θέσης του ως πολιτικού επίτροπου.
Το «κειμήλιο» - όπλο, που ανήκει στο μουσείο του ΚΚΕ, είχε προσφερθεί το 2017 σαν έκθεμα σε Έκθεση της Βουλής προς τιμήν του Μπελογιάννη, με τη μετατροπή της οικίας του σε μουσείο, σε μια προσπάθεια του Σύριζα να μαζέψει «συγγενικούς» ψηφοφόρους από το ΚΚΕ. Δεν θα κρίνουμε το πως είναι δυνατόν η Βουλή, να τιμά έναν καταδικασθέντα για κατασκοπία. Αυτό είναι άλλο θέμα.
Ωστόσο όσα επακολούθησαν αποδεικνύουν ότι η λογική της Αριστεράς, βρίσκεται δεκαετίες πίσω. Το ΚΚΕ αφαίρεσε το έκθεμα, από την έκθεση για «λόγους ασφαλείας», καθώς στην Αμαλιάδα δεν υπήρχε η δυνατότητα να αναλάβει κανείς την ευθύνη φύλαξης ενός κειμηλίου, το οποίο όπως υπογράμμιζαν διασώθηκε από ανθρώπους που έπαιξαν τη ζωή τους κορώνα γράμματα.
Μάλιστα τόνισε ότι «οι Μπελογιάννηδες ανήκουν στο ΚΚΕ και βεβαίως δεν ανήκουν πολιτικά στους συγγενείς τους, οπουδήποτε και αν βρίσκονται οι τελευταίοι ιδεολογικά ή και κομματικά, διότι είναι τελείως διαφορετικοί οι συγγενικοί δεσμοί αίματος από τους δεσμούς αίματος των ηρωικών νεκρών μας με το ΚΚΕ».
Στην απάντηση του, ο υιός του Νίκου Μπελογιάννη, που απουσίασε από τη Μόνιμη Έκθεση της Βουλής στην οικογενειακή του κατοικία, στην οποία είχε παραστεί και ο τότε πρωθυπουργός της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - Ανεξάρτητων Ελλήνων, διότι όπως ανέφερε: «Ξέρω καλά ότι η καπηλεία είναι αυτοσκοπός για αυτούς. Εγώ το αντιμετωπίζω το ΚΚΕ σαν εκκλησία, που έχει θεό το Στάλιν, έχει ποίμνιο και προπαντός έχει αγίους, οι οποίοι ανήκουν στην Εκκλησία. Τους μεταχειρίζεται όπως η ορθόδοξη ή η καθολική Εκκλησία ή το Ισλάμ τους μάρτυρες του. Αυτοί συνεχίζουν αυτό που άρχισε ο Ζαχαριάδης. Τον πατέρα μου φυσικά τον έφαγε, διότι ένα κόμμα σαν και αυτό μισεί τους διανοούμενους. Είναι γνωστό και ο Στάλιν που έστελνε τους διανοούμενους».
Είναι οφθαλμοφανές ότι οι πολιτικοί που ασχολούνται με ιδεοληπτικές λιτανείες, με κειμήλια - όπλα και με το αίμα του εμφυλίου, δεν έχουν την παραμικρή δυνατότητα θετικής παρέμβασης στις προκλήσεις και τη δυναμική των εξελίξεων του ψηφιακού αιώνα που ζούμε. Η συρρίκνωση της πολιτικής τους δύναμης είναι ορατή, από τα εκλογικά αποτελέσματα. Παρ' όλα αυτά, η τοξικότητα του πολιτικού τους λόγου, βρίσκει θιασώτες και οπαδούς και σε συγγενείς αριστερούς χώρους, που αναζητούν ιδεοληπτικά σωσίβια επιβίωσης.