Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Κλείνοντας αυτόν τον χωρισμένο σε τρία μέρη Πρόλογο —που έκρινα αναγκαίο για να συστηθώ στο κοινό τού Liberal—, επιτρέψτε μου να πω και γιατί δεν ζω πια στην Ελλάδα, για ποιο λόγο άραγε επέλεξα να βρίσκομαι μακριά από τη γλώσσα μου και τη δουλειά μου, και δη σε μία περίοδο που η δουλειά μού είναι πιο απαραίτητη από ποτέ.
Μπορώ να γράφω για πολύ. Μέχρι να βαρεθείτε. Γιατί οι λόγοι δεν είναι ούτε ένας, ούτε δύο. Αλλά η σύντομη απάντηση είναι: Επειδή μού άξιζε. Μετά από μία γεμάτη τριακονταετία δουλειάς, χωρίς οχτάωρα και Σαββατοκύριακα, χωρίς διακοπές και ταξίδια, μου άξιζε, έστω και στα πενήντα τέσσερά μου, να ζήσω σε μία χώρα που να με σέβεται.
Η Τσεχία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, με σέβεται. Η Τσεχία είναι φτιαγμένη όπως θα όφειλε να είναι η Ελλάδα αν μπορούσε να ξέρει πώς της φέρομαι εγώ. (Εγώ, και άλλοι. Μα όχι οι πολλοί). Αλλά η Ελλάδα δεν είναι έτσι. Δεν βλέπει πώς της φέρομαι, πώς τη φροντίζω και πόσο με μέλλει η τύχη της, και δεν κοκκινίζει.
Οπότε, επιτέλους, έκανα το όνειρό μου πραγματικότητα. Κι επειδή δεν μπορούσε να έρθει το βουνό των μεταρρυθμίσεων, της οργάνωσης, του σχεδιασμού και της αστικής ευγένειας στον Μωάμεθ, πήγε ο Μωάμεθ στο βουνό. Και βρήκε την υγειά του: ζει πλέον σε ένα περιβάλλον θυελλώδους επανάστασης. Ποια είναι αυτή η επανάσταση; Θα σας πω. Και πάλι χωρίς να αξιολογώ και να βάζω σε μία τυπική σειρά όσα βρήκα εδώ, στην Πράγα, κάποια από τα εξόχως επαναστατικά που βιώνω εδώ είναι τα εξής:
Τα λεωφορεία έρχονται στην ώρα τους, και έρχονται συχνά. Το δίκτυο των ΜΜΜ (μετρό, τραμ, αστικά) είναι αφοπλιστικά άψογο. Δεν υπάρχουν αυτοκίνητα και μηχανάκια στα πεζοδρόμια. Οι οδηγοί των ΙΧ φρενάρουν απαλά στις διαβάσεις των πεζών, και ενοχλούνται έτσι και κόψεις εσύ το βήμα σου.
Η πόλη είναι καθαρή. Δεν υπάρχουν ξέχειλοι κάδοι. Δεν υπάρχουν καν κάδοι στο (πελώριο) ιστορικό κέντρο. Το σύστημα αποκομιδής των οικιακών απορριμμάτων είναι σχεδιασμένο άριστα. Τα καταστήματα είναι ανοιχτά κάθε ημέρα της εβδομάδας, από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Δεν θα ακούσεις συζητήσεις για το αν και πόσες Κυριακές είναι πρέπον να ανοίγουν. Είναι ανοιχτά, πάντα.
Σε έναν κεντρικό λόφο δεσπόζει ένα μνημείο για τα Θύματα του Κομουνισμού. Η πόλη δεν ξεχνά. Η χώρα δεν ξεχνά. Το κόστος της ασφάλισης κάποιου είναι όσο το χαμηλότερο στην Ελλάδα, αλλά οι ιατρικές υπηρεσίες εδώ προσφέρονται σε υψηλού επιπέδου νοσοκομεία, καθαρά, χωρίς συνωστισμό: σαν να βρίσκεσαι σε μία ακριβή ιδιωτική κλινική.
Πάρκα είναι σπαρμένα παντού στην πόλη, και διατηρούνται σε άψογη κατάσταση, παρά τα πλήθη των τουριστών. Δεν υπάρχει περιοχή, ή γειτονιά, σε μεγάλη απόσταση από ένα πάρκο. Δεν έχουν σημειωθεί περιστατικά απεργίας των υπαλλήλων στα μουσεία ή σε άλλους χώρους που επισκέπτονται οι τουρίστες, ποτέ. Η Uber δουλεύει κανονικά, φορολογείται κανονικά, λειτουργεί συνδυαστικά με τον στόλο των ταξί και εξυπηρετεί δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους καθημερινά. Βλέπεις μικρά παιδιά στους δρόμους, με τη σχολική τσάντα στην πλάτη, ασυνόδευτα. Δεν κινδυνεύουν. Οι άνθρωποι χαιρετιούνται στον δρόμο — εννοώ, άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους. Η πόλη της Πράγας έδωσε 75% στον φιλελεύθερο υποψήφιο για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Μόλις τρεις δεκαετίες από την πτώση της μισητής δικτατορίας, και η ατμόσφαιρα εδώ είναι πιο Δυτική από όσο μάς άφησαν να νιώσουμε ποτέ στην Ελλάδα, ιδρυτικό και εξέχον μέλος τής ΕΕ.
Ας μην πω άλλα. Θα πω μόνο πως αυτά, και άλλα τόσα, είναι πράγματα για τα οποία είχαμε μεν σχετικές πληροφορίες, μα που όταν τα συναντήσαμε εδώ στον υπερθετικό βαθμό μάς κατέπληξαν. Εκείνο όμως που μας βοήθησε, εμένα και τη γυναίκα μου, να φύγουμε από την Ελλάδα ήταν το ασήκωτο κλίμα που επέφερε το καθεστώς από τους πρώτους κιόλας μήνες της πολιτείας του: εντέλει αποδράσαμε — το σκάσαμε.
Δύο ακόμη άνθρωποι ανάμεσα στις εκατοντάδες χιλιάδες που έδιωξε αυτή η κυβέρνηση από τη χώρα. Άνθρωποι μάλιστα με δουλειές στην Ελλάδα — που εδώ δεν έχουν, και που ξεκινούν από το μηδέν… Αν αξίζει τον κόπο και τις θυσίες να μεταναστεύει κανείς που δεν είναι νέος; Ναι. Κι ας κοστίζει πανάκριβα. Η ελευθερία και η ευτυχία είναι πάνω από τα πάντα, για όλους.
Πόσο δε μάλλον για έναν άνθρωπο κουρασμένο, ενεό, αποσβολωμένο.