Οι ήρωες, οι μάρτυρες, τα πρόσωπα που έγιναν πρωταγωνιστές γεγονότων, είναι ανυπεράσπιστοι. Η μνήμη τους εναποτίθεται στο έλεος όσων τους οικειοποιούνται για να προωθήσουν τις δικές τους ατζέντες. Τελευταίο παράδειγμα ο άτυχος δεκαεξάχρονος Αλέξης Γρηγορόπουλος.
Αδιαφορώντας για τους υγειονομικούς κανόνες άρχισαν να μαζεύονται υπογραφές για συγκέντρωση εις μνήμην του στα Εξάρχεια. Μεταξύ τους και η κατά τα άλλα συμπαθής αοιδός των κοσμικών κέντρων με την ακριβή φιάλη ουίσκι, που δεν την αντέχει η τσέπη των προλετάριων φαν της (α, ρε Στέλιο Καζαντζίδη, που κανόνιζες να παίρνεις μικρότερο νυχτοκάματο για να κρατούνται χαμηλές οι τιμές και να έρχεται να σε ακούει «ο κοσμάκης» όπως έλεγες). Για την αοιδό λέμε που ήθελε να τα παρατήσει όλα και να ανέβη στο βουνό, αλλά δεν έβρισκε το πολέμαρχο αρχηγό που θα ζωνόταν τα φισεκλίκια και θα ξεκινούσε το τρίτο αντάρτικο.
Η ακούσια θυσία του δεκαεξάχρονου αξιοποιήθηκε πολιτικώς κατά το δοκούν. Πολλοί εξ ευωνύμων προπαγάνδισαν την άποψη ότι η δολοφονία του ήταν το αποτέλεσμα της βίας ενός αστυνομικού κράτους. Αυτό θα είχε βάση εάν ο αστυνομικός Κορκονέας είχε λάβει εντολή να σκοτώσει. Από τις καταθέσεις δεν προέκυψε κάτι τέτοιο.
Αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Η άδολη αγανάκτηση, ο βρασμός των εφήβων για τη δολοφονία του συνομηλίκου τους, γονιμοποιήθηκε στους δρόμους των οδοφραγμάτων και των φλεγόμενων κτηρίων, με τις φαντασιώσεις των εξεγερσιακών γκρουπούσκουλων, αλλά και την στυγνή πολιτική σκοπιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ, που εκμεταλλεύτηκε ανενδοίαστα το γεγονός.
Η Αλέκα Παπαρήγα την Τρίτη 9 Δεκεμβρίου, εξερχόμενη από το Μέγαρο Μαξίμου μετά από την συνάντησή της με τον τότε Πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή (συνάντηση για τα γεγονότα), είχε απευθυνθεί στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ καλώντας την «να σταματήσει να χαϊδεύει τα αυτιά των κουκουλοφόρων, βλέποντας μπροστά του την κάλπη, ψήφους, καρέκλα, μαξιλάρια, δεν ξέρω τι», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ( η πρώτη που τους κατάλαβε).
Ίδιες μέρες η νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ χόρευε και τραγουδούσε ρυθμικά γύρω από το καμένο από τις μολότοφ χριστουγεννιάτικο δένδρο της πλατείας Συντάγματος: «Ω έλατο, ω έλατο, δεν θα μου τη γλιτώσεις / Βρε θα σε κάψω μια βραδιά / Κι ας έχει μπάτσους στα κλαδιά».
Δεν θεωρούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δημιούργησε τον καυτό Δεκέμβρη του 2008. Δεν είχε τις δυνάμεις. Απλώς με τη μικρή του διείσδυση (όπως και τώρα ακόμη άλλωστε) αξιοποίησε το εύφλεκτο περιβάλλον προκειμένου να ανοιχτεί σε έξω και αντικοινοβουλευτικούς χώρους και να τους εντάξει στην επιρροή του, και ει δυνατόν στην εκλογική του πελατεία.
Όσο για τη νεολαία του και το τραγουδάκι «κι ας έχει μπάτσους στα κλαδιά», πάλι κατά προσωπική άποψη, δεν ήταν προτροπή στην πολιτική βία. Η προτροπή στη βία είναι σοβαρή πολική ενέργεια όταν έχει επεξεργασμένο σχέδιο και διαρθρωμένο σε στάδια. Ο χορός τους πήγασε από τον συνήθη φαντασιακό εξεγερσιακό παλιμπαιδισμό τους.
Χόρευαν γύρω από ένα καμένο δέντρο που άλλοι έκαψαν (και το οποίο έκανε την πόλη γιορτινή για τα παιδιά), και νόμιζαν ότι αποτελούσαν μέρος της ιστορίας των κοινωνικών επαναστάσεων (όπως νόμιζαν ότι η σηκωμένη γροθιά με βερμούδα και πέδιλο φέτος στον Γράμμο, ήταν συνέχεια του ολοκαυτώματος των ανταρτών).
Τέλος πάντων, αυτά πέρασαν. Συνεχίζεται πλέον μονότονα κάθε χρόνο η λιτανεία της μνήμης, όπως συνεχίζονται όλες - μα όλες - οι επέτειοι, εθνικές και λαϊκές, απογυμνωμένες από τις αλήθειες των αρχικών συμβάντων. Πάνω τους, στη μνήμη τους, προβάλλονται στόχοι προσώπων και ομάδων που δεν εκφράζονταν αναγκαστικά από τους αρχικούς πρωταγωνιστές.
Η Αριστερά έχει βρει και τη «νομιμοποιητική» βάση αυτής της διαστρεβλωτικής οικειοποίησης. Την ονομάζει «επανανοηματοδότηση». Όπερ δεν έχει σημασία το αρχικό γεγονός, αλλά πως το χρησιμοποιούμε για τους δικούς μας τρέχοντες σκοπούς (σ.σ. το μεγαλύτερο θύμα της «επανανοηματοδότησης» έχει γίνει το Πολυτεχνείο).
Όλα αυτά είναι αποδεκτά, αφού είναι πλέον κουραστικά επαναλαμβανόμενα. Έχουν ενσωματωθεί στην πολιτική ηθολογία μας. Όμως φέτος όλα είναι διαφορετικά, γιατί κάθε μέρα πεθαίνουν εκατό συνάνθρωποί μας, μολύνονται πάνω από 1.500 και οι διασωληνωμένοι είναι εκατοντάδες.
Δυστυχώς η Αριστερά, αιχμάλωτη των στερεοτύπων, δεν ανταποκρίθηκε στις αναγκαιότητες της τρέχουσας περίστασης. Εν τη πράξει την αφορούν τα -ανεπίκαιρα εν μέσω πανδημίας- μαζικά κινήματα και όχι οι μεμονωμένοι ευάλωτοι άνθρωποι. Δεν έχει σημασία αν δεν υπήρξε (;) επιπολασμός του ιού στην συγκέντρωση στο Εφετείο. Σημασία έχει ότι δεν έπρεπε να γίνει. Το ίδιο και με τις «παραστάσεις» στο Πολυτεχνείο. Το ίδιο και η τωρινή συγκέντρωση για τον Γρηγορόπουλο. Και η καταγγελία για τον Μητσοτάκη επειδή κακώς φωτογραφήθηκε με πέντε σε βουνό, δεν εξισορροπεί συγκέντρωση είκοσι χιλιάδων σε αστικό ιστό…
Εκείνο που διακυβεύεται δεν είναι η λησμονιά του γεγονότος, αν για ένα χρόνο δεν γίνει η συγκέντρωση. Ούτε καν κινδυνεύει η «επανανοηματοδότηση» της διαμαρτυρίας που στοχεύει ενάντια στο… «φασιστικό καθεστώς Χρυσοχοΐδη».
Εκείνο που διακυβεύεται - επειδή θα συγκεντρωθούν τόσοι νέοι άνθρωποι - είναι η επικινδυνότητα να μεταφέρουν τον ιό στα σπίτια τους, στους δικούς τους ανθρώπους. Τόσο απλά, πρακτικά και κυνικά.