Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το «νέο ανατολικό ζήτημα» έχει μπει για καλά στην ζωή της Ευρώπης. Ένα καθεστώς στην Άγκυρα που υποφέρει από αυταπάτες μεγάλης δύναμης και σύνδρομα περιφερειακής ηγεσίας. Ένας τόσο ανιστόρητος όσο και προσχηματικός «αντι-ιμπεριαλιστικός» λόγος, νοσταλγία για ένα αυτοκρατορικό παρελθόν που δεν υπήρξε σχεδόν ποτέ, μια αναθεωρητική στρατηγική καρυκευμένη με απροκάλυπτες απειλές και προσβολές, μαζί με συμπλέγματα περικύκλωσης και άρνηση της πραγματικότητας.
Και στην Ευρωπαϊκή Ένωση η διαπραγμάτευση καλά κρατεί! Μαζί και η απογοήτευση… Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι η απόφαση που οι εσωτερικοί περιορισμοί επιτρέπουν (ή δεν επιτρέπουν) στην Ευρώπη να λάβει θα μεγαλώσει την απογοήτευση σε σχέση με την προκλητικότητα και την απειλή που αποτελεί το τουρκικό καθεστώς για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Στο Βερολίνο, «ξορκίζουν» οποιαδήποτε στρατηγική ανάσχεσης και περιορισμού της τουρκικής απόπειρας να ελεγχθεί η Ανατολική Μεσόγειος. Ο κατευνασμός έχει εγκατασταθεί ως η μοναδική επιλογή στην γερμανική αντίληψη.
Η απόλυτη έλλειψη στρατηγικής παράγει φόβο και ανασφάλεια: Η αντίδραση στις πολιτικές ισχύος της Άγκυρας με μια ορθολογική άσκηση πραγματικής πίεσης είναι τελείως εκτός του ορίζοντα του Βερολίνου. Η λογική του «η Τουρκία είναι σημαντική και δεν πρέπει να χαθεί» οδηγεί στην απαξίωση της Γερμανίας και της Ευρώπης. Δεν συνειδητοποιείται ότι η Τουρκία νομοτελειακά θα «χαθεί» για την Ευρώπη εξαιτίας της αδυναμίας να αντιμετωπιστεί ως ο παράγοντας αποσταθεροποίησης που είναι. Το πρόβλημα δεν είναι ο ελληνικός «μαξιμαλισμός». Είναι βεβαίως μία εκκωφαντική αποτυχία της ελληνικής δημόσιας διπλωματίας να θεωρείται από κάποιους «μαξιμαλισμός» η διεκδίκηση και απαίτηση να επιλυθεί η ελληνοτουρκική με προσφυγή στην διεθνή δικαιοσύνη.
Δεν είναι λοιπόν παράδοξο ότι με την Ευρώπη να κινείται στα όρια της στρατηγικής ανυπαρξίας (με την εύλογη εξαίρεση της Γαλλίας), οι προσδοκίες για το ενδεχόμενο επιβολής ουσιαστικών κυρώσεων κινούνται εδώ και πολλούς μήνες σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Στην Αθήνα και στην Λευκωσία δεν υπήρξε ποτέ καμία αυταπάτη. Η προσπάθεια έγινε, γίνεται και θα συνεχίσει να γίνεται παρόλο που είναι τόσο οδυνηρό να συνειδητοποιείς ότι κάποιες από τις ισχυρότερες χώρες του πλανήτη κινούνται σε ένα εννοιολογικό και στρατηγικό κενό σε σχέση με την θέση της Ευρώπης στον κόσμο και τις απειλές για τις θεμελιώδεις αξίες και τα ζωτικά συμφέροντα των κρατών-μελών της.
Στο Βερολίνο, την Μαδρίτη και την Ρώμη, η Τουρκία είναι μία χώρα που δεν θέλουμε στο «κλαμπ» και την αντιμετωπίζουμε σχεδόν ρατσιστικά όταν πρόκειται να συζητήσουμε επί της ουσίας για την ευρωπαϊκή της προοπτική και γι’ αυτό κοιτάμε αλλού όταν αναπτύσσει συμπεριφορές σαν και αυτές στην Συρία, στον Καύκασο, στην Λιβύη, εναντίον της Κύπρου και της Ελλάδας.
Η μικρονοϊκή ελπίδα ότι η Ουάσιγκτον θα αναλάβει να την συνετίσει χωρίς εμείς να εκτεθούμε στην Άγκυρα, σπαταλά και τα τελευταία αποθέματα αξιοπιστίας σε έναν κόσμο realpolitik. Πιθανότατα, οι ΗΠΑ θα επιβάλλουν κυρώσεις για τους γνωστούς λόγους (S-400, παραβίαση του εμπάργκο εναντίον του Ιράν, ανοχή σε ριζοσπαστικές ομάδες και οργανώσεις κλπ). Αυτό δεν θα λύσει το πρόβλημα της Ευρώπης ούτε της Ελλάδας.
Ευτυχώς που ο ευρωπαϊκός είναι ένας εκ των πυλώνων της ελληνικής στρατηγικής και τουλάχιστον σε αυτή την συγκυρία δεν είναι αυτός στον οποίο η Αθήνα στηρίζεται για την ανάσχεση της Άγκυρας. Η Ευρώπη θα παραμείνει ο ζωτικός χώρος της Ελλάδος. Εκεί που βρίσκεται το μέλλον της πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά.
Με την Τουρκία, όμως, να έχει βγάλει το στόλο της στην Ανατολική Μεσόγειο, τα σημαντικά της συγκυρίας για την Αθήνα βρίσκονται στην διεύρυνση των στρατηγικών συνεργασιών με τις πιο σημαντικές χώρες της περιοχής που καθιστά την Ελλάδα περιφερειακό παίκτη (άρα πολύτιμο και για την Ουάσιγκτον), στην συνεχή εμβάθυνση της στρατιωτικής πτυχής αυτών των συνεργασιών, στο τέλος της αδράνειας με μια σειρά ευφυιών κινήσεων (οριοθετήσεις με Ιταλία και Αίγυπτο, συμφωνία με την Αλβανία για προσφυγή στο Δικαστήριο) και (επιτέλους!) στην εκπόνηση και ταχύτατη υλοποίηση ενός εξοπλιστικού προγράμματος που θα αποκαταστήσει κυρίως στο μυαλό της Άγκυρας την σχετική ισορροπία σκληρής ισχύος. Κάποια ημέρα ο Καντ θα επικρατήσει του Χομπς… Δυστυχώς αυτή η ημέρα αργεί ακόμη.
* Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο