Γιατί πρέπει να παραταθεί η σχολική χρονιά

Γιατί πρέπει να παραταθεί η σχολική χρονιά

Όπως σε αρκετές άλλες περιπτώσεις, τείνουμε να προσεγγίζουμε ως ελληνική ιδιαιτερότητα ένα θέμα που απασχολεί σχεδόν όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα ως συνέπεια της πανδημίας. Την ώρα που η Ιταλία έχει ήδη αποφασίσει την παράταση του σχολικού έτους έως τον Ιούλιο και κρατίδια της Γερμανίας συζητούν την εξάμηνη παράταση του σχολικού έτους, οφείλουμε και στη χώρα μας να εξετάσουμε προσεκτικά το ενδεχόμενο λήψης αυτού του μέτρου.

Βέβαια, τόσο προσεκτικά, όσο μας επιτρέπει μια προσέγγιση της πραγματικότητας που βασίζεται κυρίως σε εκτιμήσεις διαφόρων πλευρών και σχεδόν καθόλου σε ποσοτικά και ποιοτικά ερευνητικά δεδομένα και επίσημες καταγραφές. Και στην κατεύθυνση αυτή θα είχε πολλά να προσφέρει η ενισχυμένη αυτονομία και η ύπαρξη ενός εδραιωμένου συστήματος αυτοαξιολόγησης των σχολείων. Από ένα τέτοιο σύστημα θα μπορούσαμε να έχουμε πραγματικά δεδομένα από το κάθε σχολείο, βασισμένα σε έρευνες με ποικιλία προσεγγίσεων και οπτικών.

Και παραπέρα, τόσο αποτελεσματικά, όσο θα μας επέτρεπε ή ύπαρξη «μιας σκόπιμης στρατηγικής για την προστασία της ευκαιρίας για μάθηση», όπως προτείνεται σε πρόσφατο οδηγό του ΟΟΣΑ, «προκειμένου αυτή η διακοπή να μην προκαλέσει σοβαρές μαθησιακές απώλειες για τους μαθητές». Διότι, «ένα χαμένο σχολικό έτος μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμο με απώλεια μεταξύ 7% και 10% του εισοδήματος ζωής».

Στο Δημοτικό οι μαθήτριες/ές τη φετινή χρονιά στο διάστημα που ήταν κλειστά τα σχολεία παρακολούθησαν σχεδόν στο σύνολό τους συστηματικά μαθήματα εξ αποστάσεως, σύμφωνα με το πρόγραμμά τους. Η «ψηφιακή κοπάνα» δεν είναι διαδεδομένη, η στήριξη των γονέων είναι πολύ ενισχυμένη. Αυτό, βέβαια, σημαίνει επίσης, ότι οι μαθητές, όπως και οι εκπαιδευτικοί έχουν κουραστεί μετά από 2 σχολικά έτη υβριδικής σχολικής φοίτησης.

Στο Γυμνάσιο και το Λύκειο τα πράγματα είναι πολύ πιο πολύπλοκα και ακόμα πιο δύσκολα. Η «ψηφιακή κοπάνα» είναι πιο διαδεδομένη, η ηλικία πιο δύσκολη, οι απαιτήσεις πολύ μεγαλύτερες, οι καταλήψεις επιβαρύνουν, οι περιορισμοί που τίθενται από τις εξετάσεις και ιδιαίτερα τις Πανελλήνιες το κάνουν ασφυκτικό.

Από την άλλη, με την τηλεκπαίδευση μπορεί να διατήρησαν οι μαθήτριες/τές την αίσθηση του «ανήκειν» στη σχολική κοινότητα, όπως καταγράφεται και στην έρευνα «What did we learn from schooling practices during the COVID-19 lockdown?» (JRC/EC), να δημιούργησαν νέους μηχανισμούς συνεργασίας και να ανέπτυξαν νέες δεξιότητες, μπορεί τα μαθήματα να μην διακόπτονται αλλά ο ρυθμός κάλυψης διδακτέας ύλης μειώνεται και δημιουργούνται κενά και ανισότητες. Ο Πρωθυπουργός είπε «κάθε εβδομάδα στο σχολείο είναι κέρδος για τα παιδιά». Παράλληλα, κάθε εβδομάδα στο σπίτι (με τηλεκπαίδευση) μεταφέρει βάρος για την ποιότητα της εκπαίδευσης των παιδιών στις πλάτες των γονέων και στην ατομική ευθύνη.

Είναι ευθύνη της πολιτείας να συγκεντρώσει άμεσα τα διαθέσιμα δεδομένα και να αναλάβει το βάρος των αναγκαίων μέτρων. Να προτείνει τον προσφορότερο τρόπο αξιοποίησης του χρόνου της παράτασης, ώστε να καλυφθούν τα βασικά γνωστικά κενά και οι ανάγκες κοινωνικοποίησης των μαθητών. Το βήμα αυτό όμως πρέπει να ενταχθεί σε μια συνολική στρατηγική που θα αντισταθμίσει τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν και θα αξιοποιήσει την εμπειρία που αποκτήθηκε και τις ευκαιρίες που παρέχει η ψηφιακή εκπαίδευση, με βάση συστηματική δουλειά από διεπιστημονικές ομάδες ειδικών που θα κληθούν να εργαστούν για αυτόν τον σκοπό. Αν μας απασχολεί το τέλος της φετινής χρονιάς, πρέπει πολύ περισσότερο να μας απασχολήσουν οι επόμενες σχολικές χρονιές.

* Ο Γιάννης Κατσαρός είναι Υπεύθυνος Σπουδών και Έρευνας ΙΝΕΠ/ΕΚΔΔΑ και πρώην Σχολικός Σύμβουλος