Όσα συνέβησαν τα τελευταία εικοσιτετράωρα κάνουν εμφανείς, για ακόμα μια φορά, τις συνέπειες των τοξικών πολιτικών ηγεσιών και των τοξικών οπαδών που μοιραία αυτές συσπειρώνουν γύρω τους.
Όταν η κυβέρνηση είχε ανακοινώσει το Freedom Pass ως μέτρο ενθάρρυνσης των νέων για τον εμβολιασμό, η αντιπολίτευση και οι μηχανισμοί της στη δημόσια σφαίρα έσπευσαν να οξύνουν τα πνεύματα με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για το μέτρο.
Λίγους μήνες μετά, ο ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε το υπέρ του υγειονομικού συστήματος ποσό που θα καλούνται να καταβάλλουν οι άνω των 60 συμπολίτες μας που επιμένουν να παραμένουν ανεμβολίαστοι, να γίνει ένα επίδομα, ένα χρηματικό βραβείο για όσους θα εμβολιάζονται. Τι να πεις.
Αυτή τη φορά μάλιστα, η τοξικότητα εκδηλώθηκε με αδιανόητους χαρακτηρισμούς από μέλη της «Επιτροπής Σοφών» του κ.Τσίπρα που μας είχαν δώσει την ελπίδα ότι η αντιπολίτευση είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως αυτό που είναι, ως θεσμός της πολιτείας και όχι ως κάποιο «κίνημα ανατροπής».
Η επίκληση του ονόματος του δικτάτορα Πινοσέτ είτε πρόκειται για το ασφαλιστικό είτε για τον εμβολιασμό είναι αηδιαστική για εμάς που την ακούμε και προσβλητική για τα χιλιάδες θύματα ενός από τα ειδεχθέστερα δικτατορικά καθεστώτα του 20ου αιώνα. Είναι και βαθιά απολιτική και τελικά δηλωτική της επιφανειακής σχέσης με την πολιτική που έχουν αρκετοί στο ΣΥΡΙΖΑ.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, όταν ένας τόσο κεντρικός παίκτης του πολιτικού συστήματος είναι τόσο τοξικός και αντιδραστικός δείχνει μάταιο να συζητάμε για συναινέσεις, υπερβάσεις των καθιερωμένων πολιτικών ταυτοτήτων πάνω στον άξονα Δεξιάς-Αριστεράς και όσοι εμμένουμε για την ανάγκη της μετριοπάθειας καταλήγουμε να δείχνουμε ηλίθιοι.
Με την έννοια αυτή, θα ήταν εξαιρετικά σημαντικό αν στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ αναδεικνύονταν ένα πρόσωπο μη-τοξικό που δεν περιβάλλεται από στρατιές ψηφιακών τραμπούκων, έτοιμων να προπηλακίσουν όποιον δεν σπεύδει να υποκλιθεί στο μεγαλείο του υποψηφίου της καρδιάς τους. Δυστυχώς για το ΚΙΝΑΛ και τη χώρα και οι τρεις οι υποψηφιότητες που δείχνουν να προηγούνται στην κούρσα της ηγεσίας έχουν τοξικά χαρακτηριστικά.
Οι ίδιοι μπορεί να καμώνονται τους μετριοπαθείς αλλά αρκεί μια βόλτα στα ΜΚΔ, να δει τη συμπεριφορά των οπαδών τους για να αντιληφθεί τι συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Η ανάδειξη μιας μετριοπαθούς, μη-τοξικής προσωπικότητας στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ μπορεί να μην ενέπνεε ψηφοφόρους του Κέντρου να εγκαταλείψουν το «πείραμα Μητσοτάκη, άλλωστε και οι έξι υποψήφιοι έχουν αρκετά σοσιαλιστικές απόψεις για τα θέματα της οικονομίας που στην περίπτωση της Ελλάδας του μεγάλου κράτους και του τερατώδους χρέους, αν μεταφραστούν σε πολιτικές θα δημιουργήσουν πολλά περισσότερα προβλήματα από αυτά που ήδη έχει η εύθραυστη ελληνική Οικονομία, προβλήματα που οφείλονται στις πολυέξοδες, κρατικιστικές πολιτικές που ευαγγελίζονται οι υποψήφιοι του ΚΙΝΑΛ.
Όμως, τα οφέλη θα ήταν τεράστια για το πολιτικό σύστημα γιατί από μόνος του ο Κυριάκος Μητσοτάκης χωρίς να έχει να ανταγωνίζεται πολιτικά ένα μη-τοξικό χώρο είναι εξαιρετικά δύσκολο να αφήσει πίσω του το Αντισύριζα που δεν τον αφήνει να ξεδιπλώσει σε όλη του την έκταση το όραμά του για τη χώρα. Η μετριοπάθεια, η συναίνεση, η ένταση χωρίς προσωπικές επιθέσεις και οξύτητα είναι η ικανή και αναγκαία συνθήκη για να γράψει ο πρωθυπουργός και το κόμμα του την ιστορία όπως μας την αφηγήθηκαν προεκλογικά.
Στις υποψηφιότητες για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ υπάρχει ο πολιτικός που θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά προς την κατεύθυνση της «αποτοξίνωσης» του πολιτικού συστήματος και αυτή η υποψηφιότητα δεν είναι άλλη από του Παύλου Γερουλάνου. Ο τρόπος που εξελίχθηκαν τα γεγονότα τις τελευταίες εβδομάδες δεν επέτρεψαν στη δυναμική της συγκεκριμένης υποψηφιότητας να δείξει τις δυνατότητές της. Παρ'όλα αυτά ο τρόπος του, όσα είπε για τη μεσαία τάξη, ο μόνος που μίλησε στα σοβαρά για τη μεσαία τάξη, αφήνουν για δεύτερη φορά, μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές, ένα διακριτό στίγμα.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι αυτή η υποψηφιότητα λειτουργεί ως υπόσχεση για ένα μέλλον με πολιτική ζωή χωρίς τη σημερινή, ευτελή τοξικότητα. Για να το πούμε με τα λόγια του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη «Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα. Kαι τότε όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια θά 'ναι δικά μας».