Του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
Το όνομα του παρέμεινε άγνωστο για το ευρύ κοινό επί πολλές δεκαετίες, παρ’ όλο που κατά την δεκαετία του 1920 ήταν διάσημος και θεωρούνταν από τους πρωτεργάτες της ρωσικής πεζογραφίας του 20ού αιώνα. Ανάμεσα στους συγχρόνους του, άλλοι τον εκτιμούσαν, άλλοι του ασκούσαν κριτική, μα τα έργα του δημοσιεύονταν και κυκλοφορούσαν. Μετά τον τραγικό του θάνατο το 1938 και μέχρι το 1975, τα έργα του ήταν απρόσιτα στον αναγνώστη. Τα τελευταία χρόνια, χάρη στην επανέκδοση και την κυκλοφορία των μυθιστορημάτων του, το ενδιαφέρον αναζωπυρώθηκε και το δηκτικό και δεικτικό του πνεύμα κατακτάει για άλλη μία φορά τους αναγνώστες και τους λάτρεις της ρωσικής λογοτεχνίας του προηγούμενου αιώνα.
* * *
Ο Μπορίς Αντρέγιεβιτς Μπογκάου, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ήρθε στη ζωή στις 29 Σεπτεμβρίου 1894 στην πόλη Μοζάισκ στα περίχωρα της Μόσχας. Η οικογένειά του ανήκε στους Γερμανούς αποίκους της περιοχής του Βόλγα, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σ’ εκείνα τα μέρη επί της βασιλείας της Μεγάλης Αικατερίνης, κατά την δεκαετία του 1760, μετά τον καταστροφικό Επταετή πόλεμο. Η μητέρα του ήταν ρωσίδα, γόνος εμπορικής οικογένειας.
Ο μελλοντικός συγγραφέας πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια σε διάφορες επαρχιακές πόλεις της Ρωσίας, όπως το Σαράτοφ, το Μπογκορόντσκ, το Νίζνι Νόβγκοροντ, η Κολομνά.
Οι εικόνες, τα ακούσματα, τα βιώματα των πρώτων χρόνων της ζωής του, ο προσεκτικός αναγνώστης θα τα εντοπίσει στα έργα του. Το 1913 αποφοίτησε από το σχολείο στο Νίζνι Νόβγκοροντ και στο 1920 πήρε το πτυχίο του από το Τμήμα Οικονομίας του Εμπορικού Ινστιτούτου της Μόσχας, το οποίο εκείνη την εποχή ονομαζόταν «Ινστιτούτο Λαϊκής Οικονομίας Καρλ Μαρξ». Παρά το γεγονός ότι η πατρίδα του ζούσε τραγικές, κοσμοϊστορικές αλλαγές, ο ίδιος δεν έλαβε μέρος ούτε στα γεγονότα που οδήγησαν στην κατάργησης της μοναρχίας και την βίαιη κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους, ούτε στον Εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, λόγω της βαριάς μορφής μυωπίας από την οποία υπέφερε.
Σε ηλικία 9 ετών άρχισε να γράφει, ωστόσο επαγγελματικά αφοσιώθηκε στην γραφή το 1915, όταν άρχισε να δημοσιεύει λογοτεχνικά κείμενα σε περιοδικά και αλμανάκ όπως η «Ρωσική σκέψη», «Συγκομιδή», «Βόρειο σέλας» και άλλα. Είναι η εποχή που γράφει και δημοσιεύει μία σειρά διηγημάτων, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Μπορίς Πιλνιάκ. Το ψευδώνυμο του προέρχεται από την ονομασία του χωριού, όπου ζούσε τα καλοκαίρια ο νεαρός Μπορίς και από εκεί ταχυδρομούσε στα διάφορα περιοδικά τα κείμενά του.
Το 1917 ο Πιλνιάκ γνώρισε και παντρεύτηκε την αγροτική γιατρό Μαρία Αλεξέγιεβνα Σοκόλοβα, η οποία, κατά τον ίδιο, «ήταν μία γυναίκα λογική (δεν θεωρούσε σοβαρή υπόθεση την λογοτεχνία), αυστηρή (με βρίζει και δεν μου επιτρέπει να φλερτάρω άλλες γυναίκες, εκτός αυτής) και θιασώτης της ορθής ζωής). Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς γεννήθηκε η κόρη τους Ναταλία. Ο ίδιος όμως προϋπάντησε την νέα χρόνια, το 1918, στη φυλακή, επειδή θεωρήθηκε αντεπαναστάτης και παραλίγο να τουφεκιστεί.
Το 1918 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο «Με το τελευταίο ατμόπλοιο», το οποίο, μάλλον, πέρασε απαρατήρητο εκείνη την εποχή. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με το δεύτερο βιβλίο του, με τίτλο «Χορτάρι», το οποίο ήταν μία πρώτη απόπειρα απεικόνισης της επαναστατικής εποχής, κύρια χαρακτηριστικά της οποίας ήταν η σύγχυση, η αστάθεια, οι ψευδαισθήσεις και οι ελπίδες. Το κοινό, όπως ήταν φυσικό διχάστηκε. Το ίδιο και η κριτική. Πολλοί χαιρέτησαν την εμφάνιση του «χρονικογράφου της επανάστασης» σημειώνοντας την προσπάθειά του να ανανεώσει τις εθνικές ρίζες της επανάστασης, άλλοι πάλι τον θεώρησαν ως εκπρόσωπο της «λογοτεχνικής παρακμής».
Το τρίτο του βιβλίο «Η χρονιά της πείνας» το 1921, το οποίο θεωρείται πως είναι το πρώτο μυθιστόρημα που έχει ως αντικείμενό του την επανάσταση.
Στο επίκεντρο της αφήγησης μα και ο χώρος όπου εκτυλίσσεται η πλοκή, είναι μία φανταστική, επαρχιακή, ρωσική πόλη, η Ορντίνιν. Στο μυθιστόρημα αυτό ο Πιλνιάκ υιοθετεί μία νέα μορφή αφήγησης, όπου κάθε κεφάλαιο είναι και η περιγραφή των γεγονότων «Με τα μάτια του Αντρέι», «Με τα μάτια της Ναταλίας», «Με τα μάτια της Ιρίνας». Κάθε αφηγητής παρουσιάζει και μία άλλη οπτική γωνία, με εμφανή την πρόθεση του συγγραφέα να φανεί πως δεν υιοθετεί καμία από αυτές. Στο μυθιστόρημα δεν υπάρχουν πρωταγωνιστές, αλλά μία ολόκληρη πινακοθήκη ισότιμων μεταξύ τους προσώπων, οι οποίοι εκπροσωπούν διάφορες και διαφορετικές μορφές της πόλης και των περιχώρων της: συνηθισμένοι υπάλληλοι, Μπολσεβίκοι με δερμάτινα μπουφάν, ο κλήρος, τα μέλη μίας κομμούνας αναρχικών, μέλη διαφόρων αιρέσεων, φαρμακοτρίφτες κ.λπ. Όλοι αυτοί παρασέρνονται από την ανεμοθύελλα των γεγονότων, ο ίδιος ωστόσο, φροντίζει να διατυπώσει την βασική του θέση: Δεν υπάρχει μία, απόλυτη αλήθεια στον κόσμο τούτο.
Πολλοί κριτικοί εκείνης της εποχής, αλλά και της δικής μας, συμφωνούν πως το μυθιστόρημα αυτό, εξασφάλισε στον Πιλνιάκ μία θέση στο πάνθεον των κλασσικών της ρωσικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Ορισμένοι μάλιστα, προχωρούν παρακάτω και θεωρούν πως η επίδραση αυτού του μυθιστορήματος, είναι ανάλογη με εκείνη του ποιήματος «Δώδεκα» του Αλεξάντρ Μπλοκ. Το έργο αυτό έχει μέχρι σήμερα μεταφραστεί στην αγγλική, γαλλική, γερμανική, νορβηγική, ισπανική, ιαπωνική, γεωργιανή και εβραϊκή γλώσσα. Όπως και να έχουν όμως τα πράγματα, «Η χρονιά της πείνας» είναι το πρώτο μεγάλο, επικό μυθιστόρημα της ρωσικής αβανγκάρντ. Εκτός από αυτό, η «Χρονιά της πείνας» ήταν το έργο που συνέβαλε στην δημιουργία της «Σχολής Πιλνιάκ» στην νεαρή σοβιετική λογοτεχνία, η οποία στη συνέχεια χαρακτηρίστηκε ως «διακοσμητική πρόζα». Το λογοτεχνικό αυτό ρεύμα έχει τις ρίζες της στην κοσμοθεώρηση και την νοοτροπία του συμβολισμού και της πρωτοπορίας, δηλαδή σε εκείνον τον τρόπο σκέψης, ο οποίος στις μέρες μας αποκαλείται μυθικός. Στην «διακοσμητική πρόζα» του ρωσικού μοντερνισμού τόσο το κείμενο της αφήγησης, όσο και ο κόσμος που απεικονίζεται σε αυτό, δέχονται την επιρροή των ποιητικών μέσων έκφρασης, οι οποίες αντανακλούν την μυθολογική σκέψη.
Ωστόσο, παρά τις διακηρύξεις της νέας εξουσίας και των οπαδών της στην τέχνη, το έργο του Πιλνιάκ προκάλεσε θυελλώδεις αντιδράσεις. Κάποιοι τον θεωρούσαν συγγραφέα της επανάστασης, κάποιοι άλλοι τον εξόρκιζαν ως εκπρόσωπο του παλιού και της αντίδρασης. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον χαρακτήριζαν ως «συνοδοιπόρο» της νέας εξουσίας, ενώ κάποιοι άλλοι τον αποκαλούσαν «εμιγκρέ του εσωτερικού» και «ταξικό εχθρό». Κύριο χαρακτηριστικό της αντιπαράθεσης γύρω από τον Πιλνιάκ ήταν, αφενός η γενική αναγνώριση του ταλέντου του και, αφετέρου, οι έντονες αμφιβολίες για την επαναστατικότητά του. Η κριτική της εποχής ενδιαφερόταν περισσότερο για την αφοσίωση στο κομμουνιστικό ιδανικό και την αποδοχή της επανάστασης, παρά για το ταλέντο.
Ως εκπρόσωπος της νεαρής σοβιετικής λογοτεχνίας, ο Πιλνιάκ ήταν από τους πρώτους που ταξίδεψε στην Γερμανία, δεδομένου ότι μιλούσε την γερμανική γλώσσα. Οι αρχές του είχαν αναθέσει την αποστολή να εκπροσωπήσει στην Δύση του συγγραφείς που γέννησε η επανάσταση. Η Γερμανία την εποχή εκείνη ήταν το κέντρο του πρώτου κύματος των Ρώσων εμιγκρέδων, υπήρχαν πολλοί ρωσικοί εκδοτικοί οίκοι, κυκλοφορούσαν ρωσικά περιοδικά και εφημερίδες. «Η χρονιά της πείνας» έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και την ίδια χρονιά κυκλοφόρησαν άλλα τρία βιβλία του Πιλνιάκ. Το ταξίδι αυτό όμως ενίσχυση την προσωπική πεποίθηση του συγγραφέα στο ταλέντο του, στην δημιουργική του ελευθερία και στην ευρύτητα του βλέμματος απέναντι στην πραγματικότητα και την τέχνη.
Την επόμενη χρονιά, το 1923, ο Πιλνιάκ, επισκέφτηκε την Μεγάλη Βρετανία, όπου συναντήθηκε με Βρετανούς συγγραφείς ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Μπέρναντ Σόου και Χέρμπερτ Ουέλς. Η χώρα τον εντυπωσίασε για την βιομηχανική της ανάπτυξη και την πρόοδο του σύγχρονου πολιτισμού. Επιστρέφοντας στην Ρωσία, χαιρέτησε την επανάσταση, δηλώνοντας πως το επόμενο στάδιο της θα είναι πλέον «αστικό (εννοώντας τις πόλεις) και τεχνολογικό».
Την ίδια εποχή, η οικογενειακή ζωή του συγγραφέα γνωρίζει την πρώτη της ρωγμή. Ο Πιλνιάκ ερωτεύτηκε στην ηθοποιό του Θεάτρου Μάλι, Όλγα Σεργκέγιεβνα Σεσμπινόφσκαγια, εγκαταλείπει τη σύζυγο και την κόρη του και μετακομίζει από την Κολομνά στην Μόσχα.
Στο Ημερολόγιο του για το 1924 διαβάζουμε: «Δεν είμαι κομμουνιστής και για τον λόγο αυτό δεν δέχομαι πως πρέπει να είμαι κομμουνιστής και να γράφω κομμουνιστικά, δέχομαι όμως πως η κομμουνιστική εξουσία στη Ρωσία καθορίστηκε όχι από την βούληση των κομμουνιστών, αλλά από την ιστορική μοίρα της Ρωσίας». Την άποψη αυτή ο Πιλνιάκ συνέχιζε να την υποστηρίζει ακόμη και κατά την διάρκεια της τρομακτικής για την πατρίδα του δεκαετίας του 1930, όταν συνέχιζε να απορρίπτει την αρχή της κομματικότητας στην λογοτεχνία και υπερασπιζόταν το δικαίωμα του συγγραφέα να παραμένει ανεξάρτητος και αντικειμενικός. «Δεν μπορείς να δημιουργήσεις τεχνητά την κομμουνιστική λογοτεχνίας...», «Διαβάζω εφημερίδες και βιβλία και το πρώτο πράγμα που με συγκλονίζει, είναι ότι παντού λένε ψέματα: στην δουλειά, στην κοινωνική ζωή, στις οικογενειακές σχέσεις».
Οι απόψεις αυτές, όπως ήταν φυσικό, ενοχλούσαν. Στον σοβιετικό Τύπο της εποχής ξέσπασε μία ενορχηστρωμένη δημόσια επίθεση κατά του συγγραφέα, με χαρακτηρισμούς όπως «μικροαστικός συγγραφέας», «εχθρός της κοινωνίας» κ.λπ.
Το 1926 ο Πιλνιάκ έγραψε την νουβέλα «Το άσβεστο φεγγάρι». Οι ήρωες δεν αναφέρονται με τα πραγματικά τους ονόματα, ωστόσο, τόσο οι σύγχρονοι, όσο και οι απόγονοι που διαθέτουν στοιχειώδεις γνώσεις της ρωσικής ιστορίας του 20ού αιώνα, εύκολα μαντεύουν σε ποιους αναφέρεται. Για πρώτη φορά στην ρωσική λογοτεχνία ο Πιλνιάκ προσπάθησε να περιγράψει τον μηχανισμό εξόντωσης, ο οποίος δέκα χρόνια αργότερα έλαβε θηριώδεις διαστάσεις, εξοντώνοντας εκατομμύρια αθώους. Βασικό γνώρισμα και ιδεολογική προμετωπίδια αυτού του μηχανισμού ήταν η πειθαρχία και η πίστη στις εντολές του κόμματος.
Εν ονόματι της κομματικής πειθαρχίας διαπράττονται ειδεχθή εγκλήματα, συκοφαντούνται αθώοι, οι οποίοι αναγκάζονται να ομολογήσουν τερατώδη ψέματα. Ο μηχανισμός αυτός διεφθαρμένος από το δόγμα, γεννάει τον δικτάτορα, τον τύραννο, ο οποίος με τη σειρά του καταδυναστεύει την κοινωνία. Αυτό είναι το κεντρικό νόημα της νουβέλας.
Ο ήρωας, αντιλαμβάνεται πως θέλουν να τον εξοντώσουν, δέχεται όμως να κάνει την άσκοπη χειρουργική επέμβαση, προκειμένου να εκτελέσει την κομματική εντολή. Ο πρώην κομισάριος, ο οποίος κατά την θητεία του χωρίς την παραμικρή τύχη έστειλε στον θάνατο χιλιάδες ανθρώπους, υποτάσσεται στην βούληση του ανώτατου καθοδηγητή και θυσιάζει τη ζωή του. Αυτό που ο Πιλνιάκ αποκάλυψε πρώτος στην ρωσική λογοτεχνία, επαναλήφθηκε στη συνέχεια εκατομμύρια φορές στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα.
Ο ήρωας, που δεν ήταν άλλος από τον Μ. Φρούνζε, στρατηλάτη των Μπολσεβίκων, είναι μία συμβολική μορφή. Κατά τον συγγραφέα, εκπροσωπεί την εσωτερική τραγωδία της μοναξιάς και της καταδικασμένης μοίρας του πατριάρχη της επαναστατικής τυραννίας, τον οποίο οι σύγχρονοι υμνούσαν ως έναν από τους «δημιουργούς της ιστορίας». Για άλλη μία φορά «η επανάσταση σκότωνε τα παιδιά της».
Είναι φανερό πως το θέμα της νουβέλας, δεν αφορά απλά την σοβιετική λογοτεχνία, μα ξεπερνάει τα στενά εθνικά της όρια, αφού διαπραγματεύεται το πρόβλημα της αυθαιρεσίας της ολοκληρωτικής εξουσίας κατά την περίοδο εγκαθίδρυσης του κράτους νέου τύπου.
Μία ημέρα μετά την κυκλοφορία του περιοδικού «Νέος κόσμος», όπου δημοσιεύτηκε η νουβέλα του Πιλνιάκ, οι αρχές κατέσχεσαν όλα τα τεύχη. Η διεύθυνση του περιοδικού υποχρέωσε τον Πιλνιάκ να δημοσιοποιήσει στο επόμενο τεύχος, ένα κείμενο, στο οποίο ομολογούσε πως θεωρεί εαυτόν ένοχο για αδιακρισία και όχι προσβολή της μνήμης του Μ. Φρούνζε, όπως επιθυμούσαν οι μανδαρίνοι του εκκολαπτόμενου σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Η δήλωση όμως του Πιλνιάκ, αντί να βοηθήσει στην καταλαγή της κριτικής, απεναντίας, την υποδαύλισε κι έτσι, ξεκίνησε η εκστρατεία της δημόσιας διαπόμπευσης και συκοφάντησης τους, η οποία ήταν και η πρώτη παρόμοιου τύπου που καταγράφεται στην ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Οι μεγάλες εφημερίδες της εποχής, κυκλοφορούν με σχεδόν πανομοιότυπους τίτλους: «Η σοβιετική κοινή γνώμη κατά της νοοτροπίας των οπαδών του Πιλνιάκ», «Επιθέσεις του ταξικού εχθρού στην λογοτεχνία», «Για την αντισοβιετική δράση του Μπορίς Πιλνιάκ», «Μαθήματα από την δράση του Πιλνιάκ», «Κατά του Πιλνιάκ και των προσπαθειών συμφιλίωσης με αυτόν». Ήταν η πρώτη φορά που ακούστηκε δημόσια η φράση «Δεν τον έχω διαβάσει, μα είμαι ειλικρινά δυσαρεστημένος». «Ο Μπορίς Πιλνιάκ στο βιβλίο του «Το άσβεστο φεγγάρι» με τον πονηρό υπότιτλο «Ο θάνατος του διοικητή στρατιάς» έδειξε ευθέως με το δάχτυλο τον Στάλιν», έγραψε ο βοηθός του τελευταίου Μπορίς Μπαζάνοφ.
Η εκστρατεία διήρκησε από τον Σεπτέμβριο του 1929 μέχρι τον Απρίλιο του 1931, περίοδο κατά την οποία ο Πιλνιάκ ήταν επικεφαλής της Πανενωσιακής Ένωσης Συγγραφέων. Σε μία προσπάθεια διαμαρτυρίας για την συκοφαντική εκστρατεία ο Πιλνιάκ μαζί με τον Μπορίς Παστερνάκ αποχωρούν από την ένωση. Το ίδιο έκαναν ο Γιεβγκένι Ζαμιάτιν και η Άννα Αχμάτοβα. Από τους ελάχιστους που προσπάθησαν να υπερασπιστούν δημόσια τον συγγραφέα ήταν ο Α. Μ. Γκόρκι, ο οποίος, ωστόσο, δήλωσε πως το «Κόκκινο μαόνι» κάθε άλλο παρά ταιριάζει με τις προσωπικές του απόψεις περί λογοτεχνίας.
Ανεξάρτητα από την κριτική και την εκστρατεία εναντίον του, ο Πιλνιάκ, την εποχή εκείνη, ήταν ένας από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς, με τα βιβλία του να εκδίδονται το ένα μετά το άλλο. Τα χρόνια εκείνα δημοσιεύτηκαν τα μυθιστορήματά του «Μηχανές και λύκοι» (1925), «Ο Βόλγας εκβάλει στην Κασπία» (1930) «ΟΚ! Αμερικανικό μυθιστόρημα» (1931)∙ οι νουβέλες του «Θύελλα» (1921), «Ο Ιβάν και η Μαρία» (1921), «Η τρίτη πρωτεύουσα» (1922), «Η υγρή μητέρα-γη» (1924), «Ιβάν Μόσχα» (1927) κ. ά.
Το 1929 κυκλοφόρησε μία εξάτομη συλλογή έργων του Πιλνιάκ, ενώ το 1929 - 1930 μία νέα οκτάτομη έκδοση. Στην τελευταία περιλαμβάνονται και οι ταξιδιωτικές του εντυπώσεις από τις Η.Π.Α. Ιαπωνία, Κίνα, Μογγολία, Παλαιστίνη, Σκανδιναβία, Τουρκία και Ελλάδα. Για την Ελλάδα ειδικότερα, έγραψε ένα τρυφερό διήγημα με τίτλο «Γραίγο τραμουντάνα».
Την ίδια χρονιά, στην Γερμανία, από τον εκδοτικό οίκο «Πετρόπολις» κυκλοφόρησαν διάφορα έργα του, μεταξύ των οποίων και το «Κόκκινο μαόνι» μία νουβέλα που περιγράφει την ζωή σε μία ρωσική επαρχιακή πόλη μετά την επανάσταση.
Το «Κόκκινο μαόνι» μετατράπηκε σε «κόκκινο πανί» για τους δημοσιολογούντες «ταύρους της κομματικής ορθοδοξίας». Ξεκίνησε μία δεύτερη εκστρατεία δημόσιας διαπόμπευσης. Οι κομματικά ορθόδοξοι κριτικοί έγραφαν: «Απαράδεκτο φαινόμενο». «Το Κόκκινο μαόνι με την λευκή καρδιά», «Κατά του διαλόγου με την λευκή εμιγκράτσια» «Οι σοβιετικοί συγγραφείς πρέπει να καθορίσουν την σχέση τους με την αντικοινωνική πράξη του Μπορίς Πιλνιάκ», «Απαράδεκτη συνδιαλλαγή», «Ο Μπορίς Πιλνιάκ είναι ο ανταποκριτής της Λευκής Φρουράς και πρόεδρος της Πανενωσιακής Ένωσης Συγγραφέας», «Να ελεγχθεί η Ένωση Συγγραφέων», «Κατά του διαλόγου με τους εμιγκρέδες» κ.ά.
Ο Μπορίς Πιλνιάκ ήταν ο πρώτος. Ακολούθησαν ο Γιεβγκέζι Ζαμιάτιν, ο Αντρέ Πλατόνοφ, ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Είναι η εποχή, κατά την οποία ο Στάλιν δεν διατυπώνει ο ίδιος δημοσίως τις απόψεις του για την λογοτεχνία. Το έκαναν άλλοι.
Το 1934 ο Πιλνιάκ εκλέγεται αντιπρόσωπος για το Α’ Συνέδριο των σοβιετικών συγγραφέων, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Στάλιν διατύπωσε την γνωστή του θέση: οι σοβιετικοί συγγραφείς είναι μηχανικοί των ψυχών.
Μαύρα σύννεφα μαζεύονται πάνω από την Ρωσία. Το 1936 - 1937 ξεκινάει η εκστρατεία κατά του Τρότσκι και των οπαδών του. Στις διάφορες συγκεντρώσεις που διοργάνωνε το κόμμα, μόνιμο μοτίβο των ομιλητών ήταν η επίθεση κατά του Πιλνιάκ. Σφίγγει ο κλοιός.
Στις 12 Δεκεμβρίου, την ημέρα των γενεθλίων του γιου του ο Πιλνιάκ συλλαμβάνεται. Υποβάλλεται σε φρικτά βασανιστήρια και «ομολογεί». Στις 21 Απριλίου, το Στρατιωτικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ε.Σ.Σ.Δ. τον καταδικάζει σε θάνατο με την κατηγορία της κατασκοπίας υπέρ της Ιαπωνίας. Την ίδια ημέρα εκτελείται. Αποκαταστάθηκε το 1956.
Μπορίς Πιλνιάκ προς Ιωσήφ Στάλιν
4 Ιανουαρίου 1931
Αξιότιμε σύντροφε Στάλιν
Απευθύνομαι σ’ εσάς με την παράκληση να με βοηθήσετε. Αν βρίσκατε τον χρόνο να με δεχτείτε, θα ήμουν ευτυχής να σας μιλήσω εκτενέστερα για τον λόγο που σας γράφω.
Επιτρέψτε μου, κατ’ αρχάς, να σας πω πως κατηγορηματικά, για πάντα, συνδέω την ζωή και την εργασία μου με την επανάστασή μας, πως θεωρώ τον εαυτόν μου επαναστάτη συγγραφέα και πως υποθέτω ότι τα μικρά μου τουβλάκια υπάρχουν στην οικοδόμησή μας. Δεν μπορώ να φανταστώ την ζωή μου έξω από την επανάσταση.
Στην συγγραφική μου ζωή έκανα πολλά λάθη... Μπορώ να τα διορθώσω μόνο με έργα. Θα πρέπει ωστόσο να πω, όσο παράδοξο κι αν είναι, πως αναλογιζόμενος τα λάθη μου, πολύ συχνά, ενώπιος ενωπίω με τον εαυτό μου, είδα πως πολλά από αυτά ήταν αποτέλεσμα της πεποίθησης πως συγγραφέας της επανάστασης μπορεί να είναι μόνο εκείνος που είναι ειλικρινής και δίκαιος με την επανάσταση∙ θεωρούσα πως αν έχω το δικαιώματα να φέρω την τιμή του σοβιετικού συγγραφέα, τότε με εμπιστεύονται.
Το τελευταίο μου λάθος (δικό μου και του Πανενωσιακού Συνδέσμου πολιτιστικών σχέσεων με το εξωτερικό) ήταν η δημοσίευσε του βιβλίου μου «Κόκκινο μαόνι». Ο Τύπος μας μου επιτέθηκε δυσαρεστημένος. Τιμωρήθηκα. Δεν αρνήθηκα τα λάθη μου και θεώρησα πως η διόρθωση των λαθών μου θα πρέπει να γίνει όχι μόνο με επιστολές προς τη σύνταξη των εντύπων, αλλά με πράξεις: με πολλή δυσκολίας (πάει να πει με φοβούνταν) βρήκα εκδότη και δημοσίευσε το μυθιστόρημά μου «Ο Βόλγας εκβάλει στην Κασπία θάλασσα» (το οποίο έχει μεταφραστεί και μεταφράζεται σε οκτώ ευρωπαϊκές γλώσσες. Σας στέλνω την γερμανική μετάφραση). Επιπλέον, ταξίδεψα στην Κεντρική Ασία και δημοσίευσα στην εφημερίδα «Ιζβέστια» άρθρα για το Τατζικιστάν. Το τελευταίο κείμενο που δημοσίευσα, σε σχέση με την δίκη των σαμποτέρ, το συνάπτω σε αυτή την επιστολή και σας παρακαλώ να διαβάσετε τουλάχιστον όσα είναι υπογραμμισμένα με κόκκινο μολύβι. Το περιεχόμενο αυτών των κειμένων το θεώρησα ως μετάνοια των συγγραφικών μου λαθών. Με τα κείμενα αυτά ήθελα να αποσοβήσω εκείνη την δυσπιστία προς το όνομά μου, μετά την εκστρατεία του Τύπου κατά του βιβλίου μου «Κόκκινο μαόνι».
Τα βιβλία μου μεταφράζονται από την Ιαπωνία μέχρι την Αμερική και το όνομα μου είναι γνωστό σε αυτές τις χώρες. Το λάθος «Κόκκινο μαόνι» σχολιάστηκε όχι μόνο στον ρωσόφωνο Τύπο, αλλά και στον δυτικοευρωπαϊκό, τον αμερικανικό και τον ιαπωνικό. Ο αστικός Τύπος προσπάθησε να με παρουσιάσει ως μάρτυρα, αλλά εγώ απάντησα σε αυτό το «μαρτύριο» με μία επιστολή προς τον ευρωπαϊκό Τύπο και με τα κείμενα που αναφέρω πιο πάνω. Νόμιζα όμως πως αυτό το μαρτύριο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και πολιτικά, πως θα ήταν αποτελεσματικό, αν αυτό ο «βασανισμένος» συγγραφέας, υγιής σώματι τε και ψυχή, ντυμένος και καλλιεργημένος όχι χειρότερα από τους Ευρωπαίους συγγραφείς, εμφανιζόταν στους λογοτεχνικούς κύκλους της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Βόρειας Αμερικής. Εδώ και τρία χρόνια, Αμερικανοί συγγραφείς με έχουν καλέσει στις Ηνωμένες Πολιτείες Βόρειας Αμερικής, ενώ στην Ευρώπη θα γινόμουν δεκτός ως ίσος από τους συγγραφείς, πέραν των προλεταριακών, όπως ο Στέφαν Τσβάικ, ο Ρολάν και ο Σόου, αν ως συγγραφέας δήλωνα τουλάχιστον πως είμαι υπερήφανος για την ιστορία των τελευταίων ετών στη χώρα μου και πεπεισμένος πως οι νόμοι αυτής της ιστορίας είναι και θα είναι ο κόσμος που ανοικοδομείται. Αυτό θα είχε μεγάλη πολιτική σημασία. Θεωρούσα πως ειδικά για αυτό και προκειμένου να διορθώσω τα λάθη μου και να χρησιμοποιήσω την θέση μου για την επανάσταση, θα έπρεπε να ταξιδέψω στο εξωτερικό...
Εκτός από αυτά, υπάρχουν και άλλες αιτίες...
Η κυριότερη είναι η ακόλουθη. Τα χρόνια περνούν και ο καιρός δεν περιμένει. Από την ημέρα της δέκατης επετείου του Οκτώβρη σκέφτηκα να γράψω ένα μυθιστόρημα, το οποίο αντιμετωπίζω ως το πρώτο μεγάλο και πραγματικό μου έργο. Η συγγραφική μου ηλικία και οι αισθήσεις μου μού υπαγορεύουν πως ήρθε ο καιρός να πιάσω έναν μεγάλο καμβά και να βρω τις ανάλογες δυνάμεις. Το μυθιστόρημα αυτό θα είναι αφιερωμένο στα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια της ιστορίας της γήινης σφαίρας, την οποία θέλω να αντιπαραθέσω με την δική μας, την εν εξελίξει, την αρμονική, δημιουργική ιστορία σε αντίθεση με την υπόλοιπη ιστορία της γήινης σφαίρας, την τρέχουσα, παρελθούσα, την εξαντλημένη και ετοιμοθάνατη. Βλέπετε, στην πραγματικότητα η ανάπλαση των τελευταίων ετών της ιστορίας είναι γιγαντιαία και όντως εμείς είμαστε εκείνοι που ξαναγράφουμε την ιστορία. Έχω καταλήξει ως προς την πλοκή του μυθιστορήματος, είναι μέσα στο μυαλό μου. Η πλοκή θα εκτυλίσσεται στην Ε.Σ.Σ.Δ. στις Ηνωμένες Πολιτείες Βόρειας Αμερικής, στην Ασία και στην Ευρώπη. Την Ασία και την Ευρώπη τις γνωρίζω, στις Ηνωμένες Πολιτείας της Βόρειας Αμερικής δεν έχω πάει, δεν έχω επαρκείς γνώσεις. Το μυθιστόρημα όμως θα πρέπει να το γράψω με μεγάλη ένταση.
Υπέβαλα αίτηση να μου επιτραπεί να ταξιδέψω στο εξωτερικό. Μου αρνήθηκαν.
Δεν γνωρίζω γιατί. Μήπως θα πρέπει να υποθέσω πως σκέφτονται για μένα πως θα δραπετεύσω, αν είναι έτσι, τότε πρόκειται περί ανοησίας. Δεν μπορώ να δραπετεύσω από τον εαυτό μου και από την συγγραφική μου μοίρα, από την επανάσταση, από την χώρα μου, από την γλώσσα μου, από την σύζυγο και τα παιδιά μου!
Θα πρέπει να υποθέσω πως η δυσπιστία στο πρόσωπό μου επιμένει ή μήπως με τιμωρούν; Βρέθηκα στην θέση του μικρού αγοριού, γιατί μετά από συζητήσεις μου με συντρόφους, είχα την πεποίθηση πως θα μου χορηγηθεί διαβατήριο, είχα κάνει αιτήσεις για χορήγηση βίζας από τις άλλες χώρες, συζητούσα με το τμήμα Τύπου του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων, με τον Πανενωσιακό Σύνδεσμο πολιτιστικών σχέσεων με το εξωτερικό, για τις διαδρομές και για τις ομιλίες που θα έκανα στο εξωτερικό. Αν είναι τιμωρία όλα αυτά, τότε είναι πολύ σκληρή.
Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς
Σας δίνω τον λόγο της τιμής μου, τον λόγο μου ως συγγραφέας, πως ας με βοηθήσετε να ταξιδέψω στο εξωτερικό και να εργαστώ, θα δικαιώσω την εμπιστοσύνη σας. Στο εξωτερικό μπορώ να ταξιδέψω μόνο ως επαναστάτης συγγραφέας. Θα γράψω χρήσιμο έργο.
Επιτρέψτε μου, εν κατακλείδι να αναφερθώ στην σημερινή μου κατάσταση. Αναφέρθηκα στα λάθη μου και την μέθοδο που επέλεξα να τα διορθώσω. Με όλη μου την καρδιά και με όλες μου τις σκέψεις, θέλω να είμαι με την επανάσταση. Πολύ συχνά τον τελευταίο χρόνο έχω την αίσθηση πως κάποιος με απομακρύνει από αυτή, με περιβάλλει η δυσπιστία. Είναι αδύνατον να δουλέψω σε αυτή την ατμόσφαιρα. Αν ξέρατε μόνο πόσες φορές διάβηκα το κατώφλι της εφημερίδας «Ιζβέστια» προκειμένου να δημοσιευτεί αυτό το άρθρο που σας στέλνω; Το ίδιο κάνω και τώρα, προκειμένου να δημοσιευτούν τα άρθρα για το Τατζικιστάν, για τα οποία μου λένε πως δεν υπάρχει χώρος στην εφημερίδα.
Μήπως πρέπει να πηγαίνω σε όλους και να λέω: πιστέψετε με;
Εσάς όμως μπορώ να σας παρακαλέσω γι’ αυτό και σας παρακαλώ να με βοηθήσετε.
Με μεγάλη ανυπομονησία περιμένω την απάντησή σας. Επιτρέψετε μου να σας ευχηθώ κάθε καλό.
Μπορίς Πιλνιάκ
Ιωσήφ Στάλιν προς Μπορίς Πιλνιάκ
Αξιότιμε σύντροφε Πιλνιάκ!
Το γράμμα σας από 4 Ιανουαρίου το έλαβα. Ο έλεγχος έδειξε πως τα όργανα της τάξης δεν έχουν αντίρρηση για το ταξίδι σας στο εξωτερικό. Είχαν, όπως αποδείχτηκε φυσικά, ορισμένες αμφιβολίες, τις οποίες στην συνέχεια απέσυραν. Πάει να πει πως το ταξίδι σας στο εξωτερικό μπορεί να θεωρηθεί ως προς αυτό εξασφαλισμένο.
Σας εύχομαι κάθε καλό
Ιωσήφ Στάλιν