Η απαξίωση των Ελληνικών τραπεζών και το έγκλημα του '15

Η απαξίωση των Ελληνικών τραπεζών και το έγκλημα του '15

Του Ιωάννη Λογοθέτη*

Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή σε βάθος σχεδόν μιας δεκαετίας, βρισκόμαστε στα τέλη Σεπτέμβρη του 2008, με τη διεθνή επενδυτική κοινότητα συγκλονισμένη, στον απόηχο της κολοσσιαίας κατάρρευσης της 4ης μεγαλύτερης επενδυτικής τράπεζας στη Wall Street, τη μαζική πτώση των χρηματιστηριακών δεικτών και το πάγωμα των διεθνών κεφαλαιαγορών. Κεντρικές Τράπεζες και κυβερνήσεις σε Αμερική και Ευρώπη καταβάλλουν απεγνωσμένες προσπάθειες πραγματοποιώντας δραματικές παρεμβάσεις ρευστότητας ώστε να στηρίξουν το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα και τις μεγαλύτερες τράπεζες του πλανήτη.

Την ώρα που λαμβάνουν μέρος όλα τα προαναφερθέντα, σε ένα ετήσιο τραπεζικό Συνέδριο στην Ελλάδα, ο τότε υπουργός Οικονομικών Γ. Αλογοσκούφης δηλώνει στην ομιλία του ότι «βεβαίως και υπάρχουν επιπτώσεις στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα αλλά είναι και θα παραμείνει ασφαλές. Η Ελλάδα φαίνεται ότι αντέχει....». 

Δυστυχώς ήταν θέμα χρόνου για το τραπεζικό σύστημα και την ελληνική οικονομία να πάρουν μια καταστροφική πορεία. Το 2008 οι ελληνικές τράπεζες υπήρξαν αρκετά ενοποιημένες με το υπόλοιπο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και γενικότερα ο Ελληνικός χρηματοοικονομικός κλάδος ήταν αρκετά εκσυγχρονισμένος έως έναν βαθμό, ενώ η έκθεση σε τοξικά τιτλοποιημένα ενυπόθηκα δάνεια και άλλα περίπλοκα χρηματοοικονομικά παράγωγα ήταν αρκετά περιορισμένη. Εντούτοις, όπως και στην ευρύτερη Ελληνική Οικονομία, στον τραπεζικό κλάδο, προϋπήρχαν αρκετά διαρθρωτικά προβλήματα. Ο συνδυασμός των αδύναμων ρυθμιστικών πλαισίων, των αυξημένων επιπέδων μόχλευσης των τραπεζικών ισολογισμών λόγω της εύκολης πρόσβασης σε φθηνή χρηματοδότηση από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου και της έλλειψης ενός ολοκληρωμένου νομοθετικού πλαισίου που θα αποσκοπούσε σε αποτελεσματική διαχείριση πιστωτικού ρίσκου, επισφαλών δανείων και μελλοντικών προβλημάτων ρευστότητας, αποτέλεσε την αχίλλειο πτέρνα των Ελληνικών Τραπεζών. Τέλος, η έλλειψη επαρκούς θεσμικής εποπτείας και η γενικότερη κρατική διοικητική ανεπάρκεια δημιούργησαν πελατειακά συμφέροντα μεταξύ κράτους, κομμάτων και τραπεζών που οδήγησαν στην ανεξέλεγκτη εγχώρια δανειοδότηση. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλοι οι διοικητές της Κεντρικής Τράπεζας Ελλάδος από τις δεκαετίες του 1990 και 2000 αλλά και πολλοί μεταρρυθμιστές πολιτικοί προειδοποίησαν για τις αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος όπως και τα γενικότερα δομικά προβλήματα της Ελληνικής οικονομίας, αλλά προφανώς δημιούργησαν πολιτικές αντιδράσεις που στάθηκαν εμπόδιο στην υλοποίηση των απαραίτητων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Mε το ξεκίνημα της δημοσιονομικής κρίσης, δόθηκε δυναμική σε όλες τις συσσωρευμένες αποσταθεροποιητικές επιδράσεις των παθογενειών της ελληνικής οικονομίας και αναδείχτηκαν οι αδυναμίες των τραπεζών. Ακολούθησαν κεφαλαιοποιήσεις και έκτακτες παροχές ρευστότητας (ELA) μέσω της ECB. Οι μέτοχοι διαγράφτηκαν λόγω του ''share dilution'', πάνω από 150 δις καταθέσεων μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό και οι ζημιές από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια εκτοξεύτηκαν. Αναμενόμενο μεν, σε περίοδο ανεξέλεγκτης ύφεσης σε μια προβληματική, εσωστρεφή και μη ανταγωνιστική κρατικοδίαιτη οικονομία, τεράστιο κοινωνικό κόστος δε.

Αμέσως μετά το περιβόητο κούρεμα του Ελληνικού χρέους (PSI) - ονομαστική μείωση 106 δις- το 2012,  απαραίτητο εκείνη την περίοδο προκειμένου να καταστεί δυνατή η βιωσιμότητά του, να μειωθεί κατακόρυφα το κόστος εξυπηρέτησής του αλλά και να αυξηθεί η μέση διάρκεια αποπληρωμής του (ώστε να δοθεί άπλετος χρόνος στην τωρινή κυβέρνηση να ''διαπραγματεύεται περήφανα'' από το ''ηρωικό'' 2015 έως και σήμερα), συντελέστηκε παράλληλα η πιο σημαντική ανακεφαλαιοποίηση στην ιστορία των Ελληνικών τραπεζών.

Η τότε κυβέρνηση συνεργασίας, προκειμένου να αντιμετωπίσει την πρόκληση της επιτυχούς ανακεφαλαιοποίησης, βάδισε στα βήματα της στρατηγικής που που ακολούθησαν επιτυχώς τα FED και ΥΠΟΙΚ στην Αμερική το 2008(TARP). Το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας συμμετείχε επενδύοντας 25.5 δις, που έλαβε μέσω των συμφωνηθέντων δανειακών συμβάσεων, στις τέσσερις Ελληνικές συστημικές τράπεζες και κατέστη ο μεγαλύτερος μέτοχός τους με μερίδιο άνω του 80% και την προοπτική ότι με την βελτίωση των υφιστάμενων συνθηκών θα είχε την δυνατότητα  να ρευστοποιήσει τα μερίδια αυτά με κέρδος για τον κρατικό προϋπολογισμό.

Από τους πρώτους μήνες του 2014 υπήρξαν εμφανέστατα σημάδια σταθεροποίησης. Έλαβε μέρος σημαντική αύξηση εισροών των καταθέσεων, πλήρης απεξαρτητοποίηση από τον έκτακτο μηχανισμό σταθερότητας της ECB, ενώ τα επισφαλή δάνεια παρουσίαζαν αξιοσημείωτη βελτίωση. Τα αποτελέσματα των stress tests της ECB έδειχναν ικανοποιητικούς δείκτες κεφαλαιοποίησης (Tier one capital κτλ) και οι χρηματιστηριακές άξιες διαμορφώνονταν στα 33 δις, εξέλιξη που παρείχε στο Ελληνικό Δημόσιο την δυνατότητα να ανακτήσει σταδιακά και με κέρδος το σύνολο των κεφαλαίων που είχε τοποθετήσει έναν χρόνο πριν.

Ωστόσο, μετά τις ευρωεκλογές η χωρά εισήλθε για άλλη μια φορά σε περίοδο πολιτικής αναταραχής που επιδεινώθηκε λόγω της διχαστικής λαϊκιστικής ρητορικής της αντιπολίτευσης. Μετά την άνοδό της στην εξουσία, η πολύμηνη παρελκυστική διαπραγμάτευση και το ανούσιο δημοψήφισμα έφεραν την οικονομία και τις τράπεζες στο χείλος της καταστροφής και λίγο έλειψε να εξοστρακίσουν την Ελλάδα από το ευρώ. Οι παραπάνω χειρισμοί οδήγησαν σε νέες μαζικές εκροές καταθέσεων και εκτόξευσαν τα επισφαλή δάνεια αλλά και τον μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας στα 126 δις. Επιβλήθηκαν κεφαλαιακοί έλεγχοι, η αξία των τεσσάρων συστημικών τραπεζών οδηγήθηκε από τα 33 δις στα 3 δις και, σε συνδυασμό με την νέα ανακεφαλαιοποίηση, οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου ολοκληρώθηκαν στα απαξιωτικά 3-5 λεπτά του ευρώ ανά μετοχή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξανεμιστεί το μετοχικό μερίδιο του Κράτους καθώς η ''εθνοσωτήριος'' κυβέρνηση αποδέχτηκε τη μη συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου όπως και εγχώριων επενδυτών στην νέα ανακεφαλαιοποίηση. Κοντολογίς, το Κράτος –τουτέστιν ο Έλληνας φορολογούμενος- δεν θα  καταφέρει να ανακτήσει παραπάνω από 3 δις (από τα 25,5), σε βάθος 10-20 χρόνων.

Δυστυχώς, παρά τις προαναφερθείσες καταστροφικές εμπειρίες της, η κυβέρνηση αδυνατεί να ολοκληρώσει την περίφημη αξιολόγησή για λόγους ανικανότητας, εσωκομματικών πιέσεων αλλά και επικοινωνιακών τακτικών απέναντι στην εξαπατημένη μερίδα της κοινωνίας που τους ανέδειξε. Εάν δεν υπάρξει κάποια δραματική θετική εξέλιξη άμεσα, είναι πλέον δεδομένο ότι θα χαθεί η πολυπόθητη ''ποσοτική χαλάρωση'' για τα Ελληνικά χρεόγραφα που θα ήταν ζωτικής σημασίας για την ευνοϊκότερη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα μέσω των Διεθνών κεφαλαιαγορών. Τα συμπτώματα της διάλυσης της οικονομίας λόγω της αβεβαιότητας είναι αισθητά στις εκροές καταθέσεων και στην απότομη άνοδο των ''κόκκινων δανείων'' που κυμαίνονται στα 108 δις ενώ την ίδια ώρα καθυστερεί η νομοθέτηση εργαλείων για την αντιμετώπιση αυτών. Ευχή όλων είναι η κυβέρνηση να μην επαναλάβει τις εγκληματικές επιλογές του 2015 και να αντιληφθεί ότι η επόμενη ανακεφαλαιοποίηση θα οδηγήσει σε καταστροφικό κούρεμα καταθέσεων με μηδενικές εγγυήσεις και απρόβλεπτες συνέπειες για την οικονομία και την κοινωνία.

*Ο Ιωάννης Λογοθέτης εργάζεται στο City του Λονδίνου ως χρηματοοικονομικός αναλυτής σε πολυεθνικό όμιλο και είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Τραπεζιτών Μεγάλης Βρετανίας (ΗΒA)