Μια δυσάρεστη εικόνα για τους επενδυτές του Χρηματιστηρίου Αθηνών, επιφύλαξε η περασμένη εβδομάδα. Οι μετοχές, με προεξέχουσες αυτές των τραπεζών, υποχώρησαν σημαντικά, την ίδια στιγμή που οι διεθνείς αγορές αναζητούν εναγωνίως την κατεύθυνση τους, μετά από τις εξελίξεις σχετικά με τον κορονοϊό.
Έτσι τόσο ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών, όσο και ο FTSE-25, ο οποίος παρακολουθείται από τους ξένους επενδυτές και που πάνω του έχουν δομηθεί αρκετά επενδυτικά προϊόντα, όπως παράγωγα, ETFs και άλλα, υποχώρησαν κάτω από τα επίπεδα των 900 και 2.250 μονάδων, αντιστοίχως.
Οι 900 μονάδες για τον Γενικό Δείκτη και οι 2.250 μονάδες για τον FTSE-25, αποτελούν κομβικά επίπεδα τιμών, που θα καθορίσουν εν πολλοίς τις δυνατότητες για την επόμενη ημέρα. Στις 4 Δεκεμβρίου, εδώ στην ιστοσελίδα μας, είχαμε αναρτήσει ένα άρθρο με τίτλο “Χρηματιστήριο: τα οχυρά των 900 και 2.250 μονάδων”. Το άρθρο αφορούσε στην επιτυχή προσπάθεια πολλών μηνών για την ανοδική διάσπαση του επιπέδου του 2.250. Ενός επιπέδου που είχε μείνει απόρθητο, τον Ιούνιο του 2017, τον Ιανουάριο του 2018, τον Απρίλιο του 2018 και τον Ιούνιο του 2019. Τότε η ανοδική διάσπαση του 2.250 και η υπέρβαση του 2.270, είχε προκύψει μετά από την εκτόνωση προς τα πάνω, μιας δυναμικής που ασφυκτιούσε όλους τους προηγούμενους μήνες, μέσα σε μια στενή ζώνη τιμών με συνεχείς αυξομειώσεις.
Την περασμένη Παρασκευή βιώσαμε ακριβώς το αντίθετο σενάριο. Τα επίπεδα των 900 και 2.250 μονάδων, που λειτουργούσαν μέχρι τον Δεκέμβριο ως αντιστάσεις, από εκείνη την στιγμή λειτούργησαν πλέον ως στηρίξεις και ως οχυρά, που θα έπρεπε να κρατηθούν απέναντι σε κάθε ενδεχόμενο υποχώρησης των τιμών. Και οι στηρίξεις αυτές, δεν κράτησαν, με αποτέλεσμα ο Γενικός Δείκτης να κλείσει στις 893,03 μονάδες και ο FTSE-25 στις 2.240,27 μονάδες.
Δύο είναι τα βασικά ερωτήματα που γεννιούνται. Το πρώτο είναι, γιατί υποχώρησαν οι τιμές κάτω από αυτήν την χρηματιστηριακή γραμμή, που λόγω της σπουδαιότητας της, αρκετοί διαγραμματικοί αναλυτές την έχουν ονομάσει Μαζινό (ligne Maginot), παρομοιάζοντας την με την αντίστοιχη των οχυρωματικών έργων της γαλλο-γερμανικής μεθορίου μετά τον Μεγάλο Πόλεμο. Και το δεύτερο είναι, το μέχρι που μπορούν να υποχωρήσουν οι τιμές των δεικτών του Χρηματιστηρίου της Αθήνας.
Για το πρώτο ερώτημα, μπορούμε να πούμε πως ο αρχικός ενθουσιασμός αμέσως μετά τις εκλογές για την πορεία των πραγμάτων, ίσως και να έχει αρχίσει να φθίνει. Ο αρχικός φιλόδοξος σχεδιασμός και το σαφέστατο χρονοδιάγραμμα μείωσης των φορολογικών συντελεστών, αποτελούν κομμάτι της επικοινωνιακής καθημερινότητας, ως πιθανότητα, ως ερώτημα και ως αμφιβολία. Η αναμενόμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, κάπου στην πορεία εγκαταλείφθηκε και μετατράπηκε σε εξαγγελία αύξησης συντάξεων, μείωσης εισφορών και πορείας στα λιβάδια της ευτυχίας. Είναι σίγουρο, ότι η αγορά ανέμενε διαφορετική πορεία. Περίμενε μια έκρηξη προς τα εμπρός. Αλλά όσο περνάει ο καιρός, δεν την βλέπει να έρχεται. Οι εξελίξεις στο θέμα του Ελληνικού, έχουν επιφέρει και αυτές ένα πλήγμα, καθώς στα μάτια των ξένων επενδυτών η κυβέρνηση φαίνεται ανακόλουθη. Διότι ούτε που μπορούν να διανοηθούν ότι η ίδια η κυβέρνηση παρ’ όλη της τη βούληση και την δράση, παραμένει δέσμια της γραφειοκρατίας και του νομικού λαβύρινθου μέσα στον οποίο κινείται το μεγάλο και εμβληματικό έργο της ανάπλασης του Ελληνικού.
Τελευταίο, θα αναφέρουμε και το διαχρονικό πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων που βαραίνει έτι περαιτέρω στην πορεία των τραπεζικών μετοχών. Όσο δεν ξεκαθαρίζει η πορεία της εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος και δεν διαφαίνεται η διέξοδος προς την ανάπτυξη του, οι τραπεζικές μετοχές θα σέρνονται. Η αγορά περιμένει την εφαρμογή του σχεδίου “Ηρακλής”, τους εταιρικούς μετασχηματισμούς εντός των τραπεζικών ομίλων και κάποιες συγκεκριμένες απαντήσεις σχετικές με την συνέχιση της κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών. Οι αντίθετες εκτιμήσεις της Goldman Sachs, της J.P.Morgan και της Morgan Stanley για την πορεία των τραπεζικών μετοχών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι περισσότερο προβλημάτισαν, παρά ξεκαθάρισαν την εικόνα.
Στο δεύτερο ερώτημα, για την πορεία των δεικτών μετά από την κρίσιμη υποχώρηση κάτω από τις 900 και 2.250 μονάδων, δεν μπορεί να απαντηθεί ασφαλώς με ευκολία. Το γεγονός ότι το Χρηματιστήριο της Αθήνας απουσίαζε από το μεγάλο πάρτι των υπεραποδόσεων των αγορών τα τελευταία χρόνια, αποτελεί μια μη ευκαταφρόνητη παράμετρο. Η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας η οποία κινδυνεύει ακόμα περισσότερο, μετά από το ξέσπασμα της επιδημίας του κορονοϊού, αποτελεί και αυτή μια σημαντική παράμετρο. Τέλος, η πολυαναμενόμενη ανάσχεση στην ανάληψη ρίσκου, από την πλευρά των επενδυτικών κεφαλαίων, έχει κάνει την εμφάνιση της.
Τι υπάρχει κάτω από τις 900 μονάδες του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών; Υπάρχει μια αντίσταση στις 880-873 μονάδες, υπάρχει το επίπεδο των 860 μονάδων και μετά οι 820 μονάδες. Η καθοδική διάσπαση των 820 μονάδων σύμφωνα με τους διαγραμματικούς αναλυτές θα μπορούσε να καταλήξει και προς τις 750 μονάδες, ένα σενάριο που σήμερα φαντάζει και υπερβολικό και ιδιαίτερα αρνητικό. Μέχρι στιγμής, κομβικό σημείο παραμένει η συμπεριφορά του ΓΔ στα επίπεδα των 860 μονάδων.
Ας προσπαθήσουμε να διακρίνουμε, τι υπάρχει κάτω από το επίπεδο των 2.250 μονάδων του δείκτη FTSE-25, που ως δείκτης βρίσκεται κοντινότερα στο πλέον δημοφιλές ελληνικό χρηματιστηριακό προϊόν διαπραγμάτευσης στο εξωτερικό, στο περίφημο Global X MSCI Greece ETF (GREK). Η ενδεχόμενη καθοδική παραβίαση των 2.200 μονάδων θα μπορούσε να οδηγήσει στις 2.180, αλλά και στις 2.165 μονάδες.
* Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
** Αποποίηση Ευθύνης : Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.