Του Τάσου Αβραντίνη
Οι γονείς είναι κατά τεκμήριο εκείνοι οι οποίοι έχουν το υψηλότερο επίπεδο ενδιαφέροντος για την εκπαίδευση των παιδιών τους. Οι γονείς επίσης καταβάλλουν όχι μόνον έμμεσα μέσω της φορολογίας, αλλά απευθείας από την τσέπη τους μια τεράστια δαπάνη για να ενισχύσουν τα παιδιά τους στην προετοιμασία για ένα καλύτερο αύριο μέσω της Εκπαίδευσης. Υπολογίζεται ότι οι άμεσες ιδιωτικές δαπάνες μόνο για την Πρωτοβάθμια και τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα κυμαίνονται, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΚΕΦίΜ, γύρω στο 1,5 δισ. ευρώ, διατηρούμενες σε υψηλά επίπεδα ακόμα και μέσα στα χρόνια της κρίσης.
Κι όμως, οι γονείς αντιμετωπίζονταν μέχρι τώρα από την επίσημη εκπαιδευτική πολιτική στη χώρα μας είτε ως «αόρατοι» είτε -το χειρότερο- ως «ενοχλητικοί εξωσχολικοί παράγοντες». Πρόκειται για άλλη μια ιδιαιτερότητα του «εξωτικού», με όρους σύγκρισης με τα διεθνώς ισχύοντα, εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Την παγιωμένη αρνητική κατάσταση ανατρέπει η ριζοσπαστική πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, όπως διατυπώθηκε από τον υπεύθυνο προγράμματος και αντιπρόεδρο του κόμματος, Κωστή Χατζηδάκη. Σύμφωνα με την πρόταση, οι γονείς θα μπορούν μέσω ειδικής πλατφόρμας του υπουργείου Παιδείας να αξιολογούν τα σχολεία των παιδιών τους.
Πρόκειται για μια πρόταση με πολλαπλά εκπαιδευτικά οφέλη, τα κυριότερα εκ των οποίων είναι τα εξής:
1. Εισάγεται επιτέλους ένα ουσιώδες σύστημα αξιολόγησης της ποιότητας των σχολικών μονάδων της χώρας, απλό, χωρίς γραφειοκρατικές περιπλοκές και κυρίως αξιόπιστο, αφού γίνεται δεκτό από τη διεθνή βιβλιογραφία ότι η ικανοποίηση των γονιών συσχετίζεται θετικά με τα πραγματικά αποτελέσματα των σχολείων.
2. Ενθαρρύνεται η ενεργός εμπλοκή των γονέων στα τεκταινόμενα του σχολείου του παιδιού τους, στοιχείο που επίσης όλη η σχετική βιβλιογραφία δείχνει ότι ενισχύει τόσο την ποιότητα της σχολικής μονάδας όσο και τις ακαδημαϊκές επιδόσεις των μαθητών που φοιτούν σε αυτή.
3. Η ποσοτική ανάλυση των δεδομένων της γονικής ικανοποίησης μπορεί να αναδείξει τους προσδιοριστικούς παράγοντες ποιότητας ή αδυναμιών των σχολικών μονάδων βοηθώντας έτσι στον σχεδιασμό εκπαιδευτικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο. Αυτό μπορεί να γίνει με την ανίχνευση σχολείων που αντιμετωπίζουν προβλήματα και άρα στον σχεδιασμό έγκαιρης σχολικής παρέμβασης με στόχο την άμβλυνση των προβλημάτων ή αντίστροφα στην ανάδειξη σε εθνικό επίπεδο των «καλών πρακτικών» των σχολείων που ικανοποιούν τους γονείς.
4. Η δημοσιότητα των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης μπορεί να αυξήσει τη διαφάνεια της λειτουργίας των σχολικών μονάδων και να βοηθήσει τους γονείς να επιλέξουν το καλύτερο σχολείο για τα παιδιά τους.
Η πρόταση για συμμετοχή των γονέων στην αξιολόγηση των σχολικών μονάδων συνιστά μια «επαναστατική» πρόταση αλλαγής «παραδείγματος» στην εκπαιδευτική πολιτική της χώρας. Δείχνει ότι απλές ιδέες, εμπνευσμένες από τη διεθνή εμπειρία και πρακτική, αλλά κατάλληλα προσαρμοσμένες στις συνθήκες του δικού μας εκπαιδευτικού συστήματος μπορούν να αλλάξουν και να ανατάξουν άμεσα τη φθίνουσα τα τελευταία χρόνια πορεία της Εκπαίδευσης στη χώρα μας.
Η μεταρρύθμιση για μια ποιοτική Εκπαίδευση πρέπει και είμαι βέβαιος ότι θα είναι μία από τις πρώτες προτεραιότητες της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας την επομένη των εκλογών.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον «Φιλελεύθερο» της Παρασκευής 28 Ιουνίου