«Πρόκειται για τη μετακίνηση ενός μισθοφορικού εκστρατευτικού πληθυσμού από την Δυτική Ευρώπη στη Μεσόγειο του ύστερου Μεσαίωνα με σκοπό κάπου εκεί να πατρίσει, αλλά τελικά εκπατρίζεται με βία με υπαιτιότητα του αρχικού του ναυλωτή. Το ενδιαφέρον για μένα είναι η άγνωστη μεσαιωνική μας ιστορία διά μέσου του αφηγηματικού τρόπου με τον οποίο οι Άλλοι μας περιγράφουν, εμάς που πάντοτε πιστεύουμε ότι είμαστε ο αΐδια περιούσιος λαός του πλανήτη και το κέντρο της γης. Μία παράλληλη ιστορία ενός ασύμβατου έρωτα ίσως σώσει την παρτίδα.» Αποκαλύπτει τα μυστικά του καινούργιου μυθιστορήματος ο Γιώργος Γκόζης, ενώ βρίσκεται ακόμα στον απόηχο της επιτυχίας του βιβλίου του «Θραύση κρυστάλλων». Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ποταμός και υπήρξε απότοκο μεγάλης εσωτερικής διεργασίας:
«Ξεκίνησε ηλεκτρονική επιστολή εννιά σελίδων και κατέληξε μυθιστόρημα» θα μας πει στο Liberal.gr. «Ήταν μόνο αλλόκοτος ο τρόπος γραφής, μέσω μίας χρεωκοπίας μου υλικής και ηθικής, πάνω σε σκαμπό και καρέκλες διαφόρων καφέ στην Ελλάδα του δημοψηφίσματος του 2015, κατά τον επαγγελματικό μου εκπατρισμό στα Σκόπια του 2017, ενώ διαπραγματευόταν η Συνθήκη της Πρέσπας, με πολλές προσωπικές παλινωδίες και ακυρώσεις, ως και την παραίτηση. Αλλόκοτη εξίσου ήταν και η υποδοχή του, καθώς η έκδοσή του συνέπεσε με την έναρξη της πανδημίας.»
Ο Γιώργος Γκόζης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1970.
Σπούδασε Θεολογία στο Α.Π.Θ με μεταπτυχιακό τίτλο του τομέα Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Χριστιανικής Λατρείας, Αρχαιολογίας και Τέχνης και ειδίκευση στην Αγιολογία. Κείμενά του έχουν συμπεριληφθεί στα περισσότερα ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά, ανθολογίες και θεατρικά έργα. Άρθρα και κριτικές του έχουν δημοσιευθεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Από το 2016 είναι τακτικό μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα αλβανικά και σουηδικά. Στο συγγραφικό ενεργητικό του ήδη τα βιβλία «Ο νυχτερινός στο βάθος», «Αφήστε με να ολοκληρώσω», «Γκουανό», «Μητερικό της Θράκης», πολλές συμμετοχές και βέβαια η «Θραύση κρυστάλλων».
«Η ανθρώπινη συνθήκη είναι ο παντοτινός γρίφος, όσο για τα αινίγματα, αισθάνομαι πως διαθέτω πολλές περισσότερες ερωτήσεις, παρά απαντήσεις. Αλίμονο στους συγγραφείς των βεβαιοτήτων.» Μιλώντας στο Liberal.gr o Γιώργος Γκόζης θα μας πει μεταξύ άλλων πολλών.
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
Κύριε Γκόζη, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Κάποτε αναζητούσα ιδανικές συνθήκες, όπως η μόνωση, η απόλυτη ησυχία και ο άπλετος χρόνος, κάτι που δε συνέβη ποτέ, απλώς διότι δεν υπάρχουν ιδανικές συνθήκες. Ίσως καλύτερα έτσι, διαφορετικά θα επρόκειτο για μία αποστειρωμένη, εργαστηριακή δουλειά. Είμαι μάλλον βιωματικός συγγραφέας. Προσπαθώ να καταγράφω τα ερεθίσματα από παντού ολόγυρα σε κάθε λογής χαρτί ή χαρτάκι, κυρίως όμως να τα καταχωρίζω με απομνημόνευση. Ως ρακοσυλλέκτης ερεθισμάτων συγκεντρώνω το υλικό στη σπηλιά μου και εκεί το επεξεργάζομαι συνήθως βράδυ. Τις ελάχιστες φορές που αυτό συμβαίνει στο φως της ημέρας, μου φαίνεται τόσο παράδοξο που κοιτάζω έξω από το παράθυρο να βεβαιωθώ πως δε νύχτωσε. Η διαφορά ως προς τη συγκέντρωση του υλικού σε σχέση με το παρελθόν είναι πως τώρα έχω εκπαιδεύσει τον εαυτό μου να φιλτράρω κάποια πράγματα και να μην ξεφορτώνω τη νύχτα τόσο πολύ γυαλιστερό σκραπ που με εντυπωσίασε την ημέρα. Το νέο δεδομένο των ημερών είναι πως μετά τους πρόσφατους εγκλεισμούς της πανδημίας αποφάσισα να γράφω με το χέρι, αντί να πληκτρολογώ, ως απεξάρτηση από ίντερνετ, υπολογιστή και ρεύμα, πράγμα που λειτούργησε θεραπευτικά παρά τα ακατάληπτα γράμματά μου που δεν τα βγάζω ούτε ο ίδιος την επομένη. Επομένως, τώρα μπορώ να πω πως είμαι σε θέση να γράφω παντού.
Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Αν πρόκειται για διήγημα, τότε μία εικόνα ή μια φράση αρκεί να πυροδοτήσει την ιστορία, όσο για το τέλος της, αυτό το ορίζει η πορεία. Αν, όμως, πρόκειται για εκτενέστερο αφηγηματικό έργο, τότε είναι απαραίτητο να έχω τα υλικά εξ αρχής. Τα υπόλοιπα θα προκύψουν. Σε κάθε περίπτωση, πάντως κι αδιακρίτως έκτασης, προσπαθώ το τέλος να ανατρέπει το αναμενόμενο, το προφανές.
Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
Ίσως το πιο πρόσφατο, η «Θραύση Κρυστάλλων. Ξεκίνησε ηλεκτρονική επιστολή εννιά σελίδων και κατέληξε μυθιστόρημα. Ήταν μόνο αλλόκοτος ο τρόπος γραφής της, μέσω μίας χρεωκοπίας μου υλικής και ηθικής, πάνω σε σκαμπό και καρέκλες διαφόρων καφέ στην Ελλάδα του δημοψηφίσματος του 2015, κατά τον επαγγελματικό μου εκπατρισμό στα Σκόπια του 2017, ενώ διαπραγματευόταν η Συνθήκη της Πρέσπας, με πολλές προσωπικές παλινωδίες και ακυρώσεις, ως και την παραίτηση. Αλλόκοτη εξίσου ήταν και η υποδοχή του, καθώς η έκδοσή του συνέπεσε με την έναρξη της πανδημίας. Το θεώρησα σημαδιακό: το βιβλίο καταγράφει εν μέρει τη ζοφερή πραγματικότητα της διχασμένης ελληνικής κοινωνίας των τελών του ’80, τη μετάβαση δηλαδή μίας συντηρητικής πατρίδας από την οριοθετημένη ιεραρχία στην ασάφεια της νεωτερικότητας, όπως κατ’ αναλογία ορίζουμε πια τη ζωή μας σήμερα προ και μετά κορονοϊού. Όπως κι εμείς, θέλει κι αυτό το χρόνο του, να βρει τα πατήματά του.
Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Εμμονές; Όσες θέλετε! Με απασχολούν πολύ η γλώσσα καθαυτή, η θέση της γυναίκας στον μεσαιωνικό και σύγχρονο κόσμο, η κάθετη παρουσία του Θεού στην ανθρώπινη ιστορία και η πολιτική με την τρέχουσα έννοια, την οποία συνήθως δάκνω κατά συρροή. Ως προς τις τεχνικές, ίσως επανέρχομαι στη νεορεαλιστική πρόζα και τη σάτιρα. Παρ’ όλα αυτά, δηλώνω εμπειροτέχνης: Δεν κατέχω παρά μόνο ενστικτωδώς τεχνικές και μεθόδους αφήγησης. Νιώθω πλήρης τεχνικών κενών. Μετά την επάνοδό μου στη λογοτεχνία ύστερα από μία περιπλάνηση επί δωδεκαετία σε άγονα εδάφη, θέλησα να γνωρίσω και επιστημονικά την τέχνη της γραφής σε μεγαλύτερο βάθος και γνώση. Οπότε, κάποτε που είχα ανακαλύψει τυχαία τα πρακτικά κάποιου συνεδρίου του τμήματος κλασικής φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ όπου μεταξύ άλλων αναφερόταν και το δικό μου όνομα μου ως συνεχιστή της ιδιαίτερης παράδοσης της αφηγηματικής λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης, θεώρησα υποχρέωσή μου να ευχαριστήσω την διοργανώτρια ακαδημαϊκό και της ανέφερα αυτό που μόλις είπα και σε εσάς κάπως και ως παράκληση. Μου απάντησε το εξής:
«Χαίρομαι που δεν γνωρίζετε μεθόδους και τεχνικές αφηγήσεις. Εμείς που τις γνωρίζουμε, προσπαθούμε να τις αποβάλουμε, ώστε να γράψουμε έργα που συγκινούν. Οι επιτηδευμένες τεχνικές είναι βαρίδια, ψυχραίνουν και βαραίνουν την αφήγηση. Άλλωστε οι λογοτέχνες δεν είναι για να εφαρμόζουν τις υπάρχουσες τεχνικές, αλλά με το ταλέντο τους να μας προσφέρουν καινούριες». Λυτρώθηκα. Η ανθρώπινη συνθήκη είναι ο παντοτινός γρίφος, όσο για τα αινίγματα, αισθάνομαι πως διαθέτω πολλές περισσότερες ερωτήσεις, παρά απαντήσεις. Αλίμονο στους συγγραφείς των βεβαιοτήτων.
Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Αλήθεια. Την αλήθεια όχι με εισαγγελική χροιά ούτε για το ρεαλιστικό του πράγματος. Αναφέρομαι σε προθέσεις και συναισθήματα.
Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;
Τάσσομαι αναφανδόν κι εξάπαντος με τους αδύναμους, τους αγωνιστές της ζωής και τους περιθωριακούς. Στα βιβλία μου, δεν τους κλείνω συνωμοτικά μόνο το μάτι, αλλά κλίνω και το γόνυ.
Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;
Η Ασπασία, πρώτη σύζυγος του παππού μου και κατά σάρκα γιαγιά μου, την οποία ποτέ δε γνώρισα. Πέθανε μόλις είκοσι τεσσάρων, με τα σημερινά δεδομένα σχεδόν παιδί, πάνω κάτω στην ηλικία του γιού μου σήμερα και καθώς έχω πια περισσότερα από τα διπλά της χρόνια, με βρήκε και ως κόρη μου. Με επισκέφτηκε μέσω της μίας και μοναδικής φωτογραφίας όπου αποτυπώνεται η μορφή της, όπως κάθε καλά κρυμμένο οικογενειακό μυστικό στο σεντούκι της μνήμης. Ένιωσα πως κοιτούσα μέσα σε έναν χάρτινο πολυκαιρισμένο καθρέφτη, ενώ προσπαθούσα να διακρίνω στα χαρακτηριστικά του προσώπου της το όμαιμο. Ζει πια στη νουβέλα μου «Γκουανό». Τελικά, ναι, κυλάει στο αίμα μας. Κι εμείς στο δικό της.
Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;
Την Ιλιάδα, ύμνο προς τη συντροφικότητα.
Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;
Θα αναφέρω δύο, που τα θεωρώ αδιαίρετα: Το «Χαμογέλα, ρε …, τι σου ζητάνε» και το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του αγίου των γραμμάτων μας Χρόνη Μίσσιου, στον οποίο, άλλωστε, οφείλω και τον λόγο για τον οποίο γράφω. Ο μάρτυρας Χρόνης είχε εν πολλοίς κοινά βιώματα με εκείνα του πατέρα μου όπως μας τα είχε αφηγηθεί στα χρόνια, όταν όμως είδα πως έκανε το αίμα του μελάνι με τόσο γενναιόδωρο τρόπο, πώς συνετρίβη ο ίδιος εξαιτίας της αγάπης του για τον Άνθρωπο, τότε συνέθλιψε για λογαριασμό μου και την αποστειρωμένη εικόνα που είχα –κακώς– σχηματίσει για τους συγγραφείς ως απρόσιτους.
Επανέρχομαι το ίδιο αδιαίρετα στα «Παιδιά της πιάτσας» και στα «Παλιόπαιδα τ’ ατίθασα» του Νίκου Τσιφόρου, διότι με ευφυέστατο τρόπο για τα δεδομένα της εποχής του δείχνει με το δάχτυλο τον υπόκοσμο της συντηρητικής, αστικής, μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας ως οργανικό της στοιχείο, ενώ η ίδια καμώνεται πως δε τον γνωρίζει, πως δεν τον έχει συναντήσει ποτέ. Ο Τσιφόρος μας συστήνει τον Κάτω της Κόσμο ως δομικό συστατικό στοιχείο του Πάνω της Κόσμου, σύσταση – χλεύη στη μικροαστική μας υποκρισία.
Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;
Γράφω σχεδόν πάντα με μουσική και διαβάζω σχεδόν πάντοτε με ησυχία. Ακόμα και μετά το τέλος μιας ημέρας γραψίματος, ας πούμε δηλαδή μετά από μία ημέρα δουλειάς, καταφεύγω και πάλι στην ανάγκη της ανάγνωσης συνήθως ελληνικής πεζογραφίας. Θεωρώ την ανάγνωση φυσική ανάγκη, συστατικό της ζωής, όπως το νερό, τον αέρα ή την τροφή, αλλά και μία απόλαυση που χαρίζω αποκλειστικά στον εαυτό μου και μόνο -όσο παρτάκικο κι αν ακούγεται αυτό- μέσα στην απαιτητική καθημερινότητα.
Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;
Ευχαρίστως. Πρόκειται για τη μετακίνηση ενός μισθοφορικού εκστρατευτικού πληθυσμού από την Δυτική Ευρώπη στη Μεσόγειο του ύστερου Μεσαίωνα με σκοπό κάπου εκεί να πατρίσει, αλλά τελικά εκπατρίζεται με βία με υπαιτιότητα του αρχικού του ναυλωτή. Το ενδιαφέρον για μένα είναι η άγνωστη μεσαιωνική μας ιστορία διά μέσου του αφηγηματικού τρόπου με τον οποίο οι Άλλοι μας περιγράφουν, εμάς που πάντοτε πιστεύουμε ότι είμαστε ο αΐδια περιούσιος λαός του πλανήτη και το κέντρο της γης. Μία παράλληλη ιστορία ενός ασύμβατου έρωτα ίσως σώσει την παρτίδα.