Το 2020, το 2021 και το 2022, χαρακτηρίζονται πλέον σαν οι χρονιές με τις μεγάλες έκτακτες στηρίξεις των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, λόγω των οικονομικών επιπτώσεων από την πανδημία, αλλά και λόγω των ανατιμήσεων στο χώρο της ενέργειας. Αναμένεται, δε, να υπάρξει και μια δεύτερη αύξηση των επιπέδων του κατώτατου μισθού, έτσι ώστε να καλυφθεί μέρος των απωλειών των εισοδημάτων λόγω του πληθωρισμού.
Ωστόσο, εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται ότι όλα αυτά τα μέτρα δεν ήταν επαρκή για να διατηρηθεί μια ομαλότητα στο σύστημα. Και αυτό, διότι το μεγαλύτερο μέρος των οικονομικών ενισχύσεων κατέληξαν σε τραπεζικούς λογαριασμούς, την ίδια στιγμή που οι απλήρωτοι φόροι φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων ξεπέρασαν τα 6 δισ. ευρώ, μέσα στο 2021. Πάλι καλά.
Έτσι, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών των φορολογουμένων έχει υπερβεί τα 111 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν σχεδόν σε 4 εκατομμύρια οφειλέτες, φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις. Οι εκτιμήσεις της ΑΑΔΕ, περιορίζουν το ποσό των πιθανών εισπράξιμων ποσών στα 86 δισ. ευρώ. Ένα ποσό που για να αντιληφθούμε καλύτερα τη σημασία του, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι αντιστοιχεί σε ποσοστό άνω του 40% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ).
Δηλαδή, οι πολίτες χρωστούν στο κράτος ένα συνολικό ποσό που αντιστοιχεί στο 40% του ΑΕΠ. Τι σημαίνει αυτό; Ότι το φορολογικό και νομικό πλαίσιο, θα πρέπει να δώσει λύσεις σε αυτό το πρόβλημα. Διότι αν υπάρχει η δυνατότητα είσπραξης των ποσών αυτών, θα πρέπει να ολοκληρωθεί το ταχύτερο δυνατόν, η αντίστοιχη διαδικασία. Διαφορετικά, θα πρέπει τα ποσά αυτά να συνυπολογιστούν στα 25 δισ. ευρώ, που ήδη έχουν χαρακτηρισθεί σαν ανεπίδεκτα είσπραξης και να διαγραφούν από τους αντίστοιχους πίνακες της ΑΑΔΕ.
Στα θετικά στοιχεία των φορολογικών δεδομένων του 2021, εντάσσεται η υψηλή εισπραξιμότητα στον τομέα του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ). Συγκεκριμένα από τα 13 δισ. ευρώ του οφειλόμενου ΦΠΑ εισπράχθηκαν πάνω από 11,3 δισ. ευρώ. Κάτι που αναμένεται να βελτιωθεί αισθητά μέσα στο 2022, με τη διασύνδεση των ταμειακών μηχανών των επιχειρήσεων με την ΑΑΔΕ.
Η γενικότερη εικόνα των φορολογικών εσόδων παραμένει προβληματική. Υπάρχει διάχυτος ο φόβος, ότι αφού παρά τα 39 δισ. ευρώ, που διοχέτευσε η κυβέρνηση μέσω των πακέτων στήριξης στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά, οι υποχρεώσεις προς την εφορία αυξήθηκαν, τι θα συμβεί μέσα στο 2022, που όπως φαίνεται θα είναι μια χρονιά έντονων αυξήσεων του κόστους ζωής. Και θα είναι ταυτόχρονα μια χρονιά, κατά τη διάρκεια της οποίας δε θα υπάρχουν σεβαστοί διαθέσιμοι πόροι για νέα πακέτα στήριξης και ενίσχυσης.
Ήδη το βάρος των πακέτων ενίσχυσης επιβάρυνε τόσο το χρέος, όσο και τα ελλείμματα. Η περίοδος των επιστρεπτέων προκαταβολών και των παροχών φθάνει στο τέλος της. Το 2023 θα είναι ένα έτος, επανόδου των απαιτήσεων για πρωτογενή πλεονάσματα. Η συζήτηση για τη βιωσιμότητα του χρέους θα τεθεί εκ νέου στο τραπέζι. Ειδικά όταν για το κοντινό μέλλον, το οικονομικό περιβάλλον θα χαρακτηρίζεται από υψηλά επιτόκια. Κάτι που σημαίνει, ότι το κόστος του δανεισμού του Δημοσίου θα αυξηθεί και η προσφυγή στις αγορές χρέους θα δυσκολέψει.
Θα καταφέρουμε να τα επιτύχουμε αυτά μέσω της ανάπτυξης, ή θα αναγκαστούμε πάλι να ακολουθήσουμε δυσάρεστες δημοσιονομικές προσαρμογές. Με δυο λόγια, πως θα επιτευχθεί αυτή η ισορροπία; Μέσω της ανάπτυξης, ή μέσω της αύξησης της φορολογίας; Μέσω της αύξησης της πίττας, ή μέσω της αφαίρεσης ενός ολοένα μεγαλύτερου κομματιού της ίδιας πίττας, από τις φορολογικές αρχές;
Δυστυχώς, αυτά τα ερωτήματα απουσιάζουν εντελώς από τον πολιτικό διάλογο, που αναπτύσσεται στη χώρα μας. Έναν διάλογο που εστιάζει την προσοχή του στις περαιτέρω στηρίξεις και ενισχύσεις, στην επέκταση του κρατικού ελέγχου, στη νεκρανάσταση των εθνικοποιήσεων και στις μάχες ιδεοληπτικών χαρακωμάτων.