H Ελλάδα στη Νέα Ευρώπη: Οι οιωνοί δεν είναι αίσιοι

H Ελλάδα στη Νέα Ευρώπη: Οι οιωνοί δεν είναι αίσιοι

Του Δημήτρη Κούρκουλα*


Στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δρομολογήθηκε η επίλυση του βρετανικού ζητήματος. Η οριστική επίλυση της εκκρεμότητας για το Λονδίνο και τις Βρυξέλλες θα έχει ολοκληρωθεί, αν στο δημοψήφισμα του Ιουνίου επικρατήσει η θέση υπέρ της παραμονής στην Ε.Ε., που τώρα υποστηρίζει ο κ. Κάμερον.

Μια τέτοια εξέλιξη θα σταθεροποιούσε τις χρόνια δυσχερείς σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το Ηνωμένο Βασίλειο. Θα άνοιγε παράλληλα το δρόμο για νέα βήματα στενότερης συνεργασίας μεταξύ των προθύμων. Είναι κοινό μυστικό ότι τα βρετανικά αρνητικά αντανακλαστικά σε κάθε τι που οδηγούσε σε περισσότερη Ευρώπη είχε εμποδίσει στο παρελθόν πολλές προσπάθειες εμβάθυνσης της Ε.Ε. Τώρα που η Μεγάλη Βρετανία κατοχύρωσε ένα συγκεκριμένο status κάθε προσπάθεια περαιτέρω εμβάθυνσης θα είναι ασφαλώς δύσκολη, όχι όμως εκ τω προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία. Αν το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος του Ιουνίου είναι θετικό, αναμένεται να αναληφθούν άμεσες πρωτοβουλίες από το γαλλογερμανικό άξονα. Ήδη ο Γάλλος Πρόεδρος έκανε σαφείς νύξεις  αμέσως μετά τη λήξη της συνεδρίασης των 28 αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων.

Είναι πρόωρο να προβλέψει κανείς αν θα πορευθούμε σε μια Ευρώπη «a la carte», μια Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων ή της μεταβλητής γεωμετρίας. Αν και οι διαφορετικές ορολογίες παραπέμπουν σε διαφορετικούς τρόπους θεσμοθέτησης της μεταβλητής ενοποίησης, ένα είναι σίγουρο και ιδιαίτερα κρίσιμο για τη χώρα μας: ορισμένες χώρες μέλη θα προχωρήσουν, και θα προχωρήσουν γρήγορα, σε βαθύτερη ενοποίηση, σε πρόσθετη μεταφορά αρμοδιοτήτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σε στενότερη συνεργασία και συντονισμό. Το στρατηγικό διακύβευμα για τη χώρα μας θα είναι να παραμείνει στο σκληρό πυρήνα, ο οποίος σίγουρα θα περιλαμβάνει λιγότερα, πολύ λιγότερα, από 28 κράτη. Το πολιτικό σύστημα και η ελληνική κοινωνία ενδέχεται να βρεθούν πολύ σύντομα ενώπιον αυτής της στρατηγική πρόκλησης. Να παραμείνουν στο κέντρο της ευρωπαϊκής ενοποίησης ή να απωθηθούν σε κάποια υποδεέστερη κατηγορία της ΕΕ.

Θέλουμε να παραμείνουμε στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ; Και αν θέλουμε, μπορούμε; Το πρώτο ερώτημα έμοιαζε να είχε απαντηθεί οριστικά από την ελληνική κοινωνία τουλάχιστον μέχρι να ξεσπάσει η κρίση. Με εξαίρεση την κομμουνιστική αριστερά, οι πολιτικές δυνάμεις είχαν πάψει να διαφωνούν στο θέμα αυτό μετά από την προσχώρηση και του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου στην ευρωπαϊκή προοπτική. Η ένταξή μας στην ευρωζώνη, το δεύτερο σημαντικό βήμα μετά την ένταξή μας στην ΕΟΚ, ήταν το επιστέγασμα αυτής της, σχεδόν ομόφωνης, εθνικής στρατηγικής: να παραμείνει η Ελλάδα στον πυρήνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Το σημερινό σκηνικό είναι εντελώς διαφορετικό. Μεγάλο μέρος της ενισχυμένης πλέον ακροδεξιάς αλλά και σημαντικό μέρος του ΣΥΡΙΖΑ και των ψηφοφόρων του είτε είναι απροκάλυπτα αρνητικοί στην ευρωπαϊκή ενοποίηση είτε πιστεύουν σε μια Ευρώπη που δεν υπάρχει, παρά μόνο στην νέο-μαρξιστική, εθνο-λαϊκιστική  ή απλώς ναρκισσιστική φαντασίωσή τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι εξέχοντα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, προεξάρχοντος του ίδιου του Πρωθυπουργού, δεν χάνουν ευκαιρία να απαξιώσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση είτε για υπαρκτές ατέλειες είτε, συχνότερα, για να καλύψουν δικές μας αδυναμίες, ως χώρα και ως κοινωνία.

Σε πολλές περιπτώσεις ο αντι-ευρωπαϊκός οίστρος των κυβερνώντων αποσκοπεί στην απόκρυψη των δικών τους κυβερνητικών αδυναμιών. Δεν είναι βέβαια ελληνική πατέντα, αλλά τακτική πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να ρίχνουν την ευθύνη στις Βρυξέλλες για κάθε δύσκολη και μη δημοφιλή απόφαση, ακόμα και αν οι ίδιες κυβερνήσεις που ασκούν κριτική την έχουν υπερψηφίσει στα ευρωπαϊκά όργανα. Η ελληνική ιδιαιτερότητα οφείλεται σε μια βαθιά αντι-ευρωπαϊκή στάση και θεώρηση που έχει εμποτίσει τα τελευταία χρόνια σημαντικά στρώματα της κοινωνίας και υποδαυλίζεται συστηματικά από τους κυβερνώντες. Από τους «διανοούμενους» του αντιδραστικού ριζοσπαστισμού, τύπου Λαζόπουλου, μέχρι τις αντιευρωπαϊκές κραυγές του επίσημου οργάνου του ΣΥΡΙΖΑ, της ΑΥΓΗΣ.

Το δεύτερο κρίσιμο ερώτημα είναι το αν θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε την επερχόμενη επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ακόμα και αν το επιθυμούμε. Μια ψύχραιμη και αντικειμενική θεώρηση της σημερινής κατάστασης της χώρας θα οδηγούσε, άνευ άλλου, σε μάλλον αρνητικό συμπέρασμα. Η πολυετής οικονομική ύφεση, η τεράστια ανεργία και οι αναπόφευκτες κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις, η περιορισμένη διοικητική ικανότητα του κρατικού μηχανισμού, αυτά και πολλά άλλα είναι παράγοντες που αντικειμενικά δυσχεραίνουν κάθε αισιόδοξη προοπτική. Η συμμετοχή μας σε μια πιο ενοποιημένη Ευρώπη προϋποθέτει και την ικανότητα να ανταποκριθούμε στις αυξημένες υποχρεώσεις που συνεπάγεται. Οι όποιες ελπίδες για ισότιμη συμμετοχή μας σε ένα τέτοιο εγχείρημα, μειώθηκαν δραματικά το τελευταίο δωδεκάμηνο της καταρράκωσης της αξιοπιστίας και της πλήρους απομόνωσης της χώρας μας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Από πόλος σταθερότητας και αξιόπιστος εταίρος στην ταραγμένη περιοχή μας, ιδιότητες που διατηρούσαμε και μετά την οικονομική κρίση, γίναμε γραφικοί Δον Κιχώτηδες του βαλκανικού Νότου.

Αν όντως η Ευρώπη κάνει νέα σημαντικά βήματα, όπως αρχίζει πλέον να διαφαίνεται, και η Ελλάδα μείνει εκτός σκληρού πυρήνα, θα πρόκειται ασφαλώς για μια εθνική ήττα στρατηγικών διαστάσεων. Η εθνική κατηφόρα των τελευταίων ετών θα έχει αποτυπωθεί σε διεθνές θεσμικό επίπεδο και θα μας ακολουθεί για πολλά χρόνια. Η ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, ήδη βαθιά τραυματισμένη, θα τεθεί υπό μεγαλύτερη αμφισβήτηση εντός και εκτός Ελλάδας. Δεν αμφιβάλλω ότι οι επικοινωνιολόγοι της κυβέρνησης, αν βρίσκεται ακόμα στην εξουσία, θα βρουν τα κατάλληλα συνθήματα για να παρουσιάσουν την ήττα σαν μεγαλειώδη λαϊκή νίκη. Ένα νέο μεγάλο ΟΧΙ σαν κι αυτό του περασμένου Σεπτεμβρίου. Θα ακούσουμε πάλι τα γνωστά περί ευρωπαϊκής παρακμής, περί επικείμενης διάλυσης της ΕΕ, περί υπερήφανης εξωτερικής πολιτικής, περί πιθανής χρηματοδότησης από τη Ρωσία και φθηνού πετρελαίου από τη Βενεζουέλα. Μετά από κάθε καταστροφή χρειάζονται λόγοι παρηγοριάς.

Οι οιωνοί δεν είναι αίσιοι. Το ίδιο όμως ίσχυε και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις που βρεθήκαμε σε ιστορικά σταυροδρόμια. Μήπως οι προβλέψεις ήταν μαζί μας όταν κατορθώσαμε να ενταχθούμε στην τότε ΕΟΚ, λίγα μόλις χρόνια μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, με ένα εύθραυστο δημοκρατικό πλαίσιο, με ανοιχτά μέτωπα στην Κύπρο και στα ελληνοτουρκικά; Ή όταν ξεκίνησε η προσπάθεια ένταξής μας στην ευρωζώνη. Οι πολιτικοί και οι ηγέτες δεν έχουν επιλεγεί για να κάνουν προβλέψεις ή διαπιστώσεις. Αυτό είναι δουλειά των σχολιαστών. Η παθητική αντιμετώπιση δεν υπόσχεται καμμιά λύση, όπως δυστυχώς συμβαίνει με κυβερνητικά στελέχη  που «προβλέπουν» το κλείσιμο των συνόρων μας χωρίς να πράττουν ή να προτείνουν πως θα αποτραπεί ή που προέβλεπαν την επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων ενώ παράλληλα έκαναν τα πάντα για να την προκαλέσουν. Δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα.

Για να εξασφαλίσουμε την παραμονή μας στο κέντρο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, να διασφαλίσουμε αυτή την μεγάλη κατάκτηση της μεταπολίτευσης, θα απαιτηθεί η συστράτευση όλων των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ακόμα και αυτών που έχουν απομείνει στον ΣΥΡΙΖΑ. Η χάραξη μιας εθνικής στρατηγικής πρέπει να αρχίσει σήμερα, γιατί αύριο θα είναι ήδη αργά.

* Ο κ. Κούρκουλας ήταν Υφυπουργός Εξωτερικών υπεύθυνος για ευρωπαϊκές υποθέσεις, την περίοδο Ιούνιος 2012-Ιανουάριος 2015. Υπήρξε στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και διετέλεσε Πρέσβης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λίβανο, στη Βουλγαρία και στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.