Γιατί τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα είναι μια ευνοϊκή εξέλιξη για την ελληνική οικονομία

Γιατί τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα είναι μια ευνοϊκή εξέλιξη για την ελληνική οικονομία

Του Ηλία Κικίλια

Η πρόσφατη απόφαση του Eurogroup δεν προσφέρεται ούτε για πανηγυρισμούς ούτε για οδυρμούς. Αποτελεί έναν ικανοποιητικό συμβιβασμό εντός του περιοριστικού πλαισίου των ρεαλιστικών δυνατοτήτων της χώρας στην παρούσα συγκυρία.  Το σημαντικότερο είναι ότι ανοίγεται μια ευκαιρία για τη χώρα και πάνω από όλα για το 1.000.000 ανέργων.

Ας δούμε, καταρχήν, που βρισκόμαστε σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές για την κατάσταση της οικονομίας το 1ο τρίμηνο του έτους:  Είχαμε αυξήσεις στην βιομηχανική παραγωγή (9%), τον δείκτη κύκλου εργασιών στη βιομηχανία (24%) , τον γενικό δείκτης όγκου των πωλήσεων των καταστημάτων λιανικής πώλησης (2,8%) και σημειώθηκε σημαντική άνοδος των πωλήσεων των επιβατικών αυτοκινήτων (36%), ενώ η ιδιωτική κατανάλωση εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 1,6%.  Αυξήσεις, επίσης, σημείωσαν οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (13%), με αύξηση των επενδύσεων σε μηχανολογικό, τεχνολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό (47%), οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (7%) ενώ οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις το πρώτο τρίμηνο του 2017 ανήλθαν σε € 1,08 δις (από € 0,3 δισ. στο 1ο 3μηνο του 2016 και από € 2,78 δις το 2016 ως σύνολο).  Σύμφωνα με την νέα εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ το ΑΕΠ της χώρας σημείωσε αύξηση κατά? 0,8% σε ετήσια βάση (0,4% σε 3μηνιαια βάση) στο 1ο 3μηνο 2017.

Δείχνουν αυτές οι στατιστικές ότι βγήκαμε ή βγαίνουμε από την κρίση ? Σε καμιά περίπτωση.  Δείχνουν όμως ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο όπου είναι εφικτή η επανεκκίνηση της οικονομίας. Ακόμη περισσότερο, η σταθερή αύξηση των εξαγωγών σε σταθερές τιμές, η σταθεροποίηση των επενδύσεων έστω σε χαμηλά επίπεδα και η σταθερή αύξηση της απασχόλησης τα τρία προηγούμενα χρόνια, δείχνουν την σταδιακή αλλά σταθερή ενίσχυση του εξωστρεφούς τομέα της οικονομίας.  Οι εξελίξεις αυτές δεν οφείλονται στις κυβερνητικές πολιτικές της τελευταίας τριετίας αλλά στην ίδια την κρίση. Η κρίση είναι που κατέστρεψε ένα μεγάλο τμήμα του μη ανταγωνιστικού κεφαλαίου και μαζί του 1 εκατομμύριο θέσεις εργασίας, υποτίμησε τις αξίες και την αμοιβή της εργασίας και έσπασε την φούσκα του κρατικού τομέα.

Μια αδιαμφισβήτητη ένδειξη είναι ότι μεταξύ του 2010 και του 2015, οι επιδόσεις στις εξαγωγές αγαθών, σύμφωνα με την  Eurostat, της Ελλάδας (+29%) ήταν ανώτερες της Ισπανίας (+26%) και της Ιταλίας (+18%) και λίγο μικρότερες της Πορτογαλίας (+32%).  Συνεπώς, αν εξαιρέσουμε τα έσοδα από τη ναυτιλία, η Ελλάδα κατέγραψε πολύ καλύτερες επιδόσεις στις εξαγωγές έναντι των άλλων ευρωπαϊκών χωρών που εφάρμοσαν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, παρά το γεγονός ότι οι Έλληνες επιχειρηματίες ασκούν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες σε ένα εξαιρετικά αντίξοο οικονομικό περιβάλλον. Αυτές οι επιδόσεις στον τομέα των εξαγωγών ήταν αποτέλεσμα της σημαντικής βελτίωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας ως προς τις τιμές και το κόστος κάτι που ήταν με τη σειρά του αποτέλεσμα του πρωτοφανούς προγράμματος μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2010-2016, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα 3 χρόνια. 

Το σημαντικότερο, κατά την άποψή μου, είναι ότι η συμφωνία με τους δανειστές για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2% στη συνέχεια είναι μια ευνοϊκή εξέλιξη για την ελληνική οικονομία.  Πολύ περισσότερο, είναι μια πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθήσουμε ακόμη και χωρίς την πίεση των δανειστών για τους εξής λόγους: 

Η κυριότερη αιτία για τις καθυστερήσεις μετά το καλοκαίρι του 2015, που δεν επιτρέπουν την επιτάχυνση της οικονομικής αναστροφής που έγινε ορατή το 2016 – η οποία δεν πιστώνεται σε κυβερνητικές πολιτικές, όπως και η δειλή αναστροφή του 2014 -  είναι  η απόφαση του ΔΝΤ από τις αρχές του 2015 να διακόψει τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα, σε συνδυασμό με την επιμονή κυρίως της Γερμανίας να μην δεχθεί τη συνέχιση του ελληνικού προγράμματος χωρίς το ΔΝΤ. Η πιο αρνητική συνέπεια είναι η συνεχής υποβάθμιση των από το ΔΝΤ των προοπτικών ανάπτυξης και δημοσιονομικής προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο 2021-2030, προκειμένου να αποδειχθεί η εκτίμησή του ότι το δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο.

Η μόνη διέξοδος για την Ελλάδα, συνεπώς, είναι η οριστική έξοδος από τα Μνημόνια και τις συναφείς «αξιολογήσεις» και η χρηματοδότησή της από τις αγορές. Ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι η αδιαμφισβήτητη αποκατάσταση της διεθνούς πιστοληπτικής αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας.  Στο πλαίσιο αυτό, το πρώτο σημαντικό βήμα έγινε ήδη με την εκτέλεση των προϋπολογισμών το 2010-2015 και κυρίως το μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 που εκτός των άλλων υποχρέωσε τους θεσμούς να κλείσουν άμεσα την 2η Αξιολόγηση και συνέβαλε στην υποβάθμιση ή και ακύρωση των εκτιμήσεων του ΔΝΤ για τις δυνατότητες και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. 

Το δεύτερο βήμα είναι η ανακοίνωση της προοπτικής και η πραγματική επιδίωξη επίτευξης υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ τα επόμενα 5 χρόνια και 2% ως το τέλος της επομένης δεκαετίας.. Η Ελλάδα έχει όχι μόνο την δυνατότητα αλλά την αναγκαιότητα να επιδιώξει με ένταση την πολιτική αυτή και έχει ήδη θεσπίσει και εφαρμόσει τα μέτρα που οδηγούν σε αυτό το αποτέλεσμα με ταυτόχρονη υγιή - διεθνώς ανταγωνιστική - ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.Σε κάθε περίπτωση, μόνο με σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα είναι δυνατή και εφικτή στην πράξη η οριστική έξοδος από τα Μνημόνια, η οποία αποτελεί σήμερα απαραίτητη προϋπόθεση για την δυναμική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

Η ευνόητη ερώτηση είναι: τα υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα δεν εμποδίζουν την ανάπτυξη της οικονομίας;  Η απάντηση είναι θετική όταν επιτυγχάνονται μέσω της «αποστράγγισης» των παραγωγικών πόρων αλλά αρνητική όταν έρχονται σαν αποτέλεσμα μιας υγιούς και εξωστρεφούς ανάπτυξης.  Η Ελλάδα – σε ένα ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον και με την σημαντική συνεισφορά του τουρισμού στο ΑΕΠ και την απασχόληση - έχει δυνατότητες υγιούς ανάπτυξης στα επόμενα έτη, με βάση τη σημαντικά βελτιωμένη διεθνή ανταγωνιστικότητά της και γενικά την αναδιάρθρωση της οικονομίας της υπέρ των κλάδων που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα.  Η επαναφορά της ομαλότητας θα διευρύνει τις δυνατότητες αυτές και θα επιταχύνει τις ευνοϊκές εξελίξεις. Αυτή η ανάπτυξη μπορεί να συμβάλλει όχι μόνο στην επίτευξη των αναγκαίων πλεονασμάτων, αλλά και στην αύξηση των διαθέσιμων πόρων ώστε να καταστεί δυνατή η μείωση της υπερφορολόγησης, η ενίσχυση της κοινωνικής πολιτικής και η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, της εγχώριας ζήτησης και της απασχόλησης.

Αυτονόητα, τα παραπάνω αποτελούν τις αναγκαίες συνθήκες.  Η ικανή συνθήκη αφορά το πολιτικό σύστημα:  Το maximum θα ήταν να διευκολύνει την επανεκκίνηση της οικονομίας.  Ας ελπίσουμε στο minimum, να μην συνεχίζει να την εμποδίζει.

*Ο Ηλίας Κικίλιας είναι Διευθυντής Ερευνών στο  Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και Γενικός Διευθυντής στο Ινστιτούτο ΣΕΤΕ.