Του Θανάση Διαμαντόπουλου*
Είναι προφανές πως κάθε παρεμβαίνων με δημόσιο λόγο και προτάσεις σε κρίσιμα πολιτικά και θεσμικά ζητήματα έχει την τάση να επανέρχεται μόνον σε αυτά τα θέματα στα οποία η ζωή, οι εξελίξεις ή η ωρίμανση των πνευμάτων φάνηκε να τον δικαιώνουν. Και αντίθετα να παρασιωπά ή να λησμονεί τα υπόλοιπα. Οπωσδήποτε, δε, η αυτοαναφορά συχνά ενοχλεί τους αποδέκτες του αυτοαναφορικού μηνύματος.
Έστω και έτσι, όμως, νιώθω την ανάγκη να θυμίσω πως, περισσότερο από μια δεκαετία πίσω –και εκτός κάθε πολιτικής επικαιρότητας: με μόνη έγνοια να διασφαλίσω στο ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα σταθερότητα, κάτι που συνιστά παράγοντα της επενδυτικής ελκυστικότητας και άρα ευνοεί σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας-, είχα παρέμβει, ας μου συγχωρεθεί η απουσία σεμνότητας, με διορατικότητα.
Σε βιβλίο που είχε εκδοθεί ενόψει της προηγούμενης, της ολοσχερώς «χαμένης», συνταγματικής αναθεώρησης του 2008 και που συνυπέγραφα ως συγγραφέας –«Συνταγματική αναθεώρηση για ανταγωνιστική οικονομία σε ένα κοινωνικό κράτος δικαίου, ιδέες και προτάσεις», εκδόσεις Σιδέρης- πρώτος νομίζω στη βιβλιογραφία αναδείκνυα το συγκεκριμένο ζήτημα.
Δηλαδή έθετα ζήτημα αποσύνδεσης της προεδρικής εκλογής από τη διαταρακτική του κανονικού κοινοβουλευτικού κύκλου και αποσταθεροποιητική της οικονομίας (αλλά και του οικονομικού κλίματος) πρόωρη διάλυση του Κοινοβουλίου. Υπεδείκνυα, δε, και μια συγκεκριμένη μέθοδο για τον σκοπό αυτό, στην οποία επανήλθα πολλές φορές στη συνέχεια, αναλύοντας και εξηγώντας την, σε αρκετά βιβλία –«Τα Πολιτικά Καθεστώτα», «Θεσμοί: Κρίση και ρήξη»- καθώς και στην αρθρογραφία μου.
Μάλιστα, όταν έκανα τη σχετική πρόταση, καθοδηγήθηκα μόνο από το «θεσμικό ένστικτό» μου και δεν είχα ακόμη, κατόπιν έρευνας, διαπιστώσει πως είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο, μαζί με την Αλβανία, που περιλαμβάνουμε τέτοια ρύθμιση στο συνταγματικό μας κείμενο ή γενικότερα στο θεσμικό υπόστρωμα της δημόσιας ζωής. (Σημειωτέον πως και στους Αλβανούς εμείς είχαμε κάνει «εξαγωγή» της σχετικής «θεσμικής τεχνογνωσίας», αφού η κυβέρνησή τους είχε ως συνταγματικούς συμβούλους τον Θ. Τσάτσο και τον Γ. Κατρούγακλο).
Σήμερα οι δύο δεσπόζουσες πολιτικές δυνάμεις του τόπου ομοφωνούν, διακηρυκτικά τουλάχιστον, στην ανάγκη αποσύνδεσης της προεδρικής εκλογής από τη διάλυση του Κοινοβουλίου. Ανακάλυψαν ή ανακαλύπτουν την ανάγκη πολιτικής σταθερότητας.
Μέχρι πρόσφατα, δε, συνέκλιναν και στην απίστευτα ανιστόρητη και βλακώδη –διότι οδηγούσε σε μια «μεταβλητής γεωμετρίας» θεσμική αρχιτεκτονική- πρόταση, εάν δεν επιτυγχάνεται στη Βουλή η απαιτούμενη αυξημένη προεδρική πλειοψηφία, η σχετική ευθύνη να μετατίθεται στον λαό. Ώστε να έχουμε άμεσα αναδεικνυόμενο -και, βέβαια, αντίστοιχης πολιτικής νομιμοποίησης- πρόεδρο.
Στην πορεία τα δύο δεσπόζοντα κόμματα, ωσεί παθόντα ίλιγγο όχι τόσο από το βλακώδες περιεχόμενο της παρόμοιας πρότασής τους, όσο από αυτό καθ' εαυτό το γεγονός της συναίνεσής τους, διαφοροποιήθηκαν: Ο Σύριζα έχει πλέον την «ιδιοφυή» ιδέα να βάλει τον τόπο στην περιπέτεια και την περιδίνηση… εννέα κοινοβουλευτικών ψηφοφοριών, συνολικής απαίτησης πολιτικού χρόνου περίπου επτά μηνών, η οποία δεν αποκλείει ωστόσο την τελική προσφυγή στον έσχατο κριτή, τον λαό, άρα και τη διαμόρφωση μιας –προφανώς δυνητικά κρισογόνου- μεταβλητής και ευμετάβλητης θεσμικής ισορροπίας.
Η δε ΝΔ ουσιαστικά θέλει, ανήμπορη να συλλάβει πως οι θεσμικές ρυθμίσεις γίνονται για ιστορικό βάθος και δεν πρέπει να κατευθύνονται από συγκυριακά κριτήρια, να μεταφέρει την ευθύνη της προεδρικής εκλογής στην εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία.
Αγνοώντας ή λησμονώντας πως η λογική του κοινοβουλευτικού συστήματος –σε πλήρη αντίθεση, εν προκειμένω, προς την αντίστοιχη της προεδρικής δημοκρατίας, που έχει τα δικά της πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, πάντως δε είναι δεκτική μια διαφορετικής θεσμικής «αρχιτεκτόνησης»- βασίζεται σε ένα βασικό δυισμό: τη συνύπαρξη ενός πολιτειακού παράγοντα (του πρωθυπουργού) που εκφράζει τη –σχετική, έστω, λαϊκή και πάντως την απόλυτη κοινοβουλευτική- πλειοψηφία με έναν άλλον πολιτειακό παράγοντα (τον ΠτΔ), που κατά το δυνατόν εκφράζει το εθνικό όλον. Και με τη στάση του, αλλά και με τον τρόπο της ανάδειξής του.
Η δική μου πρόταση, αντίθετα, ήταν και παρέμεινε η ίδια, μονότονα επαναλαμβανόμενη σε όλες τις γραπτές παρεμβάσεις μου επί του θέματος: η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία, των 151 εν προκειμένω κοινοβουλευτικών ψήφων όσο έχουμε 300 βουλευτές, να μπορεί να παρατείνει κατά ένα ή ενάμισι έτος τη θητεία του ήδη υπηρετούντος προέδρου, που έχει καταγεγραμμένη στο πρόσωπό του την αρχική ανάδειξη με διευρυμένη συναινετική πλειοψηφία.
Στην πρότασή μου, βέβαια, μπορούν να προβληθούν κάποιες ενστάσεις:
Πρώτον, η υπέρμετρη επιμήκυνση της προεδρικής θητείας. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων η αντιπολίτευση θα προσχωρήσει σε μια συναινετική επιλογή, γνωρίζοντας πως η κυβέρνηση διαθέτει το έσχατο όπλο της μονομερούς επιμήκυνσης της θητείας του υπηρετούντος προέδρου.
Δεύτερον, ότι αντιμετωπίζει το πρόβλημα μόνον βραχυπρόθεσμα, αφού αυτό θα επανατεθεί όταν συμπληρωθεί η παραταθείσα θητεία του ΠτΔ. Επίσης σαθρό επιχείρημα. Η ιστορική εμπειρία –αλλά και η λογική- δείχνουν ότι καμία αντιπολίτευση δεν χρησιμοποιεί στρεψόδικα την προεδρική εκλογή, όταν η κυβέρνηση διαθέτει πρόσφατη λαϊκή νομιμοποίηση. Αυτό γίνεται, σχεδόν πάντα, στο δεύτερο μισό της κυβερνητικής/κοινοβουλευτικής τετραετίας, οπότε η επιμήκυνση διασφαλίζει περίπου την κανονικότητα του κοινοβουλευτικού κύκλου.
Τρίτον, τέλος, θα μπορούσε να τεθεί ο προβληματισμός εάν εξακολουθεί να είναι δυνατή η επιμήκυνση της προεδρικής θητείας, εφόσον δεν ψηφίστηκε ως αναθεωρητέο το άρθρο 30&1, που προβλέπει ότι ο ΠτΔ εκλέγεται από τη Βουλή για πενταετές διάστημα. Εκτιμώ, ωστόσο, πως και αυτό γίνεται, εφόσον κρίθηκε αναθεωρητέα η τέταρτη παράγραφος του ιδίου άρθρου, που προβλέπει εξαίρεση επιτρεπόμενης επιμήκυνσης της προεδρικής θητείας. Εκεί μπορεί να προστεθεί και η παράτασή της, με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών, οσάκις δεν επιτυγχάνεται η απαιτούμενη για 5ετή εκλογή αυξημένη πλειοψηφία.
*Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι Ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης