Του Χάρη Τσιλιώτη*
Η κατά καιρούς εργαλειοποίηση ή απόπειρα εργαλειοποίησης της διαδικασίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ) αποτέλεσε μία κλασική περίπτωση καταστρατήγησης, εάν όχι παραβίασης του Συντάγματος.
Η εργαλειοποίηση έγκειται στην συμπεριφορά των κομμάτων να αρνηθούν να ψηφίσουν κάποιο πρόσωπο ως ΠτΔ, ακόμη κι αν το θεωρούν ικανό για την ανάληψη του αξιώματος αυτού, μόνο και μόνο για να προκαλέσουν πρόωρες εκλογές, τις οποίες πιστεύουν ότι θα κερδίσουν. Ο λόγος είναι το ότι το Σύνταγμα στο άρθρο 32 παρ. 4 προβλέπει την υποχρεωτική διάλυση της Βουλής σε περίπτωση που η τελευταία δεν καταφέρει να εκλέξει ΠτΔ μετά την τρίτη ψηφοφορία με την πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των Βουλευτών.
Οι πιο «χτυπητές» περιπτώσεις αυτής της καταστρατήγησης ήταν δύο: 1. Αυτή του 2009, όταν το τότε κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης ΠΑΣΟΚ δήλωσε ότι δεν θα ψήφιζε υπέρ της επανεκλογής του τότε ΠτΔ Κάρολου Παπούλια, παρ' ότι υποστήριζε την επανεκλογή του παρά μόνο μετά την διάλυση της Βουλής και την ανάδειξη νέας, με αποτέλεσμα να προκαλέσει την προκήρυξη πρόωρων εκλογών από την τότε Κυβέρνηση Καραμανλή τον Οκτώβριο του 2009. 2. Αυτή του 2014-2015 όταν το σύνολο των κομμάτων της Αντιπολίτευσης, προεξάρχοντος του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος της τότε Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, αρνήθηκαν να ψηφίσουν υπέρ του προταθέντος από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ υποψηφίου Σταύρου Δήμα, χωρίς να προτείνουν κάποιον ανθυποψήφιο, στοχεύοντας στην πρόωρη διάλυση της Βουλής και την διενέργεια πρόωρων εκλογών.
Η ως άνω πολιτικά και συνταγματικά αξιόμεμπτη συμπεριφορά οδήγησε τις πολιτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων και όσων εργαλειοποίησαν το άρθρο 32 παρ. 4 Σ, να συμπεριλάβουν στις προτάσεις τους για αναθεώρηση του Συντάγματος και την αναθεώρηση του άρθρου 32 Σ. Στην πρότασή του ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει συγκεκριμένα την διαδικασία εκλογής του ΠτΔ σε έξι το πολύ, αντί τριών ψηφοφοριών και μάλιστα σε διάστημα 6 μηνών και σε περίπτωση που και η έκτη αποβεί άκαρπη και κανένας υποψήφιος δεν συγκεντρώσει την πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των Βουλευτών, να εκλέγεται ο ΠτΔ άμεσα. Η δε ΝΔ προτείνει συνολικά τέσσερις το πολύ ψηφοφορίες, η μία με απαιτούμενη πλειοψηφία 2/3, η δεύτερη 3/5, η τρίτη με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών και η τέταρτη με σχετική πλειοψηφία, όπου ΠτΔ εκλέγεται υποχρεωτικά ο σχετικώς πλειοψηφήσας. Κοινός τόπος των δύο προτάσεων είναι η απεμπλοκή της εκλογής του ΠτΔ από την υποχρεωτική διάλυση της Βουλής.
Το θέμα δεν θα ήταν τόσο δραματικό και περίπλοκο, όπως παρουσιάζεται, εάν δεν παρεμβάλλονταν δύο ζητήματα, ένα νομικό-ερμηνευτικό του Συντάγματος και ένα πολιτικό. Το νομικό ζήτημα αφορά την ερμηνεία του άρθρου 110 Σ και την δέσμευση της αναθεωρητικής Βουλής, που αποφασίζει το εάν της αναθεώρησης και το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων από την προαναθεωρητική που κινεί την διαδικασία αναθεώρησης και προτείνει ποιες διατάξεις θα πρέπει να αναθεωρηθούν.
Το πολιτικό ζήτημα είναι η κατά πολιτική εκτίμηση του γράφοντος (και όχι μόνο) μύχια επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά του Πρωθυπουργού να εργαλειοποιήσουν εκ νέου την διαδικασία εκλογής ΠτΔ τον Φεβρουάριο του 2020 για να προκαλέσουν νέες εκλογές, δεδομένου ότι κατά τα φαινόμενα θα ηττηθούν στις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν, και οι μεθεπόμενες εκλογές, που ενδεχομένως κατά τους σχεδιασμούς τους προκηρυχθούν λόγω αδυναμίας της επόμενης Βουλής να εκλέξει ΠτΔ, θα διεξαχθούν με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, το οποίο όχι μόνο θα στερήσει την ΝΔ από την αυτοδυναμία αλλά και από το bonus των 50 εδρών που της παρέχει το ισχύον εκλογικό σύστημα, καθιστώντας τον ΣΥΡΙΖΑ ρυθμιστή των εξελίξεων.
Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, όπως στα περισσότερα συνταγματικά ζητήματα οι απόψεις διίστανται και τριίστανται. Κρατούσα φαίνεται να είναι αυτή που προκρίνει μία περιορισμένη δέσμευση της αναθεωρητικής Βουλής από την προαναθεωρητική όχι μόνο ως προς τις αναθεωρητέες διατάξεις αλλά και ως προς την κατεύθυνση της αναθεωρητέας διάταξης που δίνει η προαναθεωρητική στην αναθεωρητική Βουλή. Με βάση την άποψη αυτή που σε γενικές γραμμές ακολουθήθηκε και από την Ζ΄ και την Η΄ Αναθεωρητική Βουλή το 2001 και 2008 αντίστοιχα, η κατεύθυνση που δίνεται με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ που η ΝΔ αποφάσισε να την υπερψηφίσει είναι η απεμπλοκή της εκλογής ΠτΔ από την διάλυση της Βουλής και πάντα μέσα στο καταρχήν έμμεσο σύστημα εκλογής ΠτΔ. Το πώς θα εκλέγεται ο ΠτΔ, με πόσες ψηφοφορίες, με ποιες πλειοψηφίες και εάν τελικά στο τέλος οδηγείται η διαδικασία σε κατ' εξαίρεση άμεση εκλογή είναι ζήτημα που θα αποφασίσει κυρίαρχα η αναθεωρητική Βουλή, εάν βέβαια αποφασίσει να αναθεωρήσει την διάταξη του άρθρου 32 Σ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, όπως δείχνουν τα πράγματα φοβάται ότι εάν η ΝΔ υπερψηφίσει την πρότασή του χωρίς αυστηρή δέσμευση στο περιεχόμενό της αλλά μόνο με χαλαρή δέσμευση ως προς την κατεύθυνση, αυτή θα λάβει άνω των 180 ψήφων, οπότε εν συνεχεία θα αρκούν 151 ψήφοι για να αναθεωρηθεί κατά το δοκούν από την νέα κυβερνητική πλειοψηφία, εάν η ΝΔ σχηματίσει αυτοδύναμη Κυβέρνηση, ή σε σύμπραξη με άλλο(α) κόμμα(τα) εάν δεν έχει απόλυτη πλειοψηφία, πάντως χωρίς την σύμπραξη του ΣΥΡΙΖΑ. Στην περίπτωση αυτή αναμένεται ότι η αναθεώρηση θα συντελεστεί πριν την προεδρική εκλογή, οπότε η εκλογή του ΠτΔ το 2020 θα διεξαχθεί με την νέα διαδικασία που δεν θα επιτρέπει στον ΣΥΡΙΖΑ να εργαλειοποιήσει την προεδρική εκλογή.
Τα παραπάνω βέβαια εξαρτώνται από πλήθος παραγόντων. Μία από αυτές είναι και το ζήτημα εάν η επόμενη Βουλή σχηματίζει την λεγόμενη «προεδρική πλειοψηφία», με την οποία θα μπορεί να εκλεγεί ΠτΔ με την ισχύουσα διάταξη του άρθρου 32 Σ χωρίς ο ΣΥΡΙΖΑ να μπορεί να την μπλοκάρει.
Στην περίπτωση αυτή είναι πολύ πιθανό ότι η ΝΔ, έχοντας την δυνατότητα σε σύμπραξη με άλλο(α) κόμμα(τα) να εκλέξει ΠτΔ, θα αφήσει την αναθεώρηση να περάσει άπρακτη κατά την πρώτη Σύνοδο της επόμενης κοινοβουλευτικής περιόδου, οπότε σε αυτήν την περίπτωση το θέμα της αναθεώρησης μπορεί να τεθεί εκ νέου από την δεύτερη Σύνοδο, με πρωτοβουλία αυτήν την φορά της νέας κυβερνητικής πλειοψηφίας, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων των άρθρων 16 και 24 Σ που δεν περιλαμβάνονται στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και δεν μπορούν να εξασφαλίσουν καν 151 βουλευτές στην παρούσα Βουλή.
Στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ αποφασίσει να εργαλειοποιήσει εκ νέου την προεδρική εκλογή του 2020, τότε δεν θα υπερψηφίσει την πρόταση που ο ίδιος κατέθεσε είτε και στις δύο είτε στην δεύτερη ψηφοφορία για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Με την στάση του αυτή θα αποδείξει ότι υπονομεύει την πρόταση που ο ίδιος κατέθεσε και ότι παραμένει αμετανόητος στην καταχρηστική χρησιμοποίηση των θεσμών προς ίδιον όφελος. Θα αποδείξει έτι περαιτέρω ότι η παροιμία με τον σκορπιό και τον βάτραχο του ταιριάζει απόλυτα.
*Ο Χάρης Τσιλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής του τμήματος πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.