Του Λέανδρου Ρακιντζή
Το άρθρο 390 του παλιού Ποινικού Κώδικα όριζε Απιστία. Όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση [ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη], τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών [3] μηνών. Εάν η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσόν των τριάντα χιλιάδων [30.000] ευρώ, ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.
Η ποινική δίωξη για τους παραβάτες της διάταξης αυτής ασκείτο αυτεπάγγελτα από τον Εισαγγελέα.
Το αδίκημα της απιστίας διέπρατταν συνήθως τραπεζικοί υπάλληλοι, επίτροποι περιουσιών, αλλά κυρίως διοικήσεις Ανωνύμων Εταιρειών, φιλανθρωπικών σωματείων και ιδρυμάτων, κυρίως όταν και οι μηχανισμοί ελέγχου είχαν περιέλθει στα χέρια των ιδίων, γιατί πολλές φορές η διαφθορά είναι καθολική.
Συνήθως οι διώξεις γίνονταν από τον Εισαγγελέα Διαφθοράς σε βαθμό κακουργήματος λόγω του ποσού της ζημίας. Η ανακριτική όμως διαδικασία καθυστερούσε πολύ, γιατί έπρεπε να διεξαχθούν επίμονες πραγματογνωμοσύνες και οικονομικοί έλεγχοι από την οικονομική αστυνομία και να εκδοθούν παραπεμπτικά βουλεύματα, υπήρχε δε άνεση χρόνου γιατί οι κακουργηματικές πράξεις είχαν μεγάλο χρόνο παραγραφής. Δεν διαθέτω ακριβή στατιστικά στοιχεία, αλλά από τις ειδήσεις στα ΜΜΕ υπολογίζω, ότι εκτός πω αυτές που εκδικάζονται τώρα, υπάρχουν αρκετές ώριμες προς εκδίκαση και επιπλέον κάποιες εκατοντάδες, που βρίσκονται υπό διερεύνηση.
Όταν ο νέος Ποινικός Κώδικας εκτέθηκε σε δημόσια διαβούλευση επεσήμανα με σειρά άρθρων ότι για την ποινική δίωξη για απιστία του άρθρου 390 απαιτείται πλέον έγκληση με το άρθρο 405 ιδίου κώδικα και ότι η διάταξη αυτή, ως ηπιότερος ποινικός νόμος θα έχει εφαρμογή και στις εκκρεμείς υποθέσεις με αποτέλεσμα για πολλές από αυτές να παύσει η ποινική δίωξη για έλλειψη εγκλήσεως. Προ της γενικής κατακραυγής οι σοφές κεφαλές του Υπουργείου Δικαιοσύνης ενέμειναν μεν στην άποψη, ότι η απιστία διώκεται κατ'' έγκληση, αλλά για να περισώσουν κάπως τη κατάσταση, που διέλυε κάθε προσπάθεια καταπολεμήσεως της διαφθοράς και αθώωνε όλους τους καταχραστές του ιδιωτικού τομέα θέσπισαν με το άρθρο 464 του νέου Ποινικού Κώδικα την εξής μεταβατική διάταξη. Εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις για τη δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα κώδικα, ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος υποβάλλει δήλωση εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, ότι επιθυμεί την πρόοδο τους.
Η λύση αυτή έχει πολλά μειονεκτήματα γιατί καλείται η παρούσα διοίκηση μίας Α.Ε. ή ενός σωματείου, που μπορεί να είναι η παλιά διοίκηση ή συνέχεια της παλιάς διοίκησης με εναλλαγή προσώπων, να συνεχίσει τη δίκη σε βάρος του εαυτού της ή των δικών της προσώπων και σε κάθε περίπτωση, «είναι πολλά τα λεφτά Άρη» με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Υπάρχει επίσης και το εξής μειονέκτημα, δήλωση συνεχίσεως μπορεί να υποβάλλει μόνο ο αμέσως ζημιωθείς δηλαδή το νομικό πρόσωπο νόμιμα εκπροσωπούμενο και όχι ο εμμέσως ζημιωθείς δηλαδή ο μέτοχος της Α.Ε. ή το μέλος του σωματείου, δηλαδή η νομοπαρασκευαστική επιτροπή εφάρμοσε τον μαθηματικό τύπο εντός, εκτός και επί ταύτα.
Γεννάται όμως το ερώτημα εάν η διοίκηση του νομικού προσώπου και μάλιστα, εάν έχει διορισθεί δικαστικά ως προσωρινή διοίκηση, έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει κατά το δοκούν εάν θα υποβάλλει δήλωση συνεχίσεως η υπάρχει δέσμια αρμοδιότητα και υποχρεούται να υποβάλλει δήλωση συνεχίσεως. Κατά τη γνώμη μου υπάρχει υποχρέωση υποβολής της δηλώσεως συνεχίσεως γιατί οι διοικήσεις και ιδιαίτερα οι προσωρινές διαχειρίζονται ξένη περιουσία.
Κατά πληροφορίες μόνο για το 20% των εκκρεμών υποθέσεων έχει υποβληθεί δήλωση συνεχίσεως, ελπίζω όμως μέχρι το τέλος Οκτωβρίου να έχουν υποβληθεί και για τις υπόλοιπες. Σε όσες υποθέσεις δεν υποβληθούν οι δηλώσεις προόδου τότε για τις υποθέσεις αυτές σε οποιοδήποτε στάδιο διαδικασίας και αν βρίσκονται θα παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, θα μπουν στο αρχείο και οι κατηγορούμενοι, όσα λεπτά και αν έχουν κλέψει θα κυκλοφορούν ελεύθεροι και θα ευγνωμονούν τη προηγουμένη κυβέρνηση και τον Υπουργό Δικαιοσύνης Καλογήρου για το νέο Ποινικό Κώδικα, που ψήφισαν μονομερώς τη τελευταία ημέρα του κλεισίματος της Βουλής.
Στην περίπτωση αυτή όμως ανακύπτουν ποινικές ευθύνες όχι μόνο για τη διοίκηση αλλά και για όσους [δικηγόρους, διοικητικούς υπαλλήλους κλπ.] συνέβαλαν με την μη ή μη νομότυπη υποβολή δήλωσης συνεχίσεως της ποινικής διαδικασίας κατά το άρθρο 231 Ποιν. Κωδ., που ορίζει. Υπόθαλψη εγκληματία, όποιος εν γνώσει ματαιώνει τη δίωξη άλλου για κακούργημα η πλημμέλημα, που διέπραξε τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών μπορεί όμως να διωχθεί και δια τη πράξη της απιστίας, εάν υποβληθεί έγκληση.
Τέθηκε ήδη σε διαβούλευση το νομοσχέδιο, που συνέταξε η ίδια νομοπαρασκευαστική επιτροπή, που συνέταξε τον Ποινικό Κώδικα, με τον τίτλο τροποποίηση Π.Κ., που προβλέπει ότι η κακουργηματική απιστία διώκεται κατ' έγκληση. Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος με ανακοίνωση της εκφράζει την αντίθεση της στη θέσπιση της για τον λόγο, ότι η διάταξη αυτή θα επιφέρει ατιμωρησία και θα μας εκθέσει στο εξωτερικό. Στην άποψη αυτή συμφωνώ απόλυτα και για τους λόγους, που εκθέτω παραπάνω.
* Ο Λέανδρος Τ. Ρακιντζής είναι Αρεοπαγίτης ε.τ.