Αν ζούσαμε στο Βυζάντιο, όλα αυτά με τις ανοικτές ή κλειστές εκκλησίες εν μέσω πανδημίας θα είχαν λυθεί αυτομάτως. Καθότι στην (κατ' εξοχήν θεοκρατική) προγονική μας αυτοκρατορία, εκπρόσωπος του Θεού επί της γης δεν ήταν ο πατριάρχης αλλά ο αυτοκράτορας. Αυτός διόριζε τον πατριάρχη. Τότε δεν υπήρχαν δυισμοί και αμφισημίες, άλλος να ναι υπεύθυνος για τα επίγεια κι άλλος για τα θεϊκά. Ένας ήταν το αφεντικό, ένας αποφάσιζε.
Αυτά είναι συστήματα, όχι σαν τα σημερινά που χάνει ο διάκος τον παπά και ο ψάλτης τον επίσκοπο. Η κοσμική εξουσία είχε και την θεϊκή νομιμοποίηση, τελεία και παύλα. Στα χίλια χρόνια της ζωής του Βυζαντίου, βέβαια, υπήρξαν και εξαιρέσεις όταν ισχυρές προσωπικότητες πατριαρχών έπεφταν πάνω σε αδύναμους αυτοκράτορες, αλλά σε γενικές γραμμές η δομή και οι ιεραρχίες της εξουσίας ήταν δεδομένες.
Εξάλλου, η θρυλική διπλωματικότητα της εκκλησιαστική διοίκησης γαλβανίστηκε και μέσα σ’ αυτή την σκληρή ιεραρχική δομή. Οι ίδιοι οι λειτουργοί της έπρεπε να προστατευτούν από την αδιαφιλονίκητη εξουσία που είχε πάνω τους ένας μη κληρικός. Στην πραγματικότητα, το ίδιο μοτίβο συνεχίστηκε και επί τουρκοκρατίας, όταν ο σουλτάνος δεν το ‘χε σε τίποτα να διατάξει την καθαίρεση ή τον απαγχονισμό ενός πατριάρχη ή ενός επισκόπου.
Εδώ και αιώνες λοιπόν, ειδικά η ορθόδοξη εκκλησία έχει μάθει να μην σκέφτεται όπως η πολιτεία. Έχει μάθει επίσης να μην σκέφτεται όπως η επιστήμη. Όσο οι επιστήμονες βυθίζονται στα εσώτερα του ανθρώπινου DNA, όσο φεύγουν πέρα από τα όρια του σύμπαντος μας ή όσο βρίσκουν τα νήματα προς το απώτατο παρελθόν της ανθρώπινης ύπαρξης μας, τόσο (κατά το μυαλό της εκκλησίας) απειλούν τα προαιώνια και αναλλοίωτα δόγματα της. Ο Κάρολος Δαρβίνος και οι επίγονοι του, κάτι είχαν αντιληφθεί γι αυτό το αίσθημα απειλής που ένιωθαν από τις ανακαλύψεις τους όλες οι εκκλησίες ανεξαιρέτως.
Η προσαρμογή της εκκλησίας στα επιστημονικά επιτεύγματα γίνεται εκ των πραγμάτων, παγίως όμως ακολουθεί βασανιστικά αργούς ρυθμούς. Αρκεί να θυμηθούμε ότι χρειάστηκαν δεκάδες αιώνες για να αποδεχτούν το Γρηγοριανό ημερολόγιο που ήταν μια απλή προσαρμογή στα δεδομένα της αστρονομίας κι αυτό έγινε όταν πια κινδυνεύαμε να γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα τον Μάιο και την Ανάσταση τον Αύγουστο. Και η άρνηση (των Ορθοδόξων τουλάχιστον) στηριζόταν στην απόφαση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου το 325 μ.Χ. με τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, που απαγόρευε τον παράλληλο εορτασμό εβραϊκού και χριστιανικού Πάσχα. Αηδίες δηλαδή, με βάση τον κοινό νου.
Η εκκλησία αρνείται να ενσωματώσει γρήγορα τα επιστημονικά δεδομένα και όταν υποχρεώνεται να το κάνει, σε βάθος χρόνου μεθοδεύει την μετατροπή τους σε δήθεν προαιώνιες αλήθειες της, δογματικά (άρα θεϊκά) θωρακισμένες. Για παράδειγμα, το κουταλάκι της θείας μετάληψης για το οποίο γίνεται τόση φασαρία σήμερα, καθιερώθηκε σιγά-σιγά τον 9ο και 10ο αιώνα. Ως τότε, το σώμα και το αίμα του Χριστού (ψωμί και κρασί) δίνονταν στον πιστό ξεχωριστά, δίχως κουταλάκι. Σήμερα, η αμφισβήτηση του ιερού κοχλιαρίου ισοδυναμεί με βλασφημία.
Το ίδιο έγινε στα μέσα του 19ου αιώνα, με το αυτοκέφαλο της ελλαδικής εκκλησίας απ’ το πατριαρχείο. Στον διχασμό που ξέσπασε τότε, οι προοδευτικοί της ελληνικής κοινωνίας και της εκκλησιαστικής κοινότητας ήταν υπέρ του εναγκαλισμού κράτους-εκκλησίας και οι συντηρητικοί ήταν αναφανδόν υπέρ του πλήρους διαχωρισμού τους. Σήμερα η επίσημη υπερσυντηρητική μας εκκλησία (στον αντίποδα όσων έλεγε και έκανε τότε) θεωρεί κάθε πρόταση διαχωρισμού κράτους-εκκλησίας ως διαβολική παραίνεση που κατακρημνίζει τα προαιώνια θέσμια της. Γι αυτό σας λέω…
Η απόφαση της Ιεράς Συνόδου να πετάξει το μπαλάκι στην κυβέρνηση ήταν κάτι παραπάνω από αναμενόμενη. Όπως αναμενόμενη ήταν και η πειθαρχία των δεσποτάδων στην πρωθυπουργική εντολή να σταματήσουν οι λατρευτικές λειτουργίες. Αν πίστευαν ότι η εκκλησία τίθεται υπό διωγμό όπως λέει ο Αμβρόσιος, θα είχαν ήδη εξαγγείλει λαοσυνάξεις όπως επί μακαριστού Χριστόδουλου. Διπλωματία άσκησαν οι άνθρωποι, όπως κάνουν επί είκοσι αιώνες τώρα.
Και για να μην σας μπει στο μυαλό ότι υποστηρίζω εμμέσως τον ταλιμπανισμό τους, σας λέω περιληπτικά την θέση μου. Στον κοινωνικό αγώνα για την ανάπτυξη και την φιλελευθεροποίηση της ελληνικής κοινωνίας, η εκκλησία θα βρίσκεται πάντα στο πλευρό των συντηρητικών. Όπου και όποτε θα μπαίνει δίλημμα στο οποίο το ράσο θα έχει λόγο ή ρόλο, θα είναι πάντα με κείνους που ρίχνουν άγκυρες κι όχι μ’ αυτούς που ανοίγουν τα πανιά του καραβιού.
Έχει όμως μια αξία να κατανοούμε πως σκέφτονται οι συντηρητικοί της κοινωνίας μας. Προλαβαίνουμε τις περιττές οξύτητες και βρίσκουμε δρόμους για να πηγαίνει το κράτος μας δυο βήματα μπρος, παρά το γεγονός ότι πάντα κάποιοι θα το σπρώχνουν για να κάνει κι ένα βήμα πίσω.