Αργεί ακόμη πολύ η στιγμή που η ΕΕ θα μετατραπεί σε γεωπολιτικό παίκτη που θα μπορεί να αγωνίζεται στα «βαρέα βάρη», απαντά ο γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ, Γιώργος Παγουλάτος για την συνεχή απουσία κοινής γραμμής των ευρωπαικών κρατών σε κορυφαία ζητήματα, όπως οι ευρω-τουρκικές, οι ευρω-κινεζικές και οι ευρω-ρωσικές σχέσεις.
Στο ερώτημα αν «βλέπει» ότι η Ευρώπη θα αποκτήσει ενιαία γραμμή εντός της τρέχουσας δεκαετίας, εμφανίζεται απαισιόδοξος, εξηγώντας ότι για να συμβεί αυτό, θα έπρεπε τα κράτη-μέλη να αποδεχθούν να θυσιάσουν το βέτο, για το οποίο υπάρχει από πλειάδα χωρών απροθυμία, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, υπό το φόβο ότι θα κινδύνευαν σε καποια θέματα να βρεθούν στην μειοψηφία.
«Διστακτικότητα που εμποδίζει τη μετάβαση προς μια πραγματικά κοινή εξωτερική πολιτική, μέσω της οποίας η ΕΕ θα λειτουργούσε πιο υπερεθνικά με τον κανόνα της ειδικής, δηλαδή της αυξημένης πλειοψηφίας, όπως προβλέπεται για όλους τους άλλους τομείς αρμοδιοτήτων που έχουν ενοποιηθεί», σημειώνει ο κ. Παγουλάτος
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής η ΕΕ συνεχίζει να μην έχει κανένα παρεμβατικό ρόλο στα μεγάλα διεθνή ζητήματα (Λιβύη, Ιράν, κ.α). Διαβλέπετε αυτό να αλλάζει στο άμεσο μέλλον;
H πολιτική ασφάλεια και άμυνας δεν είναι το ισχυρό ατού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτό είναι γνωστό. Κι όχι μόνο από τότε που αποχώρησε η Βρετανία, από τις λίγες υπολογίσιμες στρατιωτικά δυνάμεις της ΕΕ. Η αιτία βρίσκεται στο γεγονός ότι ο κανόνας λήψης αποφάσεων στην διακυβερνητικού χαρακτήρα εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας είναι η ομοφωνία.
Αυτό σημαίνει ότι οποιοδήποτε κράτος-μέλος των 27 μπορεί να μπλοκάρει οποιαδήποτε απόφαση του «μπλοκ» σε οποιοδήποτε ζήτημα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας. Το είδαμε να συμβαίνει πρόσφατα όταν η κυβέρνηση Όρμπαν της Ουγγαρίας μπλόκαρε το κοινό ανακοινωθέν για την κατάπαυση του πυρός στη Μέση Ανατολή.
Ανάλογες περιπτώσεις έχουμε δει και σε άλλα ζητήματα, όπως αναφορικά με την Κίνα. Αλλιώς η ομοφωνία συχνά επέρχεται μέσω της σύγκλισης σε έναν «χαμηλότερο» κοινό παρανομαστή. Το βλέπουμε στην περίπτωση της Τουρκίας, όπου η Γερμανία, η Ισπανία και η Ιταλία επιδιώκουν μια πιο θετική στάση ενώ άλλες χώρες έχουν πιο αυστηρή προσέγγιση. Έτσι συνήθως, προκειμένου να επιτευχθεί κοινή απόφαση, το τίμημα είναι ένα «νερωμένο» κείμενο χαμηλότερου κοινού παρανομαστή.
Με βάση και τα όσα περιγράφετε, εκτιμάτε ότι αυτή η αδυναμία της ΕΕ να διαδραματίσει ρόλο στις παγκόσμιες εξελίξεις θα επιδεινωθεί περαιτέρω;
Είναι εύκολο να πούμε ότι η ΕΕ πρέπει να αποκτήσει μια πιο αποφασιστική και ενιαία φωνή στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Είναι προφανές ότι πρέπει να το κάνει, αφού κάτι τέτοιο θα αύξανε το γεωπολιτικό της εκτόπισμα το οποίο υπολείπεται δραματικά του εμπορικού της μεγέθους.
Η ΕΕ είναι μια εμπορική και οικονομική υπερδύναμη αλλά σε όρους εξωτερικής πολιτικής και διεθνούς ασφάλειας, δηλαδή ως γεωπολιτικός παίκτης, δεν αγωνίζεται στα «βαρέα βάρη».
Ακόμα και στην περιοχή της ευρύτερης γειτονιάς μας, δηλαδή στην Ανατολική γειτονία, στη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, η ΕΕ αδυνατεί να παίξει έναν καθοριστικό ρόλο, με φωτεινή εξαίρεση τη Συμφωνία του Ιράν το 2015.
Στις περισσότερες άλλες περιπτώσεις, υφίσταται τις συνέπειες της έλλειψης ενιαίας γραμμής, όπως για παράδειγμα με τη μορφή προσφυγο-μεταναστευτικών ροών από μέτωπα που δεν μπορεί να αποτρέψει ή να καταστείλει.
Ας είμαστε πραγματιστές. Μόνο έτσι θα αντιληφθούμε τη μεγάλη δυσκολία που έχει το εγχείρημα μετάβασης σε μια πραγματικά κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας.
Απορρέει από το γεγονός ότι ενώ όλα τα κράτη-μέλη θα είχαν συμφέρον σε μια Ευρώπη παγκόσμια δύναμη, ένας μεγάλος αριθμός χωρών, μεταξύ των οποίων φοβάμαι και η Ελλάδα, θα ήταν απρόθυμα να θυσιάσουν το βέτο, υπό τον φόβο ότι θα κινδύνευαν σε κάποια θέματα να βρεθούν στην μειοψηφία.
Και αυτή η διστακτικότητα εμποδίζει τη μετάβαση προς μια πραγματικά κοινή εξωτερική πολιτική, μέσω της οποίας η ΕΕ θα λειτουργούσε πιο υπερεθνικά με τον κανόνα της ειδικής, δηλαδή της αυξημένης πλειοψηφίας, όπως προβλέπεται για όλους τους άλλους τομείς αρμοδιοτήτων που έχουν ενοποιηθεί.
Τι απαιτείται και πόσο ρεαλιστικό είναι να προσδοκά κανείς ότι η ΕΕ θα πάψει να αποτελεί «γεωπολιτικό νάνο»;
Η απάντηση στο ερώτημα είναι ότι χρειάζεται ακόμη να διανύσουμε δρόμο. Μπορεί να το κάνει, ενισχύοντας τομείς στους οποίους σιγά-σιγά προχωρά η ενοποίηση (π.χ. τα προγράμματα Pesco), που αφορούν την κοινή άμυνα και ασφάλεια.
Χρειάζεται ωστόσο αυτά τα προγράμματα να επεκταθούν και η ΕΕ να εκκινήσει με την διαδικασία της ειδικής πλειοψηφίας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής που δεν βρίσκονται στην πρώτη γραμμή εθνικών προτεραιοτήτων.
Απαιτείται μια μακρά διαδικασία ώσμωσης προκειμένου να μπορέσουν να συγκλίνουν τα κράτη μέλη προς μια κοινή αντίληψη. Αλλά αυτό προς το παρόν διαφαίνεται πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, λαμβάνοντας υπόψιν τις διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της ΕΕ, σε τομείς, όπως οι ευρω-ρωσικές, οι ευρω-τουρκικές και οι ευρω-κινεζικές σχέσεις.
Εκτιμάτε ότι στο τέλος της δεκαετίας η ΕΕ θα έχει αποκτήσει μια πιο ενιαία φωνή ή θα χρειαστεί ακόμη μεγαλύτερο διάστημα;
Δεν προβλέπω ως εξαιρετικά πιθανό τα κράτη μέλη να αποδεχθούν σύντομα τον κανόνα της ειδικής πλειοψηφίας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Το θεωρώ επιθυμητό (γιατί μια ισχυρή ΕΕ θα θωράκιζε καλύτερα τις χώρες που αντιμετωπίζουν εξωτερικές απειλές, όπως η Ελλάδα) αλλά δεν το θεωρώ ιδιαιτέρως πιθανό.
Ωστόσο, μπορεί να αναπτυχθεί η επιλογή της ενισχυμένης συνεργασίας κρατών σε κοινές δράσεις στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα πρώτο βήμα προς αυτό που περιγράφετε, σίγουρα έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας.