Της Οντίν Λιναρδάτου
Δύο δυναμικές γυναίκες βρίσκονται πίσω από την ιστορική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου να κρίνει παράνομη την αναστολή του νομοθετικού έργου του κοινοβουλίου για πέντε εβδομάδες.
Πρόκειται για την επιχειρηματία Τζίνα Μίλερ και την πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου λαίδη Χέιλ. Και οι δύο έχουν συνηθίσει να παλεύουν σε όλη τους ζωή εναντίον των προκαταλήψεων και θεωρούν ότι οι ισχυροί θεσμοί σε μια δημοκρατία είναι η ασπίδα που προστατεύει τους πολίτες από τις αδικίες.
Μίλερ και Χέιλ πρωταγωνίστησαν και στην πρώτη δίκη που αφορούσε την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Τζίνα Μίλερ είχε προσφύγει ξανά για την υπόθεση του Brexit, τον Σεπτέμβριο του 2017, στο Ανώτατο Δικαστήριο και η λαίδη Χέιλ τη δικαίωσε, αποφασίζοντας ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να ενεργοποιήσει μόνη της το άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας, αλλά χρειάζεται την έγκριση του κοινοβουλίου.
Η 74χρονη λαίδη Χέηλ έγινε η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σε ένα Ανώτατο Δικαστήριο που θύμιζε μέχρι το 2017 πριβέ κλαμπ για λευκούς άνδρες με σπουδές σε δημόσια πανεπιστήμια.
Η λαίδη Χέιλ κατάφερε να διαλύσει αυτή την εικόνα. Η ίδια ακολούθησε μια ασυνήθιστη πορεία που την οδήγησε τελικά στο ανώτατο αξίωμα του δικαστικού σώματος.
Δικαιοσύνη χωρίς... περουκίνι
Η Μπρέντα Χέιλ δεν είχε διστάσει σε διάλεξή της να χαρακτηρίσει το βρετανικό δικαστικό σύστημα «χονδροειδώς μη αντιπροσωπευτικό, όχι μόνο ανδροκρατούμενο και κατά κανόνα λευκού χρώματος, αλλά και προϊόν ενός περιορισμένου φάσματος εκπαιδευτικών θεσμών και κοινωνικής προέλευσης, ενώ είχε εξαπολύσει σκληρή επίθεση εναντίον της παράδοσης να φορούν οι Βρετανοί δικαστές περουκίνια. Είχε πει μάλιστα ότι οι γυναίκες δικαστές χάνουν τη θηλυκότητά τους όταν φορούν το περουκίνι, που τους μετατρέπει όλους σε άνδρες. Το ταμπεραμέντο της αλλά και οι έντονα φεμινιστικές απόψεις της είχαν ενοχλήσει στο παρελθόν αρκετούς συναδέλφους της.
Η ίδια σπούδασε νομικά στο Γκίρτον Κόλετζ του Κέμπριτζ, από όπου αποφοίτησε πρώτη στην τάξη της, το 1966. Ήταν μία από τις έξι γυναίκες που φοιτούσαν στη σχολή της, η οποία αριθμούσε 100 άνδρες. Δίδαξε νομικά για 18 χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ και το 1984 έγινε η πρώτη γυναίκα νομική επίτροπος του Ηνωμένου Βασιλείου. Δεν άσκησε ουσιαστικά ποτέ τη δικηγορία με τον κλασικό τρόπο, αλλά επικεντρώθηκε στο νομικό καθεστώς προστασίας των ανηλίκων και το οικογενειακό δίκαιο. Θεωρείται μία από τις πλέον φιλελεύθερες φωνές του βρετανικού δικαστικού σώματος και έχει επανειλημμένα πει πως οι γυναίκες είναι ίσες με τους άνδρες σε όλα.
Tο 1999 οι «Times» τη βράβευσαν ως γυναίκα της χρονιάς. Και το 2018, ήταν ήδη πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ δέχτηκε να συμμετέχει στο βρετανικό ριάλιτι σόου «MasterChef» επειδή είχε θέμα τις σουφραζέτες. Η βρετανική «Vogue» του Σεπτεμβρίου την αποκάλεσε «ηρωίδα της εποχής μας».
Σήμα κατατεθέν της οι μεγάλες καρφίτσες που φοράει στο πέτο της.
Την ημέρα μάλιστα κατά την οποία ανακοίνωσε την απόφαση του δικαστηρίου που έκρινε παράνομη την αναστολή του νομοθετικού έργου της Βουλής, φορούσε μία μεγάλη αράχνη. Το Twitter τρελάθηκε με αυτή την επιλογή της, μιας που, όπως έγραφαν φανατικοί θαυμαστές της, η υπόθεση του Brexit είναι τόσο πολύπλοκη, όσο και ο ιστός που πλέκει μια αράχνη.
Η λέαινα από τη Γουιάνα
Και η 54χρονη Τζίνα Μίλερ, όμως, αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Γεννήθηκε στη Γουιάνα, αλλά πήγε σχολείο στη Βρετανία και σπούδασε νομικά στο Λονδίνο. Παντρεύτηκε στα 20 της και γέννησε ένα κοριτσάκι με ειδικές ανάγκες, το οποίο, όπως λέει η ίδια, αποτέλεσε την έμπνευσή της και τη μετέτρεψε σε άγρια λιονταρίνα.
Η ίδια υποστηρίζει ότι δεν την ενδιαφέρει να εμποδίσει την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά είναι αποφασισμένη να παλέψει μέχρι το τέλος για την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Είναι αυτό που θαύμαζε στη Βρετανία από την εποχή που πήγαινε σχολείο, ενώ, μεγαλώνοντας, ένιωθε ότι μόνο οι ισχυροί δημοκρατικοί θεσμοί μπορούν να προστατεύσουν τους αδύναμους.
Έχει παντρευτεί τρεις φορές και έχει αποκτήσει δύο παιδιά από τον τρίτο γάμο της. Τη δεκαετία του 1990 αποφάσισε να ιδρύσει τη δική της εταιρεία μάρκετινγκ, ενώ ασχολήθηκε και με φιλανθρωπίες.
Πριν παθιαστεί με την υπόθεση του Brexit είχε αρχίσει μεγάλη καμπάνια για τη διαφάνεια στη διαχείριση του προϋπολογισμού των ασφαλιστικών ταμείων της Βρετανίας, ενώ έκανε πολλούς εχθρούς όταν άρχισε να διερευνά τους δρόμους που ακολουθούν τα μυστικά κονδύλια που διακινούνται στο Σίτι του Λονδίνου. Μάλιστα, όπως έχει πει η ίδια, σε ένα πάρτι τρεις άνδρες την κοίταζαν τόσο επίμονα, που αναγκάστηκε να τους ρωτήσει αν θέλουν κάτι και εκείνοι της απάντησαν ότι αποτελεί ντροπή για τη Βρετανία και με αυτά που κάνει θα διαλύσει το Σίτι.
Σκληρό καρύδι για τους Brexiteers
Όπως απέδειξε η ιστορία, η Τζίνα Μίλερ δεν εκφοβίζεται εύκολα. Λίγο μετά, αποφάσισε να ασχοληθεί με το Brexit και να σύρει τη βρετανική κυβέρνηση στα δικαστήρια, επειδή ήθελε να ενεργοποιήσει το άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας, το οποίο προβλέπει την αποχώρηση μιας χώρας από την Ε.Ε., χωρίς να πάρει πρώτα την έγκριση του βρετανικού κοινοβουλίου. Η Τζίνα Μίλερ κέρδισε την υπόθεση και η κυβέρνηση αναγκάστηκε να πάρει την έγκριση της Βουλής. Αυτή η απόφαση άνοιξε τον ασκό του Αιόλου.
Η κυρία Μίλερ έκανε ακόμα περισσότερους εχθρούς και άρχισε να δέχεται απειλητικά μηνύματα για τη ζωή της. Τόσο βίαιες είναι οι απειλές που δέχεται ακόμα και σήμερα, ώστε αναγκάζεται να κυκλοφορεί με ειδικούς φρουρούς για να την προστατεύουν.
Η Τζίνα Μίλερ υποστηρίζει ότι το ζήτημα δεν είναι το Brexit, αλλά το δικαίωμα που πρέπει ή δεν πρέπει να έχει οποιαδήποτε κυβέρνηση, οποιοδήποτε πρωθυπουργός στο μέλλον να αποφασίζει για τα δικαιώματα των Βρετανών πολιτών χωρίς να συμβουλεύεται το κοινοβούλιο. Με γνώμονα αυτό, μετά την πρώτη νίκη της ήρθε και η δεύτερη παραπομπή της κυβέρνησης Τζόνσον, όταν ο πρωθυπουργός αποφάσισε να κλείσει τη Βουλή με το έτσι θέλω. Και σε αυτή τη δίκη είχε απέναντι της την άλλη σιδηρά κυρία της δημοκρατίας, τη λαίδη Χέιλ. Και κέρδισε ξανά.
Ίσως ο Μπόρις Τζόνσον (ή ο επόμενος πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου) να πρέπει να το σκεφτεί πολύ σοβαρά πριν αποφασίσει να «παίξει» ξανά με τον κοινοβουλευτισμό στη Βρετανία.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 27 Σεπτεμβρίου