Δεν θα ήταν υπερβολή αν χαρακτηρίζαμε το τουρκικό έθνος ως το στενότερα συνυφασμένο με τη δική μας εθνική ταυτότητα. Σε διαδοχικές φάσεις της Ιστορίας, η -συνήθως αρνητική- εικόνα του «Τούρκου» χρησίμευσε προκειμένου να καταστεί διαυγέστερη -και θετικότερη- η δική μας ταυτότητα.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα: η διαδεδομένη τάση μας να αποδίδουμε χρόνιες παθογένειες στην «τουρκοκρατία»· η εμπεδωμένη πεποίθηση ότι το έθνος μας ή τμήματά του υπήρξαν διαχρονικά, εν όλω ή εν μέρει, θύμα βάρβαρης μεταχείρισης ή και γενοκτονίας εκ μέρους των εν λόγω γειτόνων· η οικοδόμηση του κεντρικού εθνικού μας αφηγήματος γύρω από την αποτίναξη του «τουρκικού» ζυγού και τη σταδιακή εθνική μας ολοκλήρωση σε βάρος της επικράτειας του «Τούρκου» σουλτάνου.
Σήμερα, είναι μάλλον κοινή η αντίληψη ότι και η οικονομική μας υστέρηση, στο βαθμό που οφείλεται σε υψηλές αμυντικές δαπάνες και σε επενδυτική ανασφάλεια, σχετίζεται άμεσα με την ατυχία μας να συνορεύουμε με τους Τούρκους (και όχι, λόγου χάριν, με τους Ελβετούς).
Θα ξένιζε, πιθανότατα, η υπενθύμιση ότι οι πρόγονοι των σημερινών Ελλήνων και Τούρκων έζησαν (μαζί και χώρια) επί μακρόν στο πλαίσιο του οθωμανικού κράτους, μιας δεσποτικής, θεοκρατικής και πολυεθνικής αυτοκρατορίας, από πολιτειακή άποψη όχι θεμελιωδώς διάφορης της βυζαντινής. Θα ξένιζε, επίσης, η υπενθύμιση ότι το σύγχρονο τουρκικό έθνος, σύμφωνα με την επίσημη (ακόμα) κεμαλική εκδοχή της ιστορίας του, γεννήθηκε από τη μήτρα της θνήσκουσας αυτοκρατορίας του σουλτάνου με μαμή της Ιστορίας μια ηγεσία αποφασισμένη να ξεκόψει οριστικά από το οθωμανικό παρελθόν.
Είναι χρήσιμο να έχουμε κατά νου ότι ο όρος «Τούρκος» σήμαινε τον απλοϊκό, μάλλον άξεστο και πειθήνιο μουσουλμάνο, τουρκόφωνο και μη - πάντως όχι αραβόφωνο- υπήκοο μιας αυτοκρατορίας, η ελίτ της οποίας αποστήθιζε το κοράνι στα αραβικά και απήγγελλε περσική ποίηση, ενώ το γενεαλογικό της δέντρο συχνά περιλάμβανε σόγια «απίστων» -ελληνόφωνων, σλαβόφωνων ή αλβανόφωνων.
Το εθνικό κίνημα του οποίου ηγήθηκε ο Μουσταφά Κεμάλ -και το οποίο οι δικοί μας συχνά και εσφαλμένα συγχέουν με το προγενέστερο κίνημα των Νεότουρκων- ανέλαβε να αποκαταστήσει πρώτον και κύριον το (καλό) τουρκικό όνομα. Αυτό έγινε ταυτόχρονα με την οικοδόμηση ενός κοσμικού κράτους, το οποίο, εκτός από νυκτοφύλακας, ανέλαβε να λειτουργήσει ως ατμομηχανή της οικονομίας· μιας οικονομίας που όχι μόνο είχε πληγεί από διαδοχικές πολεμικές αναμετρήσεις αλλά είχε στερηθεί την τεχνογνωσία και την επιχειρηματικότητα ξεριζωμένων, πλέον, μειονοτήτων.
Τείνουμε επίσης να ξεχνάμε ότι, επί μία και πλέον δεκαετία, η Τουρκία δεχόταν αλλεπάλληλα κύματα προσφύγων -από τη Βόρεια Αφρική, τα Βαλκάνια, την Κρήτη, τον Καύκασο, τη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία. Οι πληθυσμοί αυτοί αναμίχθηκαν με τους γηγενείς της Μικράς Ασίας και της Αν. Θράκης, αναπληρώνοντας το κενό που άφησαν οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και, σε μικρότερο βαθμό, οι νεστοριανοί Άραβες -θύματα πολέμου, εθνοκάθαρσης και γενοκτονίας.
Όσοι παρακολουθούν τη ρητορεία του Ταγίπ Ερντογάν και άλλων αξιωματούχων της πολυετούς διακυβέρνησής του, θα έχουν προσέξει τις συχνές αναφορές στη Συνθήκη των Σεβρών (1920). Η συνθήκη αυτή, η οποία ουδέποτε ίσχυσε και αντικαταστάθηκε από τη μεταγενέστερη της Λωζάννης. Ωστόσο, αποτελεί το «καταστατικό τραύμα» της τουρκικής εθνογένεσης.
Στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, οι Σέβρες συμβολίζουν σχέδια διαμελισμού της Τουρκίας από τις «ιμπεριαλιστικές» μεγάλες δυνάμεις της Δύσης, νικήτριες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, με συνεργούς τους Έλληνες και τους (εναπομείναντες) Αρμένιους. Όσα ακολούθησαν ερμηνεύονται ως αγώνας απελευθέρωσης και αποκατάστασης των Τούρκων στα εθνικά τους όρια, τα οποία βέβαια υπολείπονταν της επικράτειας του σουλτάνου, εκτείνονταν όμως και πέρα από τα σύνορα που καθορίστηκαν στη Λωζάννη το 1923.
Μέχρι πρόσφατα, διαδοχικές τουρκικές κυβερνήσεις έδειχναν να πολιτεύονται με γνώμονα την αποτροπή της επανάληψης του οδυνηρού προηγουμένου της περιόδου που άρχισε με τον καταστροφικό ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911-12 και έκλεισε με την ήττα των Ελλήνων το 1922. Η εσωτερική ανασυγκρότηση και η ασφάλεια αποτελούσαν ύψιστες προτεραιότητες του κεμαλικού κράτους, η ιδεολογία του οποίου συνοψιζόταν σε ορισμένες καταστατικές αρχές, τα λεγόμενα «έξι βέλη»: ρεπουμπλικανισμό (με την έννοια του αβασίλευτου πολιτεύματος), «ποπουλισμό» (με την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας), εθνικισμό, «λαϊκισμό» (με την έννοια του κοσμικού κράτους), κρατισμό (ιδιαίτερα έκδηλο στην οικονομία) και ρεφορμισμό (την αλλαγή θεσμών και αντιλήψεων με βάση δυτικά πρότυπα).
Φυσικά, τα εν λόγω «βέλη» αποτελούσαν προγραμματικές διακηρύξεις, υποκείμενες σε επιλεκτική εφαρμογή. Για παράδειγμα, παρά την επίκληση της λαϊκής κυριαρχίας, το κεμαλικό καθεστώς παρέμεινε μονοκομματικό επί δύο και πλέον δεκαετίες. Επιπλέον, καμία από τις αρχές αυτές δεν θεωρήθηκε ασυμβίβαστη με τις συχνές επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική ή τον στραγγαλισμό των μειονοτήτων.
Σήμερα, ο Ερντογάν κρατά από την κεμαλική κληρονομιά τον εθνικισμό, δίνοντάς του άλλοτε φοβική (σύνδρομο των Σεβρών) και άλλοτε διεκδικητική («σύνορα της καρδιάς», «γαλάζια πατρίδα») χροιά. Είτε τον αντιμετωπίζουμε ως κίνδυνο είτε ως εν δυνάμει εταίρο, είναι χρήσιμο να έχουμε υπόψη τις βασικές ιδεολογικές συντεταγμένες τόσο του ίδιου όσου και του εγχώριου ακροατηρίου του. Το πλαίσιο αυτό καθόρισαν η γένεση και εξέλιξη ενός έθνους κράτους, το οποίο στην αφετηρία του (1923) αριθμούσε περίπου 13 εκατομμύρια ψυχές έναντι 6,5 εκατομμυρίων δικών μας. Σήμερα, που η αναλογία αυτή αποτελεί μακρινό παρελθόν, το να αγνοείς τον τρόπο που σκέπτεται ο καρπερός γείτονάς σου συνιστά μάλλον επικίνδυνη αμεριμνησία.
* Ο Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του Α.Π.Θ.