Η έξοδος από το μνημόνιο είναι σημαντικό βήμα, δεν πρέπει όμως να ταυτίζεται με χαλάρωση των προσπαθειών στις μεταρρυθμίσεις και τα δημοσιονομικά, λέει στο Liberal ο υπουργός Οικονομικών της Κύπρου, Χάρης Γεωργιάδης.
Χαρακτηρίζει ρεαλιστική την έξοδο της Ελλάδας από το Μνημόνιο, αρκεί η χώρα να διασφαλίσει ως το καλοκαίρι του 2018 βιώσιμη πρόσβαση στις αγορές και αποκατάσταση της πιστοληπτικής της ικανότητας, ενώ περιγράφει πως τα κατάφεραν οι Κύπριοι να ξεμπλέξουν με τη τρόικα, δίχως να της επιτρέψουν να τους επιβάλει αύξηση φορολογίας. "Δεν αφήσαμε κανένα περιθώριο στην τρόικα να επηρεάσει το φορολογικό μας πλαίσιο. Το δημοσιονομικό έλλειμμα που ήταν κοντά στο 6%, το εξαλείψαμε δια μιας, μέσα σε ένα χρόνο, μειώνοντας τις δαπάνες και ισοσκελίζοντας τον προϋπολογισμό", λέει ο ΥΠΟΙΚ της Κύπρου.
Μιλά για τις ξένες επενδύσεις, που προϋποθέτουν όχι μόνο ευκαιρίες, αλλά και περιβάλλον σταθερότητας και εμπιστοσύνης, καθώς και για τα πεδία συνεννόησης που βρήκε στην Κύπρο η πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων. "Τις πολιτικές μας διαφωνίες πρέπει να τις διαχειριζόμαστε υπεύθυνα, ώστε να μην υπονομεύουμε εμείς οι ίδιοι τις προοπτικές των χωρών μας", αναφέρει ο κ. Γεωργιάδης.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Κάποτε οι πρώτες προβλέψεις για την κυπριακή οικονομία ήταν ότι θα παρέμενε εγκλωβισμένη σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης και μνημονίων. Όχι μόνο διαψεύσθηκαν, αλλά σήμερα η Κύπρος διανύει τον 3ο χρόνο ανάκαμψης. Πώς τα καταφέρατε;
Ο πρώτος λόγος σχετίζεται με τις αντοχές και προοπτικές των παραγωγικών τομέων της οικονομίας μας. Ο τουρισμός πάει εξαιρετικά καλά, οι επιχειρηματικές και διοικητικές υπηρεσίες κατάφεραν να προσαρμοστούν, η εμπορική ναυτιλία αναπτύσσεται, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια το ίδιο. Ακόμη και ο τομέας των ακινήτων, που είχε υποστεί πλήγμα, ανακάμπτει. Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με τις πολιτικές που έχουμε ακολουθήσει και κυρίως με το γεγονός ότι διασφαλίσαμε τη φορολογική σταθερότητα. Κατ' ακρίβεια, αντί για αυξήσεις στη φορολογία προωθήσαμε φορολογικά κίνητρα και ελαφρύνσεις που έδωσαν ανάσες στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις. Μεταξύ άλλων, καταργήθηκε πλήρως ο αντίστοιχος ΕΝΦΙΑ και η έκτακτη φορολογία επί των μισθών, και προωθήθηκαν φορολογικά κίνητρα για καινοτόμες επιχειρήσεις. Δόθηκαν και άλλα κίνητρα για επενδύσεις ενώ σταθεροποιήθηκε και εξυγιάνθηκε σε σημαντικό βαθμό το τραπεζικό μας σύστημα, καθιστώντας αχρείαστα τα capital controls. Γενικά φροντίσαμε να αποκαταστήσουμε τη σταθερότητα και την οικονομική εμπιστοσύνη. Τα υπόλοιπα τα έκανε ο ιδιωτικός τομέας, ο οποίος επαναλαμβάνω έδειξε αντοχές, παρά το πλήγμα του κουρέματος καταθέσεων.
Στην Ελλάδα η οικονομική πολιτική στηρίζεται στην υπερφορολόγηση. Στην Κύπρο αντίθετα δεν ήταν οι φόροι που σας επέτρεψαν να ισοσκελίσετε τον προϋπολογισμό σας αλλά η μείωση των δημοσίων δαπανών. Άρα η τρόικα σας άφησε την επιλογή στη διακριτική σας ευχέρεια;
Βασικά δεν αφήσαμε ιδιαίτερο περιθώριο στην Τρόικα να επηρεάσει το φορολογικό μας πλαίσιο. Το δημοσιονομικό έλλειμμα που ήταν κοντά στο -6% το εξαλείψαμε δια μιας, μέσα σε ένα χρόνο, μειώνοντας τις δαπάνες και ισοσκελίζοντας τον προϋπολογισμό. Άρα δεν είχαν κανένα περιθώριο και κανένα λόγο παρέμβασης. Έκτοτε, πρέπει να σημειώσω, οι δημόσιες δαπάνες αυξάνονται, ακολουθώντας τη φυσιολογική αύξηση των εσόδων λόγω ανάκαμψης. Με αυτό τον τρόπο καθίσταται εφικτή η προώθηση νέων δημοσίων έργων και νέων πολιτικών που στηρίζουν περαιτέρω την ανάπτυξη, χωρίς όμως ποτέ να επιστρέφουμε στις πολιτικές των ελλειμμάτων, όπως προκύπτει από τον προϋπολογισμό για το 2018 και το τριετές πλαίσιο 2018-2020 που πολύ πρόσφατα έχουμε καταθέσει.
Η κρίση στην Ελλάδα και την Κύπρο έχει δύο κοινά χαρακτηριστικά. Το ένα είναι το πρωτοφανές σε μέγεθος πρόβλημα διαχείρισης των κόκκινων δανείων και το δεύτερο το χαμηλό επίπεδο προσέλκυσης επενδύσεων. Πώς μπορούν οι δύο χώρες να τα υπερβούν;
Η διαχείριση των μη-εξυπηρετούμενων δανείων θέλει τον χρόνο της, θέλει συστηματική προσπάθεια και θέλει συνθήκες οικονομικής ανάκαμψης για να βελτιώνεται σταδιακά η δυνατότητα των δανειοληπτών να εξυπηρετήσουν τα δάνεια τους. Σε κάποιες περιπτώσεις κατανοώ ότι θα πρέπει να ληφθούν ακραία μέτρα, όπως εκποιήσεις, αλλά ο κανόνας πρέπει να είναι οι βιώσιμες αναδιαρθρώσεις και η σταδιακή αύξηση των προβλέψεων. Οι επενδύσεις προϋποθέτουν δύο πράγματα: ευκαιρίες και ένα περιβάλλον σταθερότητας και εμπιστοσύνης. Οι ευκαιρίες υπάρχουν, τόσο στην Κύπρο, όσο, περισσότερο, στην Ελλάδα. Στο χέρι μας είναι να συνεχίσουμε την προσπάθεια για βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος για να διασφαλιστεί η επιχειρηματική και επενδυτική εμπιστοσύνη.
Καταφέρατε στην Κύπρο στη διάρκεια του μνημονίου να βρείτε πεδία συνεννόησης στα μεγάλα σημαντικά θέματα; Εκτιμάτε ότι στην Ελλάδα υπάρχουν τέτοιες προϋποθέσεις συμφωνίας στα βασικά;
Δεν θέλω να παρουσιάσω μια εξιδανικευμένη εικόνα αλλά πρέπει να αναγνωρίσω ότι στα μεγάλα και σημαντικά υπήρξε ικανοποιητική συναίνεση από μια πλειοψηφία πολιτικών δυνάμεων της Κύπρου. Αυτό ήταν σημαντικό επειδή ως κυβέρνηση, στο πολιτειακό σύστημα της Κύπρου, δεν έχουμε εξασφαλισμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Εξίσου σημαντική ήταν και η σιωπηρή ανοχή της κοινωνικής πλειοψηφίας, που έδειξε κατανόηση στην πολιτική μας θέση ότι μόνο μέσα από την εξυγίανση και τις μεταρρυθμίσεις θα μπορέσουμε να σταθούμε ξανά στα πόδια μας. Χωρίς να είμαι σε θέση να σχολιάσω το τι ισχύει στην Ελλάδα, εκφράζω μια γενικότερη άποψη ότι τις πολιτικές μας διαφωνίες πρέπει πάντοτε να τις διαχειριζόμαστε υπεύθυνα και με τρόπο που να μην υπονομεύουμε εμείς οι ίδιοι τις προοπτικές των χωρών μας.
Εφόσον όλα πάνε καλά, τον Αύγουστο του 2018 η Ελλάδα θα εξέλθει των μνημονίων. Σαν Υπουργός χώρας – μέλους της ζώνης του ευρώ, το βλέπετε σαν ρεαλιστικό ενδεχόμενο και τι είναι αυτό που θα πρέπει να περιμένουμε ότι θα συμβεί από εκεί και μετά;
Ναι, θέλω να πιστεύω πως είναι ρεαλιστικό ενδεχόμενο. Η Ελλάδα έχει μεγάλες προοπτικές και αυτό που πρέπει να διασφαλίσει μέχρι το καλοκαίρι του 2018 είναι τη βιώσιμη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και την αποκατάσταση της πιστοληπτικής της ικανότητας. Αυτό θα επιτρέψει την ασφαλή έξοδο από το Μνημόνιο. Βεβαίως, όπως ισχύει και στην περίπτωση της Κύπρου, η έξοδος από το Μνημόνιο δεν πρέπει ταυτίζεται με χαλάρωση των προσπαθειών, είτε σε σχέση με τη δημοσιονομική διαχείριση, είτε σε σχέση με την εξυγίανση του τραπεζικού τομέα, είτε σε σχέση με τις μεταρρυθμίσεις, που πρέπει να είναι συνεχείς. Αλλά σίγουρα, η έξοδος από το Μνημόνιο είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό βήμα, που στέλνει ένα θετικό μήνυμα στην διεθνή επενδυτική κοινότητα, για κάθε οικονομία που έχει αντιμετωπίσει ανάλογα προβλήματα.