Ο covid-19, παράλληλα με το hardware – δηλ. τη ζωή και την υγεία μας - δοκιμάζει με τρόπο δεινό και το software των κοινωνιών: τη συλλογική τους σοφία, τη σύνεση των ηγεσιών τους, την αυτοπειθαρχία του λαού. Και, ενώ το τίμημα τυχόν εσφαλμένων εκτιμήσεων κάποιων ηγεσιών μπορεί να είναι βαρύτατο, οι μέχρι τώρα επιλογές τους επιβεβαιώνουν ότι τα κριτήρια με τα οποία γίνονται είναι προδήλως εσφαλμένα. Όχι μόνο γιατί δεν ευθυγραμμίζονται με τις - επιβεβαιωμένες από την εμπειρία χωρών που προηγήθηκαν στη δοκιμασία - κατευθύνσεις της επιστήμης, αλλά γιατί, αντ’ αυτού, υποτάσσονται πλήρως στα στρεβλά χαρακτηριστικά της πολιτικής προσωπικότητας των ηγετών τους.
Κάποιοι από αυτούς, με βάση πολιτικές ιδιοτέλειες ή εμμονές, στοιχηματίζουν – με το τίμημα της ελλοχεύουσας αποτυχίας να κοστίζει πιθανώς χιλιάδες ζωές πολιτών τους – σε εξεζητημένες και ατεκμηρίωτες στρατηγικές, αποδεχόμενοι το ενδεχόμενο μεγάλου αριθμού θανάτων προκειμένου να εμφανιστούν ως προστάτες της οικονομικής δυναμικής των χωρών τους. Ως εάν αυτή η δυναμική δεν πρόκειται να διαταραχθεί, ίσως και χειρότερα, από το πολιτικό και κοινωνικό χάος που θα ακολουθήσει το μεγάλο θανατικό.
Τα κίνητρα αυτής της στάσης μπορεί να ποικίλουν: από την επίδειξη συνέπειας στην προσωπική ηγετική τους εικόνα ως πολιτικών «νταήδων» (περίπτωση Τραμπ, Μπολσονάρου, Ερντογάν), έως την επίδειξη της εμπιστοσύνης τους στην οικονομία και τη την «υπευθυνότητα» της κοινωνίας τους (περίπτωση του πρωθυπουργού της Σουηδίας Στέφαν Λέβεν), και έως το αλλοπρόσαλλο της προσωπικότητάς τους (περίπτωση Μπόρις Τζόνσον). Όμως, ανεξάρτητα από τις αιτίες, οι συνέπειες είναι ίδιες: στρατηγικές υγειονομικής δολιχοδρομίας με τεράστιο κόστος τόσο για την κοινωνία όσο και για τις οικονομίες.
Οι ηγεσίες αυτές εμφανίζονται και δρουν ως να γνωρίζουν τη συμπεριφορά του νέου ιού, κάτι που προφανώς δεν μπορεί να ισχύει και συνεπώς αυτή η στάση τους, δείχνει ως κοινό χαρακτηριστικό τους, εκτός από τον α-μοραλισμό , την α-νοησία. Γιατί, ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα των επιλογών τους, το να μην αναγνωρίζει κάποιος – και ιδιαίτερα ένας ηγέτης – τα όρια της γνώσης του, θα μπορούσε να είναι ένας εναλλακτικός ορισμός της ανοησίας. Ενώ το να αποδέχεται κάποιος – και ιδιαίτερα ένας ηγέτης - αλόγιστα ή, έστω, «ελαφρά τη καρδία», την πιθανότητα άσκοπου αφανισμού δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων ζωών δεν είναι άλλο από μια προκλητική επίδειξη αμοραλισμού.
Ανοησία και αμοραλισμός που, στην περίπτωση τουλάχιστον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επεκτείνεται και στην οικονομική διαχείριση της κρίσης, ένα πεδίο όπου θα δοκιμαστεί η συνοχή, αλλά και το ηθικό ανάστημα της Ένωσης. Εδώ η ανοησία έγκειται στο να πιστεύει κάποιος -ένας ηγέτης !- ότι μια κρίση τέτοιας κλίμακας μπορεί να θεραπευθεί με μεγαλύτερες δόσεις του ίδιου φαρμάκου. Αυτού δηλαδή που χρησιμοποιήθηκε για άλλου τύπου ασθένεια και άλλης κατηγορίας και τάξεως δοκιμασία, όπως εκείνη της κρίσης του 2008 και της ελληνικής κρίσης που ακολούθησε. Τότε, η αντίδραση των οικονομικών θεσμών της ΕΕ μπόρεσε να τιθασεύσει τη νόσο (αν και πάλι με αρκετές άσκοπες απώλειες, εξαιτίας των ιδεολογικών εμμονών, κυρίως της Γερμανίας), παραμένοντας πιστή στο βασικό δόγμα της μη νομισματικής χρηματοδότησης.
Το ίδιο βλέπουμε να επιχειρείται και σήμερα, παρά το ότι είναι προφανές πως το αντίδοτο της δανειακής επέκτασης των ισολογισμών δεν αρκεί και, αν δεν υπάρξει αμοιβαιοποίηση χρέους σε επίπεδο ΕΕ, η νομισματική χρηματοδότηση θα καταστεί απαραίτητη. Ο φόβος – στα όρια της δεισιδαιμονίας - των οικονομικών ιθυνόντων για ανάπτυξη πληθωριστικών πιέσεων, στο πλαίσιο της σημερινής συγκυρίας, με την ανεργία να επελαύνει και τις αγορές να «δουλεύουν» πολύ κάτω από την πλήρη απασχόληση των παραγωγικών πόρων, είναι τουλάχιστον αδικαιολόγητος.
Όμως, κινδυνεύουμε να κατηγορηθούμε ως ανιστόρητοι, όσοι οργιζόμαστε σήμερα: Στην ανθρώπινη Ιστορία, οι μάστιγες, παράλληλα με τους λοιμούς, ήσαν πάντα η ανοησία και ο αμοραλισμός των ηγεσιών. Και όταν τα χαρακτηριστικά αυτά συμπληρώνονταν με την αναλγησία, τότε η ανθρωπότητα θρηνούσε και η Ιστορία πισωγύριζε.