Η απαξίωση του χρηματιστηρίου και οι ΑΧΕ

Η απαξίωση του χρηματιστηρίου και οι ΑΧΕ

Του Νίκου Καυκά*

Μια νέα πραγματικότητα φαίνεται να εδραιώνεται στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Εκείνη του ανύπαρκτου επενδυτικού ενδιαφέροντος, των χαμηλών όγκων συναλλαγών και γενικότερα της εμφανούς κόπωσης όλων των συμμετεχόντων στην ελληνική αγορά μετοχών. Η μεταβλητότητα έχει συρρικνωθεί αρκετά, με αποτέλεσμα ο Γενικός Δείκτης Χ.Α. να διαπραγματεύεται σε ένα στενό εύρος τιμών και συγκεκριμένα μεταξύ των 540 και 580 μονάδων για περισσότερο από δύο μήνες και αυτό δεν αποδίδεται μόνο στην εποχικότητα, όπως δείχνουν και οι μέχρι τώρα συνεδριάσεις του Σεπτεμβρίου.

Η πολυπαιγμένη παράσταση της διαπραγμάτευσης και αξιολόγησης έχει κουράσει Έλληνες και ξένους επενδυτές, ενώ, όπως φαίνεται και στο διάγραμμα που παραθέτουμε, ο κινητός μέσος όρος της μέσης ημερήσιας αξίας συναλλαγών 90 ημερών ανέρχεται στα 59,12 εκατ. ευρώ, πλησιάζοντας τα επίπεδα του 2012.

Με το πέρας του Σεπτεμβρίου, ο μέσος όρος αυτός θα διαμορφωθεί στα 40 εκατ. ευρώ περίπου (ιστορικό χαμηλό), δεδομένου ότι ο Ιούλιος και ο Αύγουστος έχουν μέσο ημερήσιο τζίρο χαμηλότερο των 38 εκατ. ευρώ.

Η απαξίωση του ελληνικού χρηματιστηρίου φαίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρα με μια μόνο ματιά στο σύνολο των όγκων συναλλαγών του Χ.Α. για τα έτη από το 2010 μέχρι σήμερα, όπως δημοσιεύεται από την ΕΧΑΕ (Ελληνικά Χρηματιστήρια) κάθε μήνα και την οποία αναπαράγουμε παρακάτω (έκδοση Αύγουστος 2016).

Παρατηρούμε ότι μέχρι και τον Αύγουστο του 2016 ο συνολικός τζίρος του Χ.Α. ανήλθε στα 21.784 εκατ. ευρώ, ενώ για το σύνολο του 2015, που ήταν και αρνητικό ρεκόρ 12ετίας και βάλε, διαμορφώθηκε στα 38.169 εκατ. ευρώ (για 11μήνες, καθώς τον Ιούλιο του 2015 το Χ.Α. ήταν κλειστό).

Με έναν απλό υπολογισμό είναι σχεδόν βέβαιο ότι, εκτός απροόπτου, ο φετινός τζίρος δεν θα ξεπεράσει τα 34 εκατ. ευρώ, προσφέροντας έτσι ένα νέο αρνητικό ρεκόρ πολλών ετών, ενώ οι προβλέψεις για το ορατό μέλλον δεν είναι ευοίωνες, αν δεν αλλάξουμε πλεύση.

Φυσικά, πρέπει να προσθέσουμε ότι τα πρώτα 10 μέλη, τα οποία πλην μοναδικής εξαίρεσης αποτελούν θυγατρικές τραπεζών και μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού (Citi, UBS, Credit Suisse), πραγματοποιούν το 70% - 80% του συναλλακτικού όγκου (78,5% – 2016).

Είναι προφανές ότι το μερίδιο αγοράς που απομένει δεν είναι αρκετό για να καλύψει τα κόστη ακόμα και του σημερινού –σημαντικά χαμηλότερου σε σχέση με το παρελθόν–αριθμού των ιδιωτικών ελληνικών χρηματιστηριακών εταιρειών, οι οποίες στην πλειοψηφία τους δεν είναι καν ανταγωνιστικές. Επιπλέον σημειώνουμε ότι τα μικρότερα σε μέγεθος μέλη του Χ.Α. δεν έχουν σημαντικό όφελος από παρεπόμενες υπηρεσίες και ξένες αγορές (πλέον δύσκολο λόγω capital controls) για να αντισταθμίσουν την απώλεια του κύκλου εργασιών από την εγχώρια αγορά. Θυμίζουμε ότι τον Ιανουάριο του 2013 υπήρχαν 68 μέλη στο Χ.Α., εκ των οποίων τα 18 ήταν μέλη εξ' αποστάσεως (remote), ενώ τον Αύγουστο του 2016 αυτά διαμορφώνονται στα 53, εκ των οποίων τα 16 εξ' αποστάσεως. Ήτοι, παρέδωσαν την άδεια μέλους 13 ελληνικές χρηματιστηριακές εταιρείες, που είτε έκλεισαν, είτε μετατράπηκαν σε ΕΠΕΥ (η πλειοψηφία).

Η συρρίκνωση αυτή ήρθε παρόλο που οι αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο του Χ.Α. οδήγησαν σε σημαντική μείωση των απαιτούμενων ιδίων κεφαλαίων για τη διατήρηση της άδειας μέλους του Χ.Α. σχεδόν στο 1/3 της προϋπάρχουσας της κρίσης.

Στο μίζερο επενδυτικό περιβάλλον που δυστυχώς ενεργοποιούμαστε και με την έλλειψη ανταγωνιστικότητας που χαρακτηρίζει πολλές ελληνικές χρηματιστηριακές εταιρείες τα περιθώρια κινήσεων είναι ελάχιστα.

Συζητήσεις και προτάσεις γίνονται και θα γίνονται, σίγουρα όμως δεν αποτελεί λύση η μείωση του ωραρίου, καθώς αυτό δεν θα ωφελήσει τις μικρότερες εταιρείες, ενώ παράλληλα θα δημιουργήσει προβλήματα σε μια αγορά που έχει ήδη υποβαθμιστεί.

Πεποίθησή μας είναι ότι η δημιουργία μεγαλύτερων σχημάτων μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων είναι μονόδρομος για την αποφυγή λουκέτων, αλλά και την παροχή ανταγωνιστικών υπηρεσιών στο ελληνικό επενδυτικό κοινό.

* Ο κ. Νίκος Καυκάς είναι πιστοποιημένος αναλυτής μετοχών και αγοράς.