Μία από τις συνηθισμένες αιτιάσεις που προσάπτονται, και ορθώς, στην υποχωρητική και εν πολλοίς φοβική ελληνική πολιτική έναντι της Τουρκίας είναι πως αυτή εμφανίζεται πάντοτε με ανεπαρκή επιχειρήματα στο διπλωματικό και διαπραγματευτικό παιχνίδι με την Τουρκία. Και πράγματι η Ελλάδα υποστηρίζει παγίως πως δεν διεκδικεί τίποτα έναντι της Τουρκίας αλλά απλώς απορρίπτει τις τουρκικές διεκδικήσεις.
Έτσι σύρεται διαρκώς σε διαπραγματεύσεις από θέση αμυντική και υποδεέστερη. Αυτό το γεγονός έχει ως συνέπεια όχι μόνο μία μόνιμα αμυντική στάση αλλά και την καλλιέργεια αρνητικών αντανακλαστικών στη λεγόμενη διεθνή κοινότητα. Διότι, εάν επί δεκαετίες η Τουρκία εμφανίζεται να διεκδικεί και η Ελλάδα να υποστηρίζει πως «δεν διεκδικεί τίποτε», τότε, σύμφωνα με το σχήμα δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, καλλιεργείται η εικόνα πως εν τέλει κάποιο δίκιο θα έχει η Τουρκία· και, στο κάτω-κάτω της γραφής, ας κάνει και κάποιες παραχωρήσεις η διαρκώς «ανυποχώρητη» Ελλάδα. Ανάλογα συναισθήματα δημιουργούνται στην ούτως ή άλλως ανθελληνική τουρκική κοινή γνώμη, ενισχύοντας την πεποίθηση πως οι Έλληνες τους «κλέβουν τη γαλάζια πατρίδα» ενώ επηρεάζουν ακόμα και την ελληνική δημόσια συζήτηση. Έτσι θα ακούμε συχνά για τους «μοναχοφάηδες» Έλληνες που θέλουν να αποκλείσουν την Τουρκία από οποιαδήποτε πρόσβαση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Αρχικώς, λοιπόν, θα πρέπει να αποδομήσουμε ένα από τα πιο ύπουλα και συστηματικά επαναλαμβανόμενα τουρκικά επιχειρήματα, στα οποία η Ελλάδα δεν απαντάει πειστικά, τόσο στο επίπεδο της εσωτερικής πολιτικής συζήτησης όσο και στο διπλωματικό πεδίο. Η νεο-οθωμανική διπλωματία, αλλά και η κεμαλική στο παρελθόν, επαναλαμβάνει διαρκώς πως, από τη μία πλευρά, βρίσκεται η Τουρκία και από την άλλη η «Ελλάδα», δηλαδή η ελλαδική χερσόνησος, ενώ ανάμεσά τους παρεμβάλλονται κάποια νησιά. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί η Ελλάδα –εννοώντας πάντοτε την ελλαδική χερσόνησο– να στηρίζει τις διεκδικήσεις της σε νησιά που βρίσκονται εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από αυτή, ενώ η Τουρκία βρίσκεται σε απόσταση ολίγων χιλιομέτρων. Έχει λοιπόν το δικαίωμα και να διεκδικεί το μοίρασμα του Αιγαίου και να αρνείται κάθε επήρεια στο Καστελόριζο, που απέχει μόνο μερικά χιλιόμετρα από την Τουρκία. Και, σιγά-σιγά, αυτή η ύπουλη τουρκική προπαγάνδα έχει αρχίσει να γίνεται ευρύτερα αποδεκτή, βοηθούντος και του αθηνοκεντρισμού και της εγκατάλειψης της νησιωτικής Ελλάδας. Και όμως, η Ελλάδα πρέπει και μπορεί να υπογραμμίσει το γεγονός ότι αποτελεί εν πολλοίς νησιωτική χώρα. Ακόμα και σήμερα, στα νησιά κατοικούν περίπου 1,5 εκατομμύριο Έλληνες, δηλαδή το 15% του συνολικού πληθυσμού, χωρίς να συνυπολογίζουμε και τις 700.000 των Κυπρίων. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα είναι πρωτίστως η Λέσβος, η Χίος, η Σάμος, η Ρόδος, το Καστελόριζο, η Κρήτη, η Κέρκυρα κ.ο.κ. Με αυτή την Ελλάδα λοιπόν συνορεύει η Τουρκία.
Δεν αρκεί να τονίζουμε το γεγονός πως τα ελληνικά νησιά είναι υποχρεωμένα να εξοπλίζονται προκειμένου να αμυνθούν απέναντι σε έναν εχθρικό και πολεμοκάπηλο γείτονα, μη ακολουθώντας, τυπικά και μόνο, τη Συνθήκη της Λωζάνης. Διότι και πάλι αφήνουμε πεδίο στην τουρκική αμφισβήτηση, η οποία έχει ήδη εδραιωθεί εν μέρει και στο πεδίο των διεθνών σχέσεων. Έτσι, το ΝΑΤΟ αρνείται συστηματικά να συμπεριλάβει στις στρατιωτικές ασκήσεις της Συμμαχίας τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, μετά από σχετικό αίτημα της Τουρκίας.
Και όμως, η απάντηση είναι μπροστά μας, αδιαμφισβήτητη και πανίσχυρη, μόνο που αγνοείται συστηματικά, εδώ και δεκαετίες, από την ελληνική πολιτική και τη δημόσια συζήτηση εξαιτίας της φοβικής και υποχωρητικής μας στάσης. Ότι, δηλαδή, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου εξοπλίστηκαν κατ’ εξοχήν μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τις μόνιμες και συστηματικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, από το 1974 και μετά.
Συνεπώς, οι Τούρκοι όχι μόνο έχουν καταλάβει τη μισή Κύπρο, προκαλώντας εθνοκάθαρση του ελληνικού πληθυσμού, και συνεχίζουν να την κατέχουν, αλλά ζητούν από την Ελλάδα να αφήσει εντελώς ανυπεράσπιστα τα υπόλοιπα ελληνικά νησιά ώστε να μπορούν να τα καταλάβουν με την ησυχία τους οποτεδήποτε θελήσουν. Έτσι, το πρώτο και αποφασιστικό βήμα πρέπει να γίνει από την Τουρκία: να θέσει τέλος στην παράνομη κατοχή της Κύπρου, αποσύροντας τα κατοχικά στρατεύματα και αποδίδοντάς την στους κατοίκους της. Στο μεταξύ, θα πρέπει η Ελλάδα, το ελληνικό κράτος, που, πέραν των ιστορικών δεσμών με την Κύπρο, παραμένει ακόμα εγγυήτρια δύναμη, να συνεχίσει να καταγγέλλει την –αναρίθμητες φορές καταδικασμένη από το Συμβούλιο Ασφαλείας– Τουρκία σε όλα τα διεθνή fora και στο ίδιο το ΝΑΤΟ. Εμείς είμαστε εκείνοι που θα έπρεπε να αρνούμαστε τη συμμετοχή μας σε κοινές ασκήσεις μαζί της μέχρις ότου συμμορφωθεί! Και αν όλα τα προηγούμενα χρόνια, στην πραγματικότητα, εγκαταλείψαμε την Κύπρο και το Κυπριακό, όχι μόνο ως ένα μεγάλο εθνικό ζήτημα αλλά και ως έναν διπλωματικό μοχλό αποτροπής της τουρκικής επιθετικότητας, ποτέ δεν είναι αργά για να αλλάξουμε ρότα, έστω και σταδιακά. Σήμερα που η Τουρκία ετοιμάζεται, μετά την Κύπρο, να προχωρήσει σε ένα νέο επεκτατικό εγχείρημα, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να ξαναπιάσει και πάλι το χαμένο νήμα του Κυπριακού και να υποχρεώσει την Τουρκία σε μία νέα διπλωματική ήττα και αναδίπλωση:
Μια και οι Τούρκοι έχουν το θράσος να θέτουν ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, τουρκικής μειονότητας στη Θράκη, γκρίζων ζωνών και άλλα παρόμοια, είναι καιρός η Ελλάδα να πραγματοποιήσει μια διπλωματική αντεπίθεση φέρνοντας και πάλι στο προσκήνιο τη συνεχιζόμενη κατοχή της Κύπρου. Τόσο απλά και τόσο ξεκάθαρα.