Του Μανούσου Μαραγκουδάκη
Η εκκωφαντικά αποτυχημένη γενική απεργία της προηγούμενης εβδομάδας κλείνει και τυπικά τον κύκλο της πάλης των τάξεων στην χώρα μας. Μία πάλη που ποτέ δεν είχε ταξική υπόσταση, όμως που συμβολικά διαπερνούσε τις κοινωνικές αντιπαλότητες τύπου «το δίκιο του εργάτη» και διεμβόλιζε την κομματική αντιπαράθεση καθ' όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Η κατάρρευση του ιδανικού του κρατισμού στα χρόνια της Μεγάλης Κρίσης, ο τεράστιος αριθμός ανέργων του ιδιωτικού τομέα, η δίψα για εκσυγχρονισμό, οι ευκαιρίες της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά και η προσεκτική σημερινή διακυβέρνηση σε θέματα εργατικών δικαιωμάτων και εργατικής προστασίας, απονεύρωσαν πλήρως τον παρελθόντα συμβολισμό της «εργατιάς» ως το κυρίαρχο λογοπλαίσιο συγκρότησης της δημόσιας σφαίρας.
Στην θέση του μία άλλη σύνθετη συμβολική αντιπαράθεση ξεπροβάλλει: Αυτή της πολιτικής ορθότητας εναντίον της ελευθερίας της έκφρασης, μαζί με αυτήν της πιο πρόσφατης αντιπαράθεσης των ανοικτών συνόρων εναντίον του εθνικισμού. Στην υπόλοιπη Δύση αυτή η μετακίνηση δημόσιων συμβόλων και ηθικών διατάξεων έχει ξεκινήσει εδώ και μία γενιά σε διαφορετικούς συνδυασμούς, εντάσεις, και επιχειρηματολογίες. Μία, κατά τα άλλα, «κανονική» διαδικασία ανάπτυξης της κοινωνικής διαφοροποίησης στο Δυτικό κόσμο, οικειοποιήθηκε από τη Νέα Αριστερά, και μετατράπηκε σε όπλα κατά του φιλελευθερισμού. Έτσι, πρώτα στην Αμερική και τον Καναδά, και μετά στην Ευρώπη, η Νέα Αριστερά οπλισμένη με τα θέματα αυτά ενσταλάζει συναισθήματα εχθροπάθειας σε όλες τις πολιτικές κοινωνίες, με τρόπο πρωτόγνωρο για τον Μεταπολεμικό Δυτικό κόσμο.
Τώρα είναι η σειρά της Ελλάδας. Όπως και η προηγηθείσα Μεταπολιτευτική αντιπαράθεση, έτσι και αυτή είναι δημιούργημα της αριστεράς? και όπως και η προηγούμενη, έτσι και αυτή είναι κούφια. Η ελληνική αριστερά, και εν προκειμένω, ο ΣΥΡΙΖΑ, ουδεμία ουσιαστική σχέση έχει με τα νέα κοινωνικά κινήματα, που σε άλλες χώρες τα μέλη τους πρώτα βίωσαν προσωπικά την οικολογία, τον αναρχισμό, τις νέες μικρο-κοινωνικές συλλογικότητες και τις εναλλακτικές σεξουαλικές ταυτότητες, πριν περάσουν σε δημόσια αιτήματα και πολιτικά προγράμματα. Στην Ελλάδα, συμβαίνει το αντίθετο: υπάρχει ένας πολιτικός φορέας, αυτός της αιώνιας «ανανεωτικής αριστεράς» που από την γέννησή της συχνά αλλάζει ξενιστή και σύμβολα αναζητώντας οικοθέσεις που της επιτρέπουν να παραμένει προστατευμένη από τις αντιξοότητες της αεικίνητης νεωτερικότητας.
Μετά από τον Τσαουσέσκου, την ευρωαριστερά το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, τον Βελουχιώτη, τον Μαδούρο, τον Κάστρο, και πιο πρόσφατα τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Ελευθέριο Βενιζέλο(!), τώρα ήρθε η σειρά της οικολογίας, των ταυτοτήτων και των ανοιχτών συνόρων – και των μεταναστών από τον πάλαι ποτέ Τρίτο Κόσμο. Γνωρίζουμε, από τα τεσσεράμισι χρόνια διακυβέρνησής του, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πολύ λίγη βιωματική ή πολιτική σχέση έχει, ως κοινωνικο-πολιτική ομάδα, ή, καλύτερα, ως σέκτα, με τα παραπάνω. Όμως αυτό διόλου δεν τον εμποδίζει να υιοθετήσει την πλήρη σκευή των απανταχού νέων κινημάτων και λογοπλαισίων τους, αλλά και τους «πρόσφυγες-μετανάστες» ως το νέο επαναστατικό υποκείμενο (χωρίς αυτούς, αλλά για αυτούς), για να επιβεβαιώσει την ύπαρξη, και γιατί όχι, την ηγεμονία του.
Αυτό σημαίνει το εξής: Ο νέος μετακυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να έχει την δυνατότητα να αντιπαλέψει τη Νέα Δημοκρατία σε θέματα «υλιστικά» (οικονομική ανάπτυξη, κοινωνική πολιτική, κοινωνική διαφοροποίηση, κλπ), θα επικεντρωθεί στην «μετα-υλιστική» αντιπολίτευση καταγγέλλοντας τους αντιπάλους του για ρατσισμό, φασισμό, αυταρχισμό και «Ορμπανισμό», δημιουργώντας έτσι ένα νέο πεδίο συμβολικής αντιπαράθεσης, παρόμοιο με αυτό της Μεταπολίτευσης. Το δίδυμο πολιτική ορθότητα-ανοικτά σύνορα θα είναι το όργανο και το μέσο για την επαναφορά της αριστερής συμβολικής ηγεμονίας στη δημόσια σφαίρα. Μία τέτοια ηγεμονία όμως δεν θα έχει μόνον ηθικές και οικονομικές επιπτώσεις, όπως στην Μεταπολίτευση, αλλά και εθνικές.
Δύο είναι οι πιθανές εξελίξεις: Είτε ο φιλελεύθερος κεντροδεξιός χώρος θα μείνει βουβός όπως στα χρόνια της Μεταπολίτευσης στις αριστερές επιθέσεις, είτε θα αντιδράσει ενεργητικά για να προφυλάξει την χώρα από μία τέτοια προοπτική, αλλά και τους πολίτες της από δικαστικές επιθέσεις όπως αυτές εναντίον της Σώτης Τριανταφύλλου και του Κωνσταντίνου Κυρανάκη). Αν δεν ενεργήσει, τότε η Νέα Αριστερά θα ηγεμονεύσει στη δημόσια σφαίρα και θα ανανεώσει το «ηθικό πλεονέκτημα» που απέκτησε στην Μεταπολίτευση οικειοποιούμενη άκοπα νέους «αγώνες» και νέους «μάρτυρες» κατά του νεοφιλελευθερισμού κλπ.
Όσο για τη Νέα Δημοκρατία, το ερώτημα είναι αν θα σηκώσει το γάντι, ή θα παραμείνει προσηλωμένη στον πατροπαράδοτο πραγματισμό της. Αν συμβεί το δεύτερο, τότε η ιστορία θα επαναληφθεί: αργά ή γρήγορα θα μετατραπεί σε ένα δειλό δευτεραγωνιστή των πολιτικών εξελίξεων, και σε ανερμάτιστο εξυπηρετητή διαφόρων ομάδων πίεσης – όπως συνέβη επί Μεταπολίτευσης. Η νομοθετική κατοχύρωση της προστασίας του λόγου, και η ένσκοπη συγκρότηση ενός φιλελεύθερου εθνικισμού που θα βασίζεται στην εθνική συνείδηση παλαιών και νέων πολιτών της χώρας, πρέπει να υψωθούν ως ανάχωμα σε αυτή την προοπτική.
* O κ. Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου.