Του Θανάση Διαμαντόπουλου*
Εν αρχή τα αυτονόητα. Πρώτον: Καμία κυβέρνηση και κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να χαράξει και να υπηρετήσει μια εξωτερική πολιτική, την οποία ενδεχομένως θα αξιολογούσε ως εθνωφελή, εάν έχει μετωπικά αντιτιθέμενη την κοινωνία. Πολλώ μάλλον μια πολιτική που σημαντικό μέρος της κοινωνίας θεωρεί προδοτική. Τουλάχιστον αυτό δεν γίνεται σε πολιτεύματα, όπου η λαϊκή κυριαρχία και η λαϊκή ψήφος είναι έννοιες με κάποια υπόσταση.
Δεύτερον: Η πολιτική δεν είναι μια διαδικασία που βασίζεται αποκλειστικά στον ορθολογισμό.
Τρίτον: Η ιστορία, οι συλλογικές παραστάσεις και μνήμες, τα βιώματα, οι έχθρητες, οι αντιδικίες, οι μύθοι, οι φαντασιώσεις και οι -φιλτραρισμένες από διάφορους, όχι πάντα ανιδιοτελείς, γνωμοδιαμορφωτικούς μηχανισμούς- προσλήψεις των γεγονότων διαμορφώνουν το ιστορικό/συλλογικό ασυνείδητο των λαών. Ίσως, δε, κανένας έλληνας δάσκαλος Πολιτικής Επιστήμης δεν δίδαξε με τόση έμφαση όσο ο γράφων το δεσμευτικό πλαίσιο που δημιουργεί στη δράση τόσο των εξουσιαστών όσο και των διεκδικητών της εξουσίας το ιστορικό/συλλογικό ασυνείδητο των λαών.
Τούτων δοθέντων ωστόσο…
Αν, έστω ως διανοητική άσκηση, μπορούσε να αναζητηθεί μια εθνική πολιτική, ερήμην της κοινωνίας που θα την υποστεί…
Το –«εν κενώ»- εθνικό μας συμφέρον απέναντι στην ακατονόμαστη βόρεια γείτονά μας πώς θα υπηρετείτο;
Τολμώ να πιστεύω πως οι γεωπολιτικές εξελίξεις, μετά το κλείσιμο της βάρβαρης κομμουνιστικής παρένθεσης, μας προσέφεραν τον ιδανικό βόρειο γείτονα. Έστω και αν η εθνικιστική ρητορεία μέρους του πολιτικού του συστήματος –εν πολλοίς τροφοδοτηθείσα από τη δική μας αδιαλλαξία και αμετροέπεια των αρχών της δεκαετίας του 90- προσέβαλε το δικό μας εθνικό φιλότιμο. (Χωρίς, όμως, να απειλεί τα πραγματικά μας εθνικά συμφέροντα).
Πρόκειται για ένα κράτος που, αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να προσπαθούμε να το εφεύρουμε ή να το δημιουργήσουμε: μικρό, περίκλειστο (ήτοι χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα), υποανάπτυκτο, χωρίς αξιόμαχο στρατό, εθνολογικό μωσαϊκό, που «πωματίζει» τα βόρεια σύνορά μας και μας προστατεύει από –πιο εκτεταμένη- γειτνίαση με χώρες πολύ πιο επικίνδυνες. Δηλαδή χώρες, ανεξαρτήτως παρουσών συγκυριών, με γεωπολιτικούς όρους μακροπρόθεσμα «αιγαιοστραφείς». Μεγάλη Βουλγαρία (που ακόμη και επί Σταμπολίνσκι ζητούσε λωρίδα εξόδου προς το Αιγαίο –κάτι πάντως που θα αποτελούσε γραμμή άμυνας έναντι της Τουρκίας), μεγάλη Αλβανία (με εθνολογικά συμπαγή πληθυσμό πιθανόν επτά εκατομμυρίων, πολύτιμο παίκτη στην Αδριατική και με ζωντανές βλέψεις για την «Τσαμουριά») ή μεγάλη Σερβία (η οποία, μετά την απόσχιση του Μοντενέγκρο, δεν έχει έξοδο στη θάλασσα, ενώ από την εποχή του στρατηγού Πάγκαλου διεκδικούσε πάντα ειδικό καθεστώς για τη Θεσσαλονίκη)…
Και μόνον η μη κάλυψη του κενού, που θα δημιουργούσε η εξαφάνιση ή διάλυση ή διάσπαση της «Ακατονόμαστης», από πολύ πιο επικίνδυνους γείτονες θα δικαιολογούσε, ίσως, μια δική μας εξωτερική πολιτική, η οποία θα της προσέφερε κάθε δυνατό συνεκτικό στοιχείο. Και το στοιχείο το οποίο θα λειτουργούσε ενοποιητικά γι' αυτήν θα ήταν το όνομα που θα ανταποκρινόταν στους σφυρηλατημένους στην πορεία των χρόνων εθνικούς της μύθους. Κάθε απόκλιση από αυτό το όνομα –πόσο πιο κραυγαλέα θα μπορούσε να το αναδείξει το δημοψήφισμα;- θα διαιρούσε, σε δυναμική αλληλοτροφοδότησης της διαίρεσης, τον λαό της και το πολιτικό της σύστημα, αφαιρώντας της εσωτερική συνοχή. Άρα θα φαλκίδευε την προοπτική της εθνικής της ενότητας και θα υπονόμευε τα -με αυτήν συνδεόμενα- δικά μας εθνικά συμφέροντα.
Όλα αυτά, δε, χωρίς καν την υπογράμμιση του άλλου αυτονόητου: πώς όσο πιο εσωτερικά διαιρεμένη και αποδυναμωμένη είναι η γείτων, τόσο πιο εύκολη η τουρκική και ρωσική διείσδυση στα κεντρικά Βαλκάνια, κάτι με προφανή επικινδυνότητα για μας. Ενώ η διατήρηση της εθνικής της υπόστασης και ενότητας διευκολύνει τον προσανατολισμό της προς δυτικούς και ευρωατλαντικούς θεσμούς, κάτι που θα προσέφερε στη χώρα μας διεθνοπολιτική ασφάλεια και –συνακόλουθα- περιθώρια διεύρυνσης, πέραν των βορείων συνόρων της, της οικονομικής ζώνης επιρροής της.
Εν κατακλείδι επανέρχομαι εκεί απ' όπου ξεκίνησα: όλα τα προαναφερόμενα είναι διανοητική άσκηση επί χάρτου, που συνιστούν μη εφαρμόσιμη και μη ακολουθήσιμη στον πραγματικό κόσμο πολιτική. Απλώς, όπως αρεσκόταν να επαναλαμβάνει ο Κώστας Σημίτης, ρόλος κάποιων ανθρώπων είναι να λένε «το άλλο, το αλλιώς και το αλλού»…
*Παλιός δάσκαλος Πολιτικής Επιστήμης ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι σήμερα άτομο άνευ ιδιότητας.