Ο Γερμανός οικονομολόγος και πρώην μέλος της Task Force της Κομισιόν στην Ελλάδα, Dr. Jens Bastian, υποστηρίζει ότι ο πρωθυπουργός θα έπρεπε να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στις μεταρρυθμίσεις, συμφωνεί με το ΔΝΤ στο θέμα των τραπεζικών ελέγχων, εξηγεί γιατί το ελληνικό χρέος, όπως είναι σήμερα, δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί με βιώσιμα επιτόκια αν δεν υπάρχει μνημόνιο και χαρακτηρίζει μη βιώσιμη την ανάκαμψη της οικονομίας χωρίς τράπεζες.
Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Μαριόλη
- Η τρίτη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος ξεκινά. Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία αν σημειωθούν οι συνηθισμένες καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων; Υπάρχει κίνδυνος εκτροχιασμού του προγράμματος, λίγους μήνες πριν το τέλος του;
Πριν ξεκινήσει η τρίτη αξιολόγηση, τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και η ευρωπαϊκή πλευρά των Θεσμών (Κομισιόν και ΕΚΤ) προσπαθούν να φτιάξουν ένα καθυστερημένο αφήγημα ενός success story για την Ελλάδα. Το ΔΝΤ δεν συμμετέχει σε αυτή την προσπάθεια, όπως αποδείχθηκε από την πρόσφατη διένεξη για την Αξιολόγηση Ποιότητας Ενεργητικού (AQR) των ελληνικών τραπεζών.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων επτά ετών και τριών προγραμμάτων μακροοικονομικής προσαρμογής, έχουμε ακούσει πολλές φορές ότι η επερχόμενη αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί γρήγορα και ομαλά. Η εμπειρία, ωστόσο, μας δείχνει ότι συμβαίνει το αντίθετο. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να παραμένει κανείς επιφυλακτικός απέναντι στο ενδεχόμενο ολοκλήρωσης της τρίτης αξιολόγησης πριν το τέλος του έτους.
Τα θέματα στην ατζέντα της αξιολόγησης – π.χ. η συμμόρφωση στις ιδιωτικοποιήσεις, το νομοσχέδιο για τα εργασιακά, το συνταξιοδοτικό, η διαχείριση των NPLs από τις τράπεζες, το πρωτογενές πλεόνασμα, το αφορολόγητο, η ΕΛΣΤΑΤ και η υπόθεση του κ. Γεωργίου – είναι τεχνικά περίπλοκα και πολιτικά φορτισμένα. Επιπλέον, όπως φάνηκε κατά τη διάρκεια της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος, η τρόικα των διεθνών πιστωτών δεν έχει κοινή γραμμή σε πολλά από τα ζητήματα αυτά.
- Πρόσφατα δηλώσατε ότι το Grexit θα μπορούσε να επανέλθει ως απειλή λόγω της συμμετοχής των Φιλελεύθερων στη γερμανική κυβέρνηση. Πρόκειται για πραγματική απειλή ή είναι ένα μέσο άσκησης πολιτικών πιέσεων;
Η απειλή του Grexit δεν έχει εντελώς εξαλειφθεί, ούτε στην Ελλάδα ούτε και σε άλλες χώρες. Αρκεί να δείτε τι έγινε στις προεκλογικές περιόδους στη Γερμανία και στην Αυστρία. Οι Φιλελεύθεροι (FDP) και ο νέος ηγέτης τους Christian Lindner, συμπεριέλαβαν την προσωρινή έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη στο εκλογικό τους μανιφέστο. Ο κ. Lindner αντιτίθεται στη χρηματοδότηση νέων προγραμμάτων διάσωσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM). Κατά τη γνώμη του, ο Wolfgang Schaeuble δεν ήταν «αρκετά σκληρός» απέναντι στην Ελλάδα το 2015.
Ακόμη και αν αυτές οι εκρηκτικές απαιτήσεις δεν συμπεριληφθούν στη συμφωνία του κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία, παρ'' όλα αυτά δείχνουν ότι ο τόνος και η ουσία της συζήτησης για τη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης γίνονται όλο και πιο πολωμένα στο Βερολίνο. Οι πολιτικές Αρχές στην Αθήνα, αλλά επίσης και τα μέλη του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης ίσως μετανιώσουν την αντικατάσταση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών W. Schaeuble. Ενώ αποτέλεσε «σκληρό καρύδι» για πολλούς Έλληνες υπουργούς Οικονομικών από το 2009, ήξεραν τι να περιμένουν. Αντιθέτως, πλέον η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει μία κατάσταση με έναν επερχόμενο υπουργό Οικονομικών του Βερολίνου, ο οποίος φαίνεται γρήγορος και με γνώση των μέσων ενημέρωσης, να τραβάει κόκκινες γραμμές.
- Πιστεύετε ότι οι ελληνικές τράπεζες θα βρεθούν στο μέσο μιας διελκυστίνδας μεταξύ του ΔΝΤ και της Ευρώπης, αναφορικά με την ελάφρυνση του χρέους και το μέλλον της Ελλάδας μετά το τέλος του προγράμματος; Να περιμένουμε μία ακόμη τραπεζική κρίση, ενδεχομένως μέσω μίας νέας ανακεφαλαιοποίησης μετά τα stress tests του 2018; Διότι οι καταθέσεις δεν θα επιστρέψουν ποτέ αν δεν εξαλειφθεί ο κίνδυνος του bail-in.
Κατά τη γνώμη μου, το ΔΝΤ είχε δίκιο που έθεσε το θέμα μιας πιθανώς αναγκαίας ανακεφαλαιοποίησης και της διενέργειας ελέγχων ενεργητικού (AQR) για τις ελληνικές τράπεζες. Πρόκειται για μια άβολη πραγματικότητα που θα πρέπει να δεχθούν σε Αθήνα και Φρανκφούρτη. Ιδιαίτερα, όταν οι περισσότεροι εστιάζουν στο πως θα χτίσουν το αφήγημα του success story. Η κατάσταση των ελληνικών τραπεζών βελτιώνεται με αργό ρυθμό σε συγκεκριμένα σημεία των ισολογισμών, αλλά από πολύ χαμηλό σημείο εκκίνησης. Η εκτίμησή μου για την κατάσταση είναι ότι η πιθανότητα ανάκαμψης των τεσσάρων συστημικών τραπεζών είναι μεγαλύτερη στην πλευρά των υποχρεώσεων (καταθέσεις) παρά στην πλευρά του ενεργητικού (δάνεια).
Δεδομένου ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν υποστεί διάφορες μορφές ανακεφαλαιοποίησης από το 2009, η διενέργεια stress tests σε τακτική βάση για τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, είναι επιτακτική. Επιπρόσθετα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η λογική ύπαρξης των τραπεζών είναι να προσελκύουν καταθέσεις και να δημιουργούν κανάλια χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Σε αυτά τα δύο σημαντικά μέτωπα οι ελληνικές τράπεζες υποαποδίδουν από το 2010. Οποιαδήποτε οικονομική ανάκαμψη που δεν υποστηρίζεται από μία ευρύτερη ανάκαμψη των χρηματοδοτήσεων δεν αξίζει να χαρακτηρίζεται βιώσιμη ανάκαμψη.
- Δηλώσατε επίσης ότι ο Αλέξης Τσίπρας επένδυσε μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο στο λάθος άλογο. Πιστεύετε ότι η ελληνική οικονομία θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση αν είχε επιλέξει ένα διαφορετικό δρόμο;
Η δήλωση στην οποία αναφέρεστε έδινε έμφαση στο γεγονός ότι ο πρωθυπουργός είχε διαθέσει υπερβολικά μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο στο θέμα της επίτευξης μιας προκαταβολικής αναδιάρθρωσης χρέους, αντί να υπερτονίζει τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες οι οποίες θα μπορούσαν στη συνέχεια να φέρουν πρόοδο στο ακανθώδες θέμα του συσσωρευμένου κρατικού χρέους της Ελλάδας. Κατά τη γνώμη μου, ο κ. Τσίπρας έβαλε το κάρο μπροστά από το άλογο. Το Eurogroup των υπουργών Οικονομικών και ο ESM κατέστησαν σαφές ότι υπάρχει ένας συμφωνημένος οδικός χάρτης με την Ελλάδα για το πότε και το πως θα συζητηθεί το θέμα του χρέους.
Όταν ήμουν μέλος της Task Force της Κομισιόν για την Ελλάδα, ήρθα αντιμέτωπος με τις δυσκολίες των διαπραγματεύσεων και της επίτευξης συμφωνίας για το PSI, την περίοδο 2011-2012. Το μάθημα που έμαθα τότε είναι ότι θα ήταν απλώς θέμα χρόνου οι αρμόδιες Αρχές στην Αθήνα, στις Βρυξέλλες, στη Φρανκφούρτη και στην Ουάσινγκτον να επανεξετάσουν το ζήτημα. Πέντε χρόνια μετά βρισκόμαστε ακριβώς σε αυτό το σημείο. Το ελληνικό δημόσιο χρέος έχει μεταφερθεί από τους ιδιώτες ομολογιούχους σε κρατικούς φορείς. Η αναδιάρθρωση χρέους βρίσκεται ξανά στο τραπέζι και δεν θα βγει σύντομα από αυτό. Όμως η αναδιάρθρωση χρέους αν αντιμετωπίζεται ως πανάκεια δεν λύνει τα βαθιά ριζωμένα οικονομικά και διοικητικά προβλήματα στην Ελλάδας.
Αυτό που θεωρώ ότι προκαλεί σύγχυση στη συζήτηση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι η συχνή έλλειψη αξιωματούχων με γνώση της οικονομικής ιστορίας. Η Ελλάδα βρίσκεται σε κάποιου είδους πρόγραμμα προσαρμογής από το 1833, μετά το 1897, στη συνέχεια τη δεκαετία του 1920 και τώρα μετά το 2010. Για πάνω από 180 χρόνια (!) οι προσπάθειες επίλυσης της κρίσης έχουν οδηγήσει σε δεκαετίες υπερβολικών χρεών, διαρκούς εξωτερικής εξάρτησης, ενώ οι λύσεις που βρίσκονταν, εμπόδιζαν την ανάκαμψη μίας υπερχρεωμένης χώρας.
Πιστεύω ότι είναι θέμα πνευματικής ειλικρίνειας και βασικών αρχών οικονομικών, να ειπωθεί ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αναπτυχθεί με το τεράστιο χρέος που διαθέτει (εξωτερικό και εσωτερικό χρέος). Το πως αυτό το χρέος μπορεί να χρηματοδοτηθεί χωρίς να υπάρχει πρόγραμμα και σε επιτόκια αγοράς που να θεωρούνται βιώσιμα στην πάροδο του χρόνου, παραμένει για μένα ένα μυστήριο.
- Ας υποθέσουμε ότι καταφέρνουμε να αποφύγουμε κάποια νέα κρίση μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Μπορείτε να περιγράψετε το βασικό σενάριο για την Ελλάδας; Μία «καθαρή έξοδος», ένα τέταρτο πρόγραμμα, ή μία προληπτική γραμμή στήριξης;
Ο οδικός χάρτης του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα βασίζεται στο success story μίας «καθαρής εξόδου», που σημαίνει ότι τελειώνει το πρόγραμμα, χωρίς προληπτική πιστωτική γραμμή, η χώρα ανακτά άνευ όρων πρόσβαση στις αγορές και... λέει αντίο στην Τρόικα. Το σενάριο αυτό αποτελεί σχεδόν πιστή αντιγραφή του αφηγήματος του προηγούμενου πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά το 2014. Όλοι ξέρουμε ποια ήταν η κατάληξη, πόσο λάθος εκτίμησε την κατάσταση. Θα είναι τεράστια επιτυχία για την Ελλάδα να αποφύγει οποιαδήποτε αναταραχή μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, τουλάχιστον που να μην έχει προκαλέσει η ίδια. Πιστεύω, ωστόσο, ότι είναι εφικτό και το θέλουν πολλοί, τόσο στην Αθήνα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Όμως ένα τέτοιο σενάριο δεν χρειάζεται μόνο ρητορική και χειροκροτητές, αλλά επίσης ουσία και βιωσιμότητα στο χρόνο. Η επανάκτηση πρόσβασης στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου σε μετα-μνημονιακό περιβάλλον δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι αποκαθίσταται η χρηματοοικονομική και δημοσιονομική κυριαρχία. Η εποπτεία και ο έλεγχος της Ελλάδας θα συνεχιστούν μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος. Το σημαντικότερο είναι ότι το έλλειμμα εμπιστοσύνης, το οποίο δεν μπορεί να μετρηθεί με αριθμητικούς όρους, συνεχίζει να αποτελεί μία διαρκή πρόκληση για την Ελλάδα και τους Ευρωπαίους εταίρους.
- Συμφωνείτε με όσους υποστηρίζουν ότι ζούμε στην εποχή της κυριαρχίας του Emmanuel Macron, δεδομένου ότι αυτή είναι η τελευταία θητεία της Angela Merkel;
Τρέφω μεγάλη συμπάθεια για αρκετές από τις προτάσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, που έχει παρουσιάσει ο Γάλλος πρόεδρος σε διάφορες βαρύνουσες ομιλίες του τους τελευταίους μήνες. Πρόκειται για απολύτως αναγκαία ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν, όπως, για παράδειγμα, οι θεμελιώδεις αντιφάσεις και ελαττώματα στην αρχιτεκτονική του κοινού νομίσματος. Παρ'' όλα αυτά, όσο σημαντικές κι αν είναι, την ίδια ώρα ανησυχώ καθώς βλέπω ότι ο πρόεδρος Macron δεν αντιμετωπίζει άλλες προκλήσεις στην Ευρωζώνη που μένουν χωρίς λύση εδώ και χρόνια.
Θα σας δώσω δύο παραδείγματα. Το πρώτο είναι ότι τα σκιώδη τραπεζικά συστήματα των χωρών-μελών της Ευρωζώνης αναπτύσσονται σε offshore περιοχές. Συσσωρεύουν χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις και συστημικούς κινδύνους που δεν υπόκεινται ακόμη σε επαρκείς απαιτήσεις διαφάνειας, πόσο μάλλον σε ρυθμιστικούς ελέγχους.
Το άλλο παράδειγμα αφορά τον λεγόμενο «καταστροφικό δεσμό» (doom loop) μεταξύ τραπεζών και κρατικών ομολόγων που παραμένει ανέγγιχτος. Μία από τις παράπλευρες επιπτώσεις της ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ είναι ότι οι τράπεζες της Ευρωζώνης, και ειδικότερα στην Ιταλία και σε μικρότερο βαθμό στην Ισπανία και στην Ιρλανδία έχουν «γεμίσει» κρατικά ομόλογα των χωρών τους. Οι τράπεζες της Ευρωζώνης μέχρι στιγμής δεν χρειάζεται να αντλήσουν ή να εξοικονομήσουν περαιτέρω κεφάλαια έναντι αυτών των υποχρεώσεων.
Σε ότι αφορά την Angela Merkel μετά τις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου, βρίσκεται σε μία δύσκολη κατάσταση. Στο αποκορύφωμα της κρίσης της Ευρωζώνης το 2011, επινόησε τον όρο: «There Is No Alternative» (TINA), που σημαίνει «δεν υπάρχει εναλλακτική». Σήμερα βρίσκεται σε μία κατάσταση κατά την οποία το «δεν υπάρχει εναλλακτική» ισχύει για την ίδια. Δεν έχει καμία πολιτική εναλλακτική αν θέλει να παραμείνει στην εξουσία, καθώς μία κυβέρνηση μειοψηφίας και η επανάληψη των εκλογών παραμένουν ταμπού για τη Γερμανία. Αυτό ενισχύει το πολιτικό θέατρο στο Βερολίνο τους επόμενους μήνες. Με λίγα λόγια, η Γερμανία δεν είναι παρά ένα προβλέψιμο πολιτικό τοπίο καθώς πλησιάζουμε το 2018.
Υπό αυτές τις συνθήκες ο πρόεδρος Macron κινδυνεύει να καταστεί μία αρκετά μοναχική φιγούρα όταν θα προωθεί τη φιλόδοξη ατζέντα του για τις μεταρρυθμίσεις στην Ευρώπη. Ενδεχομένως να βρει ευήκοα ώτα στο Βερολίνο. Όμως το ακροατήριό του στην Καγκελαρία μπορεί να μην διαθέτει την απαιτούμενη πολιτική αποφασιστικότητα για να στηρίξει την ατζέντα του, λόγω των αρκετών εγχώριων προβλημάτων που θα απασχολήσουν τη νέα γερμανική κυβέρνηση. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι επείγον στο Παρίσι να ξεκινήσει ο πρόεδρος Macron να εκπονεί ένα Plan B.
Who is Who
Ο Dr. Jens Bastian είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος σε «Comparative Labour Market Policies» από το European University Institute της Φλωρεντίας. Από το 2005 έως το 2008 διετέλεσε επικεφαλής αναλυτής της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ανασυγκρότησης στα Δυτικά Βαλκάνια, όπου διαχειρίστηκε και αξιολόγησε projects σχετικά με τις προοπτικές ενοποίησης χωρών με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Την περίοδο 2011-13 ήταν μέλος της Task Force της Κομισιόν για την Ελλάδα. Με βάση την Αθήνα, εργάστηκε στενά με τα ελληνικά υπουργεία, τις ρυθμιστικές Αρχές και τους δημόσιους φορείς. Στις αρμοδιότητές του περιλαμβάνονταν η διευκόλυνση, παρακολούθηση και αξιολόγηση της τεχνικής βοήθειας στα πεδία της ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών, της πρόσβασης ΜμΕ σε χρηματοδοτήσεις, των άμεσων ξένων επενδύσεων και των ιδιωτικοποιήσεων μέσω του ΤΑΙΠΕΔ.
Από το 2013 εργάζεται ως ανεξάρτητος οικονομικός σύμβουλος και οικονομικός αναλυτής. Το ευρύ δίκτυο πελατών του περιλαμβάνει υπουργεία χωρών της Ευρωζώνης καθώς και συμβουλευτικές εταιρείες.