Της Εύας Στάμου
Συχνά αναρωτιέμαι αν οι λαϊκιστές πολιτικοί πιστεύουν έστω κάποια από αυτά που υπόσχονται στους πολίτες ή αν υιοθετούν πλήρως έναν ρόλο χάρη στον οποίο επιτυγχάνουν να προσελκύσουν την ψήφο των ευκολόπιστων.
Είναι δυνατόν, για παράδειγμα, ένας απόφοιτος ελίτ πανεπιστημίων, όπως ο Μπόρις Τζόνσον, να μην αντιλαμβάνεται ότι όσα υποσχόταν στους πολίτες το 2016, και όσα τώρα σχεδιάζει με αφορμή το Brexit, έχουν ήδη επιβαρύνει και θα συνεχίσουν να ζημιώνουν σε βάθος χρόνου τη χώρα του; Η δε πρόσφατη μεταστροφή του προς μια συμβιβαστική λύση οφείλεται στην αποκάλυψη των παραπλανητικών ισχυρισμών που του χάρισαν την πρωθυπουργία, ή απλώς στο ότι ίδιος ξεπέρασε μια προσωπική αυταπάτη;
Και για να έρθω στα δικά μας: είναι άραγε αληθής ο ισχυρισμός του Αλέξη Τσίπρα ότι το 2015 αποφάσισε να οδηγήσει τη χώρα μας στο κατώφλι της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και να στήσει άρον-άρον ένα Δημοψήφισμα που παρέσυρε το 60% του ελληνικού λαού να στηρίξει την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, επειδή ο ίδιος βρισκόταν σε κατάσταση αυταπάτης;
Η επίκληση της αυταπάτης ως δικαιολογίας από λαϊκιστές πολιτικούς στηρίζεται στην υπόθεση ότι είναι το ακριβώς αντίθετο της απάτης. Κι όμως, υπάρχει ένα βασικό στοιχείο που τις συνδέει άρρηκτα: το ψέμα.
Η αυταπάτη συχνά αναπτύσσεται έτσι ώστε να διευκολύνει την απάτη στις διαπροσωπικές σχέσεις επιτρέποντας στους ανθρώπους να καλύπτουν τα σημάδια της συνειδητής απάτης τα οποία θα μπορούσαν να αποκαλύψουν τη σκοπιμότητα εξαπάτησης των άλλων. Με τον τρόπο αυτό η επιθυμία εκδίκησης όσων έχουν εξαπατηθεί μειώνεται, αλλά και το άτομο που έχει εξαπατήσει τους άλλους δεν κουβαλά το ηθικό βάρος της συνειδητοποίησης ότι έχει προκαλέσει βλάβη. Επιπλέον, το άτομο που ισχυρίζεται ότι βρίσκεται σε αυταπάτη, οπλίζεται με περισσότερο θάρρος χάρη στο οποίο μπορεί με μεγαλύτερη άνεση να υποκριθεί έναν ρόλο που θα εξασφαλίσει την επιτυχία των στόχων του, έναν ρόλο που διαφορετικά δεν θα μπορούσε να φέρει εις πέρας.
Όπως καταδεικνύεται από όλο και περισσότερες έρευνες της ψυχολογίας, η εδραίωση και διαιώνιση μιας κατάστασης αυταπάτης δεν καλύπτει απλώς κάποια συναισθηματικά κενά, αλλά εξυπηρετεί συχνά στρατηγικούς στόχους επικοινωνίας, και είναι όχι μόνο επιβλαβής για την ψυχική υγεία του προσώπου, αλλά και λιγότερο αφελής ή ακούσια από ό,τι ίσως νομίζουμε.
Ένα καλό παράδειγμα είναι νομίζω το Δημοψήφισμα του 2015. Μέλη της τότε Κυβέρνησης ισχυρίζονται σήμερα ότι κάποιες κινήσεις τους μπορεί να διέπονταν από άγνοια αλλά δεν υπήρχε καμία μεθόδευση ώστε να υποστηριχθεί ένα ορισμένο αποτέλεσμα. Ας θυμηθούμε, όμως, τι συνέβη: Η κυβέρνηση θέτει στους πολίτες ένα ερώτημα από την απάντηση του οποίου εξαρτάται το μέλλον της χώρας, χωρίς να τους δίνει τον χρόνο να ενημερωθούν, αφού ο πρωθυπουργός ανακοινώνει τις πρωινές ώρες του Σαββάτου 27 Ιουνίου δημοψήφισμα για την Κυριακή 6 Ιουλίου. Αρχικά δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς αφορά η ερώτηση, αφού η κυβέρνηση αποφασίζει να μη θέσει στη διάθεση των πολιτών τα δύο επίσημα έγγραφα τα οποία καλούνται να κρίνουν με την ψήφο τους. Όταν το ψηφοδέλτιο δίνεται στη δημοσιότητα τη Δευτέρα 29 Ιουνίου οι πολίτες διαπιστώνουν ότι περιέχει ορολογία σε ξένη γλώσσα κάτι που αυτόματα καθιστά τμήμα του ερωτήματος δυσπρόσιτο ή και απροσπέλαστο για σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Σε αντίθεση με ό,τι ισχύει σε άλλα κράτη που κάνουν συχνή χρήση δημοψηφισμάτων (Ελβετία, κάποιες Πολιτείες της Αμερικής), η κυβέρνηση τάσσεται ανοικτά υπέρ της μίας επιλογής και την προπαγανδίζει με όλες τις μεθόδους που ο κρατικός μηχανισμός έχει στη διάθεσή του, όπως: αποστολή προσωπικών μηνυμάτων σε υπαλλήλους δημοσίων υπηρεσιών, αφισοκόλληση σε κεντρικούς δρόμους, και απόφαση του ΕΣΡ να διανείμει τον τηλεοπτικό χρόνο 70% υπέρ του ΟΧΙ και 30% υπέρ του ΝΑΙ. Τι από αυτά θα μπορούσε να αιτιολογηθεί ως προϊόν απλής άγνοιας ή αυταπάτης;
Ένας από τους κύριους λόγους εξαιτίας του οποίου οδηγηθήκαμε στον Ιούλιο του 2015 είναι πιστεύω ότι πολλοί άνθρωποι που δεν έχουν την ικανότητα να λύσουν μια κατάσταση προτιμούν να βγουν από αυτήν το ταχύτερο δυνατόν. Σε συνδυασμό μάλιστα με το γεγονός ότι ένα μέρος του πολιτικού προσωπικού αλλά και πολίτων που τους υποστηρίζουν χαρακτηρίζεται από ευθυνοφοβία, η πρόταση της τότε Κυβέρνησης για σκηνικό ρήξης με την Ε.Ε. έμοιαζε για πολλούς η πιο ελκυστική λύση στα οικονομικά και πολιτικά αδιέξοδα στα οποία είχε περιέλθει η χώρα.
Μπορούμε νομίζω να συμπεράνουμε ότι όταν η ίδια σου η στάση έχει οδηγήσει στην επιδείνωση του προβλήματος που υποτίθεται ότι θα έλυνες, η εκ των υστέρων επίκληση της αυταπάτης δεν αποτελεί πειστική δικαιολογία, αλλά έναν εύκολο τρόπο για να προσφέρεις συγχωροχάρτι στον εαυτό σου, αποποιούμενος τις όποιες ευθύνες σου.
* Η Εύα Στάμου είναι συγγραφέας και Δρ Ψυχολογίας.