Του Σάκη Μουμτζή
Τι σημαίνει «πολιτική διαπραγμάτευση» που τόσο επιζητεί η κυβέρνηση; Και γιατί την επιδιώκει;
Πολιτική διαπραγμάτευση σημαίνει πως τα πολιτικά στελέχη των δύο πλευρών, συζητούν και διαπραγματεύονται με πολιτικούς όρους και καταλήγουν σε μια πολιτική απόφαση. Αυτό, πολύ απλά, σημαίνει πως και οι δύο πλευρές έχουν να παραχωρήσουν κάποια πράγματα και να κερδίσουν κάποια άλλα. Η κατάληξη της όλης διαδικασίας είναι ο συμβιβασμός.
Στην περίπτωση της «διαπραγμάτευσης», που υποτίθεται πως κάνουν οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ, στο τεχνοκρατικό επίπεδο, παρατίθενται στόχοι και αριθμοί από την πλευρά των θεσμών που αποτελούν και τις απαιτήσεις των εταίρων –δανειστών. Οι στόχοι προκύπτουν από την συμφωνία που υπέγραψε η Ελληνική κυβέρνηση το καλοκαίρι του 2015 και οι αριθμοί από τα στοιχεία που παρουσιάζουν οι Ελληνικές υπηρεσίες και επαληθεύονται από τα τεχνικά κλιμάκια των θεσμών. Αυτό το τρίπτυχο, μνημόνιο—αριθμοί—στόχοι, συνθέτουν το πλαίσιο της αξιολόγησης, κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφισβητήσεων.
Πολιτική διαπραγμάτευση σημαίνει πως η μια πλευρά δεν αμφισβητεί τα στοιχεία, αλλά τους στόχους που προκύπτουν από αυτά, καθώς αναγνωρίζει μεν την ορθότητα τους, αλλά επιθυμεί την μερική εφαρμογή τους. Ζητεί δηλαδή, από την άλλη πλευρά να «βάλει νερό στο κρασί της». Στην προκειμένη περίπτωση η Ελληνική κυβέρνηση που το επιζητεί αυτό, τι έχει να προσφέρει ως αντάλλαγμα στους εταίρους –δανειστές, ώστε αυτοί να «βάλουν νερό στο κρασί τους;» Για ποιο λόγο να το κάνουν;
Ως γνωστόν, σε μια διαπραγμάτευση και οι δύο πλευρές έχουν φανερά και μυστικά όπλα. Και κοινή πρόθεση είναι ο συμβιβασμός. Η συμφωνία. Όπως αποδείχτηκε περίτρανα μεν, τραγικά δε, το 2015, η Ελληνική πλευρά ουδέν διέθετε όπλο. Πήγε με καριοφίλια να αντιμετωπίσει ατομικές βόμβες. Το αποτέλεσμα γνωστό. Πολύ απλά οι Συριζαίοι νόμιζαν και τότε, πως διαπραγματεύονταν. Γιατί διαπραγμάτευση με τον εαυτό του ουδείς κάνει. Οι εταίροι-δανειστές ευθύς εξ αρχής απαιτούσαν την τήρηση των συμφωνηθέντων. Ούτε βήμα παρακάτω. Αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης πως όλη αυτή η κατάσταση του 2015, ήταν ένα παιχνίδι του ΣΥΡΙΖΑ με τον χρόνο και το εσωτερικό ακροατήριο του. Η δε γνωστή κατάληξη απέδειξε το λόγου το αληθές. Αναγκάστηκαν στις 13 Ιουλίου 2015 να υπογράψουν συμφωνία με όρους πολύ χειρότερους από αυτούς που τους προσέφερε η άλλη πλευρά στις 26 Ιουνίου 2015, και που είχαν απορρίψει. Το άσκοπο ροκάνισμα του χρόνου οδήγησε σε εγκλωβισμό.
Και επειδή το ίδιο έργο επαναλαμβάνεται και το 2017, είναι λογικό να αναρωτηθούμε τι όπλα απέκτησε η Ελληνική κυβέρνηση σε όλο αυτό το διάστημα, που δεν διέθετε πριν. Μια ψυχρή ανάλυση της κατάστασης και των συσχετισμών δυνάμεων, δείχνει πως τίποτα το θετικό δεν προέκυψε για τις Ελληνικές θέσεις στο διεθνές περιβάλλον. Απεναντίας, η ισχυροποίηση των ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων δεν αφήνει κανένα περιθώριο για υποχωρήσεις στα συστημικά κόμματα της ευρωζώνης. Στο δε εσωτερικό χώρο η συγκυβέρνηση είναι αποδυναμωμένη, λόγω της φθοράς που υπέστη όλο αυτό το διάστημα. Να υπενθυμίσω την υψηλή δημοτικότητα που απολάμβανε τόσο αυτή όσο και ο πρωθυπουργός το πρώτο εξάμηνο του 2015.
Συνεπώς, η Ελληνική κυβέρνηση προσέρχεται σε μια διαδικασία που νομίζει ή επιδιώκει να είναι πολιτική διαπραγμάτευση , ενώ στην ουσία δεν υπάρχει καμία διαπραγμάτευση, παρά μόνον η απαίτηση της άλλης πλευράς για τήρηση των συμφωνηθέντων.
Πολύ φοβούμαι πως, αν δεν το αντιληφθεί αυτό έγκαιρα, θα ξαναζήσουμε το 2017, μέρες του 2015.