Του Τάσου Ι. Αβραντίνη
Η δημόσια συζήτηση για τον νέο εκλογικό νόμο έχει ανοίξει εδώ και μερικές εβδομάδες. Εκείνο που δεν έχουμε μέχρι σήμερα συζητήσει επαρκώς είναι η εξήγηση με οικονομικούς όρους της σχέσης μεταξύ ατομικής εκλογικής απόφασης και συλλογικής επιλογής. Ετσι παραμένουμε σε μεγάλο βαθμό δέσμιοι του «παραδόξου της ψήφου» από την εποχή του Κοντορσέ.
Το παράδοξο της ψήφου είναι με απλά λόγια η απόδειξη του γεγονότος, ότι οποιοδήποτε εκλογικό σύστημα οδηγεί κατά κανόνα σε αντιφατικά αποτελέσματα, με συνέπεια να μην μπορεί να υπάρξει συλλογική συμφωνία, αν π.χ. μια ομάδα πολιτών προτιμά την Α πολιτική από την πολιτική Β και ταυτοχρόνως προτιμά την πολιτική Β από την πολιτική Γ, αυτό δεν σημαίνει ότι η ομάδα αυτή, εάν κληθεί να επιλέξει μεταξύ των πολιτικών Α και Γ, ότι θα προτιμήσει την πολιτική Α. Γύρω στο 1950 ο Κένεθ Αροου απέδειξε ότι ήταν λογικά αδύνατο να υπάρξει ένα τέλειο σύστημα συλλογικής επιλογής που να αντανακλά το άθροισμα των επιμέρους ατομικών επιλογών. Εάν συμβαίνει αυτό, τότε οι ατομικές εκλογικές προτιμήσεις είναι αμφίβολες και ατελείς.
Ετσι το κράτος βρίσκει την ευκαιρία να λαμβάνει αυτό αυθαίρετα τις αποφάσεις και να ερμηνεύει το γενικό συμφέρον σε όφελος των προσωπικών συμφερόντων των πολιτικών και των γραφειοκρατών. Το παράδοξο της ψήφου θα μπορούσε να είναι -και είναι- ένας από τους βασικούς λόγους περιορισμού της αρχής της πλειοψηφίας μέσω των ατομικών δικαιωμάτων. Ταυτοχρόνως, όμως, υπήρξε και μια πρόταση συμβιβασμού με τη λογική του κρατισμού. Λειτούργησε παραπλανητικά, στρέφοντας την προσοχή των περισσοτέρων στον δημόσιο ρόλο του δημόσιου φορέα και όχι στις ιδιωτικές τάσεις του.
Το λάθος αυτό ανέλυσε διεξοδικά η Σχολή της «Δημόσιας Επιλογής» (ή Σχολή της Βιρτζίνια) με την περίφημη «Διδασκαλία εύρεσης της ζήτησης στη Δημόσια Επιλογή». Με εμπεριστατωμένες μελέτες, όπως λ.χ. το έργο των Μπιουκάναν και Τάλοκ «Υπολογισμός της Συγκατάθεσης», οι εκπρόσωποι της Σχολής της Βιρτζίνια απέδειξαν ότι με το να μη λαμβάνεται υπόψη η ένταση των ατομικών προτιμήσεων, ο κανόνας της πλειοψηφίας κατανέμει την πολιτική δύναμη άνισα ευνοώντας τα οργανωμένα συμφέροντα και τις ισχυρές συντεχνίες του Δημοσίου.
Μελετώντας προσεκτικά τη νομοθετική παραγωγή των τελευταίων σαράντα ετών σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο διαπιστώνει κανείς ότι τα περισσότερα μέτρα που έχουν θεσπιστεί συντείνουν στη διαρκή επέκταση του κράτους, ενώ έρχονται σε αντίθεση με τις ατομικές επιθυμίες της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων ευνοώντας ταυτόχρονα τα ειδικά συμφέροντα καλά οργανωμένων μειοψηφιών.
Οι θεωρητικοί της Δημόσιας Επιλογής για την αντιμετώπιση του προβλήματος τάραξαν τα νερά, προτείνοντας μια επαναστατική διαδικασία αποκάλυψης της ζήτησης, όπου ο ψηφοφόρος αντί να επιλέγει μεταξύ διαφόρων επιλογών με τα γνωστά αντιφατικά αποτελέσματα, στην ουσία επιλέγει ποια τιμή θα πλήρωνε για να αποδεχθεί ή να απορρίψει ένα μέτρο. Το άθροισμα των τιμών που προσφέρουν οι ψηφοφόροι για να αποδεχθούν ή να αποφύγουν ένα μέτρο αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο ποσό που οι πολίτες επιθυμούν να πληρώσουν για να υιοθετηθεί ή να απορριφθεί αντιστοίχως.
Τα κύρια πλεονεκτήματα ενός τέτοιου συστήματος είναι τα εξής:
- «Αναγκάζει» τον πολίτη να αποκαλύψει την πραγματική του προτίμηση. Εάν προσφέρει ψηλότερη τιμή, κινδυνεύει να πληρώσει περισσότερα από αυτά που θα του αποφέρει το μέτρο. Εάν προσφέρει χαμηλότερη τιμή, κινδυνεύει να μην ψηφιστεί.
- Καθιστά περισσότερο υπεύθυνο τον ψηφοφόρο και τον ωθεί σε μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη ενημέρωση για τις επιλογές του.
- Εισάγει στην πολιτική αγορά μηχανισμούς παρόμοιους με αυτούς της ελεύθερης οικονομίας.
Η μέθοδος αποκάλυψης της ζήτησης των ψηφοφόρων υπήρξε για δεκαετίες μια θεωρητική κατασκευή. Πλησιάζει η ώρα που η σύγχρονη τεχνολογία θα μας επιτρέψει να δημιουργήσουμε μια νέα άμεση δημοκρατία καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη στο παρελθόν, όπου θα προστατεύεται αποτελεσματικά η ατομική ελευθερία, θα τίθενται φραγμοί στις σπάταλες παρεμβάσεις του κράτους και θα αντανακλώνται με τον καλύτερο τρόπο οι επιθυμίες του εκλογικού σώματος.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο του Σαββάτου 18 Ιανουαρίου