Του Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη
Καθώς περνάει ο καιρός, συμπληρώσαμε ήδη τρεις μήνες από την, υποτίθεται εμβληματική, ημέρα που η Ελλάδα βγήκε από τα μνημόνια. Και δεν περνάει μέρα από τότε που δεν σημειώνουμε κάποιο αρνητικό γεγονός που επιβαρύνει το οικονομικό κλίμα γύρω μας.
Οι οικονομικοί δείκτες υποχωρούν, ελαφρά, κάθε λίγο και λιγάκι. Το Χρηματιστήριο βυθίζεται στον απόηχο της συνειδητοποίησης ότι οι τράπεζες πιθανόν να χρειαστούν και άλλη διάσωση σε λίγο, καθώς η υπόθεση των κόκκινων δανείων είναι όσο βαλτωμένη ήταν εδώ και καιρό, παρά τις διαφημισμένες θεσμικές παρεμβάσεις για την τακτοποίησή τους. Σκάνδαλα βγαίνουν στο φως, είτε αυτά αφορούν ιδιωτικές επιχειρήσεις (περίπτωση Folie Folie) είτε δημόσιες (ΔΕΠΑ).
Όπως είμαστε συνηθισμένοι, βλέπουμε ότι με κάθε ευκαιρία το Δημόσιο αυξάνει τις ανάγκες του, προκηρύσσοντας διορισμούς, αυξάνοντας μισθούς, κάνοντας κόλπα με την υπόθεση των παπάδων ώστε να φουσκώσει και άλλο τον στρατό των φοροφαγάδων. Η αγορά προεξοφλεί ότι οι φοροελαφρύνσεις θα παραμείνουν ένα όνειρο φθινοπωρινής (και χειμερινής νυκτός.
Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι στο σημείο σημειωτόν που βρίσκονταν πάντα. Καμία μεγάλη πρόοδος δεν σημειώνεται, ίσα ίσα νέα εμπόδια ανακύπτουν κάθε φορά που πλησιάζουμε κάποια προθεσμία.
Η χώρα κάνει σημειωτόν. Και χάνει χρόνο. Με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να πέσει θύμα νέων απρόβλεπτων διεθνών αναταράξεων, καθώς το εξωτερικό περιβάλλον επιβαρύνεται. Η υπόθεση του Brexit κινδυνεύει να καταστεί ανεξέλεγκτη, η Ιταλία οδεύει για σύγκρουση με την Ευρώπη, η Γερμανία παραλύει κάτω από ένα διαμορφούμενο πολιτικό αδιέξοδο αλλά και μία πιθανή υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας, η γειτονική μας Τουρκία παλεύει με την πολλαπλή κρίση της που δημιουργεί παρενέργειες για εμάς, καθώς είμαστε ένας σημαντικός εμπορικός της εταίρος.
Στο περιβάλλον αυτό, ενός βαρομετρικού χαμηλού που ακόμη ευτυχώς δεν έχει ξεσπάσει σε καταιγίδα, εμείς συμπεριφερόμαστε με τον γνωστό μας τρόπο. Κρύβοντας το κεφάλι μας στην άμμο. Θα κάνουμε εκλογές, βλέπεις, σε λίγους μήνες. Και πρέπει να υποκριθούμε ότι όλα βαίνουν καλώς.
Είναι κατανοητό έτσι να συμπεριφέρεται η κυβέρνηση. Κάθε κυβέρνηση θέλει να χτίσει την αυταπάτη της επιτυχίας, για επικοινωνιακά οφέλη. Είναι όμως περίεργο να συμβάλλουν σε ένα τέτοιο κλίμα και μεγάλα τμήματα της επιχειρηματικής τάξης, τουλάχιστον της επιτυχημένης και ισχυρής, πριμοδοτώντας ουσιαστικά, έστω και μέσω της ανοχής τους, τη σημερινή κυβέρνηση.
Η τέτοια συμπεριφορά έχει πολλές εξηγήσεις, η κυριότερη από αυτές είναι ότι οι επιχειρηματίες είναι πάντα «με το γκουβέρνο», ιδιαίτερα σε μια χώρα όπου το κράτος είναι ο μεγαλύτερος πελάτης της εσωτερικής αγοράς, ελέγχοντας πάνω από το 60% των συνολικών δαπανών. Στην εξήγηση αυτή προσθέτει και η επιρροή που έχουν οι τράπεζες σε πολλές μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις - επιρροή μέσω των δανείων. Φαίνεται ότι παρά το ότι ο έλεγχος των τραπεζών βρίσκεται στο εξωτερικό, η κυβέρνηση έχει τρόπους να επηρεάσει τις αποφάσεις τους, σε συμφωνία με το εξωτερικό, ώστε να ευνοεί ή να τιμωρεί κατά τη δική της βούληση επιχειρήσεις, κτίζοντας έτσι ένα καθεστώς υποστήριξης, εθελοντικής ή υποχρεωτικής, στον επιχειρηματικό κόσμο.
Μία ελεγχόμενη, ή ίσως και υπνωτισμένη, επιχειρηματική τάξη.
Αυτό και αν προσθέτει μαύρα σύννεφα στο βαρομετρικό χαμηλό μας...
* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» στις 20/11.