Της Ευφροσύνης Παυλακούδη
Εδώ και χρόνια η εικόνα που έχουμε για τα βιβλία της Μέσης Εκπαίδευσης όπως αποκαλύπτεται ανά διαστήματα στον Τύπο, είναι εξόχως αρνητική, αν όχι άκρως προβληματική. Γενικεύσεις και ασάφειες, νοηματικά κενά, μονομέρεια ή ιδεολογική προπαγάνδα, ανακολουθία στη δομή κεφαλαίων, έλλειψη συνολικού σχεδιασμού, ανακρίβειες και αναχρονισμοί είναι μερικά από τα προβλήματα που εντοπίζονται για το εν λόγω θέμα και έχουν έρθει αρκετές φορές στο φως της δημοσιότητας.
Είναι, δυστυχώς, γεγονός: τα σχολικά βιβλία στη χώρα μας είναι σε αναντιστοιχία με τη πλειοψηφία των σημαντικών διεθνών παιδαγωγικών, αλλά και επιστημονικών εξελίξεων, καθόσον φαίνεται. Χαρακτηριστικά, αλλά και ενδεικτικά του προβλήματος είναι δυο παραδείγματα. Το πρώτο αφορά το 2014, όταν στη Γ' Λυκείου υπήρχε βιβλίο (των Λατινικών) που διδάσκονταν χωρίς καμία αλλαγή από το 1984, ενώ το δεύτερο έχει σχέση με το μαθητικό εγχειρίδιο της Βιολογίας Γενικής Παιδείας της Γ’ τάξης του Γενικού Λυκείου που διδάσκεται μέχρι και σήμερα, στο οποίο η λοίμωξη HIV/AIDS παρουσιάζεται με τους όρους της δεκαετίας του ’80, αγνοώντας όλες τις μετέπειτα επιστημονικές και κοινωνικές εξελίξεις.
Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά το τελευταίο, στην ενότητα 1.3.4. με τίτλο «Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσοβιολογικής Ανεπάρκειας (AIDS)» (σ. 47-52), διαβάζουμε τα εξής:
- «Η εξάπλωση της ασθένειας σε όλες τις χώρες του κόσμου έχει πάρει εκρηκτικές διαστάσεις και αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους για την παγκόσμια υγεία» (σ. 47, παρ 1η ),
- «Ο ιός μπορεί να μεταδοθεί με τη μετάγγιση αίματος» (σ. 47, παρ. 3η ),
- «Δεν αποκλείεται μετάδοση του ιού και κατά τον τοκετό» (σ. 47, παρ. 3η ),
- «Με την πάροδο του χρόνου τα συμπτώματα αυτά γίνονται εντονότερα και το άτομο οδηγείται τελικά στο θάνατο» (σ. 49, παρ. 2η ), και
- «Δυστυχώς, μέχρι σήμερα, η επιστήμη δε διαθέτει κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα αντιμετώπισης του ΗIV» (σ. 49, παρ. 3η ).
Όπως επισημαίνει στην Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, Νίκη Κεραμέως, με την από 23.09.2019 επιστολή του, το Κέντρο Ζωής, μία αναγνωρισμένη, μη κυβερνητική, μη κερδοσκοπική οργάνωση που ασχολείται τόσο με την εκπαίδευση των πολιτών σχετικά με το AIDS, όσο και την στήριξη των οροθετικών ατόμων: «οι αναφορές αυτές απέχουν μακράν της τρέχουσας πραγματικότητας γύρω από τη λοίμωξη HIV/AIDS, η οποία, εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες, αποτελεί, με την ανάπτυξη και διαρκή εξέλιξη της συνδυαστικής αντιρετροϊκής θεραπείας, ένα διαχειρίσιμο, μη θανατηφόρο και υπό προϋποθέσεις μη μεταδοτικό νόσημα, ενώ η εξάπλωσή της έχει σε μεγάλο βαθμό ανασχεθεί παγκοσμίως. Εκτιμούμε, δε, πως η ανακριβής και παρωχημένη αυτή παρουσίαση του HIV/AIDS ως κοινωνικής μάστιγας, ως θανατηφόρου ασθένειας για την οποία η επιστήμη δεν έχει απάντηση, αφενός καλλιεργεί αρνητικές στάσεις προς τους ανθρώπους που ζουν με HIV, συντηρώντας τον κοινωνικό στιγματισμό και την περιθωριοποίησή τους, αφετέρου μειώνει το κύρος και την αξιοπιστία της δημόσιας εκπαίδευσης στη χώρα μας».
Η επιστολή του Κέντρου Ζωής, όπου θίγονταν τα παραπάνω ζητήματα, διαβιβάστηκε με το με αρ. πρωτ. 174230/Δ2 έγγραφο στις 07.11.2019 στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.), αρμόδιο γνωμοδοτικό και εισηγητικό φορέα για τα προγράμματα σπουδών και τα σχολικά βιβλία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το οποίο με την πράξη 49/29-11-2019 του Δ.Σ. και με το έγγραφο με αρ. πρωτ. 193023/Δ2 στις 06.12.2019 απάντησε ως εξής: «Όσον αφορά στις ειδικότερες παρατηρήσεις/προτάσεις σχετικά με αναφορές για τον HIV/AIDS στο βιβλίο της Βιολογίας (Παράγραφος 1.3.4) της Γενικής Παιδείας της Γ΄ Λυκείου, εκ των οποίων κάποιες εξ αυτών θεωρούνται παρωχημένες, θα συνεκτιμηθούν σε μελλοντικό επανασχεδιασμό των Προγραμμάτων Σπουδών και στην εκπόνηση των αντίστοιχων σχολικών εγχειριδίων».
Επανερχόμενο στο ζήτημα, στις 10.1.2020, μετά και την εισήγηση του Ι.Ε.Π. αλλά και μετά την περαιτέρω ανάδειξη του θέματος στην ημερίδα της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής με θέμα «Η Εθνική Στρατηγική του HIV» που πραγματοποιήθηκε στις 03.12.2019, το Κέντρο Ζωής έθεσε υπόψιν της υπουργού Παιδείας τις παρακάτω προτάσεις:
Την εξαίρεση της ενότητας 1.3.4. («Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσοβιολογικής Ανεπάρκειας [AIDS], σ. 47-52) του σχολικού εγχειριδίου για το μάθημα της Βιολογίας Γενικής Παιδείας της Γ’ τάξης του Γενικού Λυκείου από την εξεταστέα ύλη των πανελληνίων εξετάσεων της σχολικής περιόδου 2019-2020 και για τα επόμενα σχολικά έτη, έως ότου πραγματοποιηθεί ο επανασχεδιασμός των Προγραμμάτων Σπουδών και η αναθεώρηση των αντίστοιχων σχολικών εγχειριδίων, προκειμένου οι μαθητές/ριες να μην αναγκάζονται να μαθαίνουν ανακριβείς πληροφορίες για ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα της ατομικής και της δημόσιας υγείας.
Τη σύνταξη από τα αρμόδια όργανα του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων ενός επιστημονικά έγκυρου και παιδαγωγικά κατάλληλου οδηγού, ειδικά γύρω από τη διαπραγμάτευση της λοίμωξης HIV/AIDS στη σχολική τάξη, για τους εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που διδάσκουν το μάθημα της Βιολογίας Γενικής Παιδείας στη Γ’ τάξη του Λυκείου, προκειμένου να υπάρξει μια άμεση ενημέρωση του περιεχομένου της επίμαχης ενότητας, έως τη συνολική αναθεώρηση του σχετικού εγχειριδίου.
Τούτων λεχθέντων είναι προφανές ότι η παρούσα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων οφείλει να επιδείξει την δέουσα ευαισθησία, αλλά και την απαραίτητη πολιτική βούληση ώστε να διορθώσει μια στρέβλωση που παραμένει εδώ και δύο περίπου δεκαετίες αποτυπωμένη στο σχολικό βιβλίο της Βιολογίας του Λυκείου, η οποία, όπως ορθώς επισημαίνει το Κέντρο Ζωής, «αντανακλά την εν γένει άγνοια της ελληνικής κοινωνίας γύρω από το HIV/AIDS και την επικράτηση αρνητικών στερεοτύπων και στάσεων προς τους ανθρώπους που ζουν με HIV».
Αναμένουμε, λοιπόν. Είτε το αρμόδιο υπουργείο θα ακολουθήσει την πεπατημένη, της αγνόησης του όλου ζητήματος, είτε θα αδράξει την ευκαιρία και θα επιληφθεί του ζητήματος. Όπως άλλωστε εύστοχα υποστηρίζει ο Γιάννης Αθανασόπουλος, Πρόεδρος ΔΣ του Κέντρου Ζωής, «είναι ώριμες οι συνθήκες ώστε το Υπουργείο να επανεξετάσει συνολικά την πολιτική του ως προς την προαγωγή της σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας στο σχολικό πλαίσιο, αξιοποιώντας πρακτικές που εφαρμόζονται εδώ και δεκαετίες στα δημόσια εκπαιδευτικά συστήματα των περισσοτέρων ευρωπαϊκών χωρών, και ανταποκρινόμενο στις επιταγές διεθνών συμβάσεων (π.χ. Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, Πλατφόρμα Δράσης του Πεκίνου, Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού), όπου η παροχή μιας ολιστικής, συμπεριληπτικής, ηλικιακά κατάλληλης και θεμελιωμένης στα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα και στα ανθρώπινα δικαιώματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης είναι ένας από τους πλέον αποτελεσματικούς τρόπους για την προαγωγή της σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας και της κοινωνικής δικαιοσύνης».