Της Κατερίνας Οικονομάκου
Είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς ποιους αντιπαθεί περισσότερο ο Αμερικανός πρόεδρος. Τους φιλελεύθερους, τους διανοούμενους, τις φεμινίστριες ή τους ακτιβιστές κατά των φυλετικών διακρίσεων; Αυτό το ερώτημα επιχειρούν να απαντήσουν τους τελευταίους μήνες τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, προσεγγίζοντάς το από διαφορετικές πλευρές. Εάν σε κάτι τείνουν να συμφωνήσουν, είναι στους τρόπους με τους οποίους ο Ντόναλντ Τραμπ εκφράζει αυτήν την αντιπάθεια -ας την πούμε αντιπάθεια, αντί για απέχθεια ή ακόμη και μίσος, όπως θα έλεγε κανείς ότι μαρτυρούν οι ενέργειες της κυβέρνησής του. Ο Αμερικανός πρόεδρος κάνει τα πάντα για να ξηλώσει και να ακυρώσει την κληρονομιά του προκατόχου του. Ο Μπαράκ Ομπάμα, ένας κοσμοπολίτης μαύρος διανοούμενος που δηλώνει φεμινιστής και χαίρει της εκτίμησης της διεθνούς κοινότητας, ενσαρκώνει όσα ο Ντόναλντ Τραμπ απαξιώνει.
Και τα απαξιώνει με λόγια και έργα. Μάλιστα, καμία ευκαιρία δεν πάει χαμένη, ακόμη και σε επίπεδο συμβολισμών. Σε κάποιες περιπτώσεις, βέβαια, ο συμβολισμός αγγίζει και αποκαλύπτει την ουσία. Το πλέον πρόσφατο παράδειγμα έχει να κάνει με το χαρτονόμισμα των 20 δολαρίων. Ο υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Τραμπ, Στίβεν Μνούτσιν, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι το σχέδιο για την κυκλοφορία του νέου εικοσαδόλαρου αναβάλλεται για το 2028. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Μπορεί, είπε, όταν κυκλοφορήσει να μη φέρει στη μία όψη του τη μορφή της μαύρης αγωνίστριας κατά της δουλείας Χάριετ Τάμπμαν, όπως είχε αποφασιστεί.
Ο Μνούτσιν επικαλέστηκε τεχνικές δυσκολίες που, κατά την εκτίμησή του, θα συνεχίσουν να υφίστανται και μετά το πέρας της προεδρίας Τραμπ. Και έως ότου εκλείψουν οι όποιες τεχνικές δυσκολίες, το εικοσαδόλαρο θα εξακολουθήσει να τιμά τον Αμερικανό πρόεδρο Αντριου Τζάκσον, ο οποίος τυχαίνει να είναι η αγαπημένη ιστορική προσωπικότητα του σημερινού ενοίκου του Λευκού Οίκου. «Καλά, ο Ντόναλντ Τραμπ θέλει να στείλει τη NASA στον Άρη, αλλά ο υπουργός του δεν καταφέρνει να τυπώσει ένα πορτρέτο στο χαρτονόμισμα των 20 δολαρίων» ρωτούσε ρητορικά η αρθρογράφος του CNN, Ντόροθι Μπράουν.
«Σκέτη πολιτική ορθότητα»
Με λίγα λόγια, κανείς δεν δείχνει να πιστεύει τον Αμερικανό υπουργό Οικονομικών. Πρώτα απ' όλα, όπως αποκάλυψαν οι «New York Times», το σχέδιο είχε προχωρήσει και όλα έδειχναν ότι το χαρτονόμισμα θα ήταν έτοιμο να τεθεί στην κυκλοφορία το 2020, ώστε να συμπέσει με την επέτειο των 100 χρόνων από την ψήφιση της 19ης Τροπολογίας του Συντάγματος των ΗΠΑ, που αναγνώριζε δικαίωμα ψήφου και στις γυναίκες.
Όπως σημείωνε ήδη από τον περασμένο Ιούνιο η αμερικανική εφημερίδα, το πρώτο σχέδιο για το πορτρέτο της Τάμπμαν ήταν έτοιμο από το τέλος του 2016. Και έδειχνε την γυναίκα να φοράει ένα σκούρο παλτό και λευκό μαντήλι. Σύμφωνα μάλιστα με πηγές του υπουργείου Οικονομικών, τον Μάιο του 2018 ήταν έτοιμες τόσο οι πλάκες για τη χάραξη όσο και η ψηφιακή απεικόνιση. Και ξαφνικά προέκυψαν τεχνικές δυσκολίες;
Πιο πειστική μοιάζει μια ερμηνεία που θέλει τον Μνούτσιν να επιλέγει να αναβάλει την κυκλοφορία του χαρτονομίσματος ώστε να προλάβει τα χειρότερα: να ακυρώσει εντελώς το σχέδιο ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ. Για ποιον λόγο; Υπάρχουν πολλές συμπτώσεις που όλες μαζί ενισχύουν αυτήν την εκδοχή. Πρώτα απ' όλα, την απόφαση να αντικατασταθεί στο χαρτονόμισμα η μορφή του προέδρου Αντριου Τζάκσον από τη Χάριετ Τάμπμαν είχε λάβει ο πρώτος μαύρος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η Χάριετ Τάμπμαν, η «μαύρη Ζαν ντ' Αρκ» όπως έχει μείνει στην Ιστορία, έχει τη θέση της στο πάνθεον των Αμερικανών ηρώων, είχε πει τότε ο Μπαράκ Ομπάμα. «Ηταν μια ηρωίδα που αγωνίστηκε ακούραστα για την απελευθέρωση των σκλάβων και τα δικαιώματα των γυναικών» ήταν τα λόγια του. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είχε αφήσει εκείνη την απόφαση για το νέο χαρτονόμισμα ασχολίαστη. «Σκέτη πολιτική ορθότητα» ήταν, κατά τη γνώμη του, η επιλογή να μπει η μαύρη αγωνίστρια στη θέση του αγαπημένου του προέδρου, ο οποίος παρεμπιπτόντως υπήρξε και ιδιοκτήτης σκλάβων. «Η μορφή της Τάμπμαν θα μπορούσε να μπει στο χαρτονόμισμα των 2 δολαρίων» είχε προτείνει. Το συγκεκριμένο χαρτονόμισμα έχει στην πράξη τεθεί εκτός κυκλοφορίας.
Μα είναι ο πρόεδρος ρατσιστής;
Μόνο δύο γυναικείες μορφές έχουν μέχρι σήμερα κοσμήσει αμερικανικά χαρτονομίσματα: Η Μάρθα Ουάσινγκτον και η Ποκαχόντας. Συμπτωματικά, κανένα από τα δύο αυτά χαρτονομίσματα δεν τυπώνεται πλέον. Και όμως, η επιλογή να τιμηθεί μια μαύρη γυναίκα, η οποία συμβολίζει τον αγώνα για την ελευθερία των μαύρων, χαρακτηρίζεται από τον Τραμπ ως «σκέτη πολιτική ορθότητα». Αξίζει, λοιπόν, να κοιτάξει κανείς έστω δύο μόνο επεισόδια από τον βίο και την πολιτεία του συγκεκριμένου άντρα, ώστε να βγάλει συμπεράσματα. Ο πρόεδρος που έχει δηλώσει «είμαι ο λιγότερο ρατσιστής άνθρωπος», είναι ταυτόχρονα εκείνος ο ιδιοκτήτης επιχείρησης ακινήτων που οδηγήθηκε στη Δικαιοσύνη επειδή αρνούνταν να νοικιάσει διαμερίσματα σε μαύρους.
Ο ίδιος άνθρωπος είχε πληρώσει ολοσέλιδες διαφημίσεις στον αμερικανικό Τύπο, ζητώντας τη θανατική καταδίκη των πέντε νεαρών που το 1989 είχαν άδικα καταδικαστεί για τον βιασμό μιας γυναίκας στο Σέντραλ Παρκ. Συμπτωματικά, κανένας από τους πέντε δεν ήταν λευκός. Όπως έμελλε να αποδειχτεί χρόνια αργότερα, σε μια υπόθεση που συγκλόνισε τις ΗΠΑ, ήταν και οι πέντε αθώοι. Αλλά το 2016, μιλώντας στο CNN, ο άνθρωπος που είναι σήμερα στον Λευκό Οίκο είπε ότι ο ίδιος εξακολουθεί να πιστεύει ότι είναι ένοχοι. Είναι, βέβαια, ο ίδιος πολιτικός που είχε εκφράσει αμφιβολίες για το κατά πόσο ο Μπαράκ Ομπάμα είναι ή όχι γνήσιος Αμερικανός πολίτης.
Η ιστορία του 20δόλαρου είναι ενδεικτική μιας συζήτησης που έχει ανοίξει πλέον για τα καλά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού: Πόσο ρατσιστική είναι τελικά η αμερικανική κοινωνία; Το φυλετικό ζήτημα ανήκει σίγουρα στο παρελθόν αυτής της οπωσδήποτε σπουδαίας, αλλά τόσο αντιφατικής δημοκρατίας; Η χώρα που πριν από μερικά χρόνια ανέδειξε, μέσα σε κλίμα ευφορίας, τον πρώτο μαύρο πρόεδρο, πώς έφτασε να επιλέξει για διάδοχό του έναν άνθρωπο που ανοιχτά πλέον κατηγορείται ως ρατσιστής;
Μια ηρωίδα για την ελευθερία
Μία από τις πιο συναρπαστικές και την ίδια στιγμή συγκινητικές προσωπικότητες της αμερικανικής ιστορίας, η Χάριετ Τάμπμαν γεννήθηκε σε μια οικογένεια σκλάβων στο Ντόρτσεστερ του Μέριλαντ το 1822. Οταν ήταν μόλις πέντε ετών, οι ιδιοκτήτες της νοίκιασαν τις υπηρεσίες της σε γείτονες. Η μικρή ήταν επί χρόνια θύμα άγριας κακοποίησης με αποκορύφωμα έναν σοβαρό τραυματισμό στο κεφάλι όταν ήταν 12 ετών. Η Τάμπμαν είχε εμπλακεί σε έναν καβγά, προσπαθώντας να γλιτώσει έναν άλλο σκλάβο από την οργή του ιδιοκτήτη τους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι σε όλη την υπόλοιπη ζωή της η γυναίκα θα υπέφερε από φοβερούς πονοκεφάλους, λιποθυμίες και ναρκοληπτικά επεισόδια.
Τίποτε όμως δεν θα της στεκόταν εμπόδιο. Στα 24 χρόνια της το έσκασε και παντρεύτηκε έναν ελεύθερο μαύρο, ενώ στα 27 της ήταν ήδη ένα από τα πιο δραστήρια μέλη του κρυφού δικτύου διαφυγής των σκλάβων, που έμεινε στην Ιστορία με το όνομα «Υπόγειος Σιδηρόδρομος». Για την ακρίβεια, η Τάμπμαν ήταν ανάμεσα στους γνωστούς ως «σταθμάρχες», οι οποίοι φυγάδευαν σκλάβους από τις φυτείες του Νότου, εξασφαλίζοντάς τους την έξοδο προς τις Πολιτείες του Βορρά και τον Καναδά, για να ζήσουν ως ελεύθεροι άνθρωποι.
Δεν είναι καθόλου παράξενο που η φήμη της Τάμπμαν έχει διαστάσεις θρύλου. Αυτή η πρώην σκλάβα που έσωσε πολλές εκατοντάδες σκλάβους, οδηγώντας τους στην ελευθερία, ήταν και η πρώτη Αμερικανίδα που πολέμησε στον στρατό. Η Τάμπμαν αγωνίστηκε στον Εμφύλιο εναντίον των Νοτίων, άλλοτε ως στρατιώτης, άλλοτε ως κατάσκοπος, άλλοτε ως νοσοκόμα. Αμέσως μετά, ένωσε τη φωνή της με τις σουφραζέτες, απαιτώντας το δικαίωμα της ψήφου να επεκταθεί σε όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως φυλής και φύλου. «Δεν έχω υπ'' όψιν μου κανέναν άλλο που να αντιμετώπισε, με τη θέλησή του, τόσους κινδύνους και τόσες δυσκολίες προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον σκλαβωμένο λαό μας» είχε πει για την ατρόμητη εκείνη γυναίκα ο σπουδαίος μεταρρυθμιστής πολιτικός και αγωνιστής κατά της δουλείας Φρέντερικ Ντάγκλας.
* Αναδημοσίευση από τον «Φιλελεύθερο» της Τετάρτης 11 Σεπτεμβρίου 2019.