Οι εξελίξεις είναι σαφείς: το καθεστώς της Άγκυρας παραμένει πιστό στην λογική της επιβολής των δικών του όρων σε κάθε πιθανή συνομιλία, μέσω τετελεσμένων και – όταν χρειαστεί – μέσω απροκάλυπτων πολεμικών εκβιασμών. Άλλωστε, όπως είχαμε εξ αρχής επισημάνει, επρόκειτο για προσωρινή, τακτικής φύσεως αναδίπλωση της Τουρκίας. Δεν μπορεί βέβαια κανείς να επιχαίρει για την επαλήθευση δυσάρεστων σεναρίων που είχε «προβλέψει». Πρώτον, διότι το δυσάρεστο – ειδικά στα εθνικά θέματα – πρέπει να αποφεύγεται, όχι να επιβεβαιώνεται. Και δεύτερον διότι πραγματική επιστημονική «πρόβλεψη» στις διεθνείς διαδράσεις δεν υφίσταται, παρά μόνο με την έννοια της επεξεργασίας διαφορετικών, συστηματικά συγκροτημένων σεναρίων και της ανάδειξης ενός εξ αυτών ως περισσότερο πιθανού.
Και το πιθανότερο σενάριο ήταν και παραμένει αυτό που βασίζεται σε μια διάγνωση ανησυχητική. Ως συνεκτικό στοιχείο της τουρκικής στρατηγικής υφίσταται ο συνδυασμός της προσπάθειας για εσωτερική δικαίωση του ερντογανισμού το 2023 και της επιβολής δια τετελεσμένων μιας επιθετικά αναθεωρητικής εξωτερικής πολιτικής. Πρόκειται για στρατηγική που επιχειρεί να εκμεταλλευτεί το ριζοσπαστικοποιημένο πολιτικό Ισλάμ στην Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, γνωρίζοντας τις προφανείς αντιθέσεις εντός του αραβικού κόσμου αλλά προωθώντας συστηματικά ό,τι είναι δυνατόν να συνδυάσει την κινητοποίηση του εσωτερικού εθνικιστικού μετώπου με την εξωτερική ανάδειξη της Τουρκίας ως περιφερειακής μουσουλμανικής δύναμης με ηγεμονικές τάσεις ευρύτερα στον μουσουλμανικό κόσμο μέχρι τον Καύκασο.
Υπάρχουν βέβαια και οι άμεσες προκλήσεις, αλλά δυστυχώς και αυτές «δείχνουν» εντατικοποίηση της προσπάθειας εξασφάλισης τετελεσμένων από την πλευρά της Άγκυρας. Οι εσωτερικές δυσκολίες και το φάντασμα του Μεντερές, η πιθανότητα εκλογικής ήττας του Τραμπ το Νοέμβριο στις ΗΠΑ, οι εκλογικές αμφιβολίες και οι απροκάλυπτες παρεμβάσεις στα κατεχόμενα, όλα συγκλίνουν στην προτίμηση εξασφάλισης άμεσων ωφελειών.
Τι θα πρέπει να κάνει η Αθήνα; Η Αθήνα απέδειξε ότι επιθυμεί γνησίως τον διάλογο ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να υπενθυμίζει και την ύπαρξη σημαντικών αμυντικών μέσων με την κινητοποίηση του στόλου. Δεχόμενη πριν τη Σύνοδο της 1-2 Οκτωβρίου την προαναγγελία μελλοντικής έναρξης διερευνητικών επαφών, η Αθήνα επέτρεψε την μείωση της πίεσης προς την Άγκυρα, ικανοποιώντας ένα αίτημα του Βερολίνου. Το οποίο Βερολίνο υποσχέθηκε αποκλιμάκωση. Σε κάθε περίπτωση, σήμερα η Αθήνα δεν έχει να αποδείξει κάτι σε σχέση με τις γνησίως διαλλακτικές και φιλειρηνικές προθέσεις της.
Κατά συνέπεια, η Αθήνα θα πρέπει να καταστήσει απολύτως σαφές ότι συνομιλίες δεν μπορούν να γίνουν με το Oruc Reis να κατευθύνεται για έρευνες σε περιοχές της μη οριοθετημένης ελληνικής υφαλοκρηπίδας που αγγίζουν το όριο των 6,5 μιλίων από το Καστελόριζο, το Barbaros να συχνάζει πια μονίμως και ανέτως στην κυπριακή ΑΟΖ και την Άγκυρα να παραβιάζει αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την Αμμόχωστο.
Βεβαίως, η Αθήνα θα πρέπει να είναι επίσης έτοιμη να προσέλθει σε επαφές εάν η Άγκυρα δείξει και πάλι τακτικές αναδίπλωσης. Επιπλέον, η Αθήνα θα πρέπει να είναι σε θέση να χειριστεί αποτελεσματικά τις επικοινωνιακές διαστάσεις, π.χ. την τουρκική προπαγάνδα ότι «η Ελλάδα εγκαταλείπει τις συνομιλίες». Η διεθνής κοινή γνώμη μετράει και οι εντυπώσεις δημιουργούνται εύκολα αλλά σβήνουν δύσκολα.
Και η μεγάλη εικόνα; Γνωρίζουμε ότι η Σύνοδος του Δεκεμβρίου θα είναι σημαντική για τις σχέσεις ΕΕ – Τουρκίας. Με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, η «θετική ατζέντα» (αναβάθμιση τελωνειακής ένωσης κλπ) έχει έλθει εγγύτερα ενώ οι «ποινές» (λίστα κυρώσεων) παραμένουν στο τραπέζι αλλά σε απομακρυσμένη θέση, ενόψει της υπεσχημένης αποκλιμάκωσης, των υπεσχημένων διερευνητικών επαφών, των ενδεχόμενων πολιτικών συνομιλιών κλπ. Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ μπόρεσε να προχωρήσει σε άμεσες κυρώσεις για την Λευκορωσία (ενώ στις 28 Αυγούστου στο Άτυπο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων στο Gymnich είχε συμφωνηθεί να συνδεθούν οι περιπτώσεις Λευκορωσίας και Τουρκίας).
Είναι πιθανό η ΕΕ να αντιδράσει τώρα αυστηρά σε επίπεδο δηλώσεων, με στόχο να διασώσει κάποια από την χαμένη αξιοπιστία της σε σχέση με την απροκάλυπτα αναθεωρητική Τουρκία. Όμως η πολιτική ίσων αποστάσεων που τηρεί το Βερολίνο ακόμη και κατά την περίοδο που συμβαίνει να διαχειρίζεται την προεδρία της ΕΕ δεν φαίνεται να αλλάζει επί της ουσίας. Η πολιτική αυτή κάνει πολλές ζημιές ταυτόχρονα. Στην Τουρκία αποθρασύνει τους μουσουλμανο-εθνικιστές, αλλού αφαιρεί επιχειρήματα από τους οπαδούς της διπλωματικής επίλυσης της κρίσης ενώ παράλληλα ενισχύει και εκείνους που χωρίς περίσκεψη αιτιώνται την ΕΕ για κάθε αναποδιά. Το Βερολίνο παραμένει μυωπικά προσκολλημένο στις καλές οικονομικές σχέσεις του με την Άγκυρα αλλά και στην τουρκική μειονότητα στη Γερμανία, ενώ παράλληλα παραγνωρίζει και τους γεωπολιτικούς κινδύνους της σημερινής, μετασχηματιζόμενης ισορροπίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Κρινόμενη ως ευρωπαϊκή δύναμη επικεντρωμένη – όπως η ίδια οφείλει αλλά και επιθυμεί – στην ήπια ισχύ, η Γερμανία αποδείχθηκε απολύτως κατώτερη των περιστάσεων.
Αλλά και στην Ελλάδα, η ακριβής διάγνωση του προβλήματος με την Τουρκία φαίνεται να παραμένει για πολλούς αδύνατη. Ενώ η Τουρκία ευτελίζει κάθε προσπάθεια διαλόγου, ορισμένοι εντοπίζουν το πρόβλημα στο ότι η ελληνική κοινή γνώμη «δεν έχει προετοιμαστεί» για έναν πιθανό συμβιβασμό με την Τουρκία. Ελληνικός συμβιβασμός –απολύτως δικαιολογημένος, χρονικά επιβεβλημένος και εντός του πλαισίου της διεθνούς πρακτικής μεταξύ φίλων χωρών– υπήρξε με την Ιταλία και την Αίγυπτο. Δεν υπήρξαν αντιδράσεις ανορθολογικού εθνικισμού στην ελληνική κοινή γνώμη, ούτε εμποδίστηκε ο συμβιβασμός αυτός. Υπήρξαν και διαφωνίες (θεμιτές και αναμενόμενες σε ένα πλουραλιστικό πολιτικό σύστημα), αλλά οι συμφωνίες εγκρίθηκαν και μάλιστα με χαρακτηριστική άνεση.
Στην πραγματικότητα, η ελληνική κοινή γνώμη είναι –στην πλειοψηφία της– αρκούντως ώριμη για να αντιληφθεί την κρίσιμη διάκριση μεταξύ συμβιβασμού επ’ αμοιβαίο όφελος μεταξύ γειτόνων και υποχώρησης σε επιθετικές διεκδικήσεις μιας αναθεωρητικής δύναμης. Μάλιστα η κοινή γνώμη είναι ωριμότερη από κάποιες ακραίες τοποθετήσεις που όμως έχουν δυνατή φωνή στη δημοσιότητα. Κάποιοι ακραίοι καταγγέλλουν ως «εθνική μειοδοσία» κάθε τακτικό ελιγμό ή επωφελή συμβιβασμό, κάποιοι άλλοι – εξίσου ακραίοι – κατακεραυνώνουν ως «εθνικιστές» και «υπερπατριώτες» όσους είναι σε θέση να διακρίνουν μεταξύ επωφελούς συμβιβασμού και σοβαρής εθνικής υποχώρησης.
Όπως έχω εξηγήσει αλλού, η σχέση ΕΕ – Τουρκίας είναι απίθανο να λειτουργήσει εποικοδομητικά για το σύνολο της ΕΕ εάν δεν περάσει μέσα από διαδικασίες πραγματικής κρίσης και επανεκκίνησης. Παρότι συγκεκριμένα γερμανικά και ισπανικά συμφέροντα θα πληγωθούν παροδικά ενώ και οι διαπραγματεύσεις για το μεταναστευτικό θα χρειαστεί να σκληρύνουν, μια πραγματική επανεκκίνηση των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας στη βάση μιας ειδικής σχέσης που θα εδράζεται σε ένα επεξεργασμένο πλαίσιο και θα αποκλείει πολεμικές λύσεις των όποιων διαφορών θα είναι προς το συμφέρον όλων των μερών.
Στο μεταξύ, αντί να αρκεστούμε στις «αυστηρές» δηλώσεις ας επικεντρωθούμε καλύτερα στη βελτίωση της ισορροπίας ισχύος. Με άλλα λόγια, ας επικεντρωθούμε σε παράγοντες (όπως η Γαλλία, οι ΗΠΑ, το Ισραήλ) και διαδικασίες (όπως η ψύχραιμη αλλά ακριβής ανάλυση των κινδύνων και των προοπτικών στους Έλληνες πολίτες, η λελογισμένη αύξηση της θητείας και τα έξυπνα εξοπλιστικά προγράμματα) που θα επιφέρουν διόρθωση στις ισορροπίες ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο. Ας εγκαταλείψουμε τα επικοινωνιακά ευρήματα εσωτερικής κατανάλωσης όπως π.χ. ότι κατορθώσαμε και σύραμε την Τουρκία στις συνομιλίες και γι αυτό τώρα η Άγκυρα αντιδρά σπασμωδικά. Ελπίζω ότι τα μέτρια αποτελέσματα της Συνόδου της 1-2 Οκτωβρίου (που θα ήταν πολύ χειρότερα χωρίς την σταθερή θέση της Αθήνας και της Λευκωσίας και τη συνεπή στήριξη της Γαλλίας) και η επιστροφή στην πολιτική των τετελεσμένων να έπεισαν ότι – δυστυχώς – η σημερινή Τουρκία αντιλαμβάνεται το διεθνές περιβάλλον όπως εκφράζεται στην περιοχή μας ως σχετικά άναρχο. Προσοχή, ενδέχεται να αποδειχθεί ότι σωστά το αντιλαμβάνεται.
*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.