Από την αρχή της πανδημίας, από αυτή τη στήλη, έχουμε ευχηθεί να μην πάει χαμένη όλη η εμπειρία που θα αποκτήσει το οργανωμένο κράτος κατά τη διαχείρισή της, όπως συνέβη με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, την επιτυχημένη διοργάνωση των οποίων θεωρούμε ορόσημο στην ιστορία της χώρας.
Έτσι λοιπόν, παρακολουθήσαμε με πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον τη διαδικτυακή εκδήλωση που διοργάνωσε προχθές ο «Κύκλος των Ιδεών» με θέμα: «Μνήμη και συνέχεια. Η οργάνωση του κράτους για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 ως μοντέλο διαχείρισης κρίσεων».
Η εκδήλωση ήταν μια από τις καλύτερες που έχει διοργανώσει ο «Κύκλος» (τις έχουμε παρακολουθήσει σχεδόν όλες) και σημαντικός παράγοντας στην επιτυχία της ήταν ο συντονισμός που έκανε η δημοσιογράφος Νίκη Λυμπεράκη η οποία κατάφερε να κρατήσει το ενδιαφέρον αμείωτο, επί δύο χώρες, στο «άχαρο διαδικτυακό περιβάλλον.
Είναι πραγματικά μεγάλος ο πειρασμός να σχολιάσουμε την πολιτική διάσταση της εκδήλωσης που τροφοδοτεί ήδη το «πολιτικό κουτσομπολιό» ή να αδράξουμε την ευκαιρία να κάνουμε επίδειξη πνεύματος με κάποια καυστικά σχόλια για όσα ειπώθηκαν από ορισμένους ομιλητές. Όμως, αφενός είμαστε δηλωμένοι εχθροί της παραπολιτικής, αφετέρου θα ήταν μεγάλο λάθος η ουσιαστική συζήτηση που έγινε και τα σημαντικά που ακούστηκαν να θαφτούν στην ηδονική κατανάλωση του εφήμερου.
Η διοργάνωση των Αγώνων από τη «μικρή, απείθαρχη Ελλάδα» ήταν μια εκστρατεία επικών διαστάσεων. Δεν ήταν μόνο η έγκαιρη κατασκευή των αναγκαίων υποδομών. Ποιος έχει ξεχάσει «το δράμα» του στέγαστρου του Ολυμπιακού Σταδίου, άλλωστε; Το σημαντικότερο κομμάτι της διοργάνωσης ήταν η εκπόνηση ενός πλήθους σχεδίων αντιμετώπισης κρίσεων αλλά και η εκπαίδευση πολλών στο να τα εφαρμόσουν.
Ακούγεται υπερβολική η αναφορά στους «πολλούς» που εκπαιδεύτηκαν στα πρωτόκολλα της διαχείρισης κρίσεων, όμως είναι ακριβώς έτσι. Θυμίζουμε την έκβαση της λεωφορειοπειρατείας στα ΚΤΕΛ Αττικής, τον Δεκέμβριο του 2004, λίγο μετά τους Αγώνες, όταν ο οδηγός του λεωφορείου αλλά και η ΕΛΑΣ εφάρμοσαν όσα είχαν μάθει ενόψει των Αγώνων της Αθήνας και η κρίση έληξε χωρίς θύματα.
Ένα ευέλικτο, επιτελικό κράτος μέσα στο «μεγάλο κράτος» είχε δημιουργηθεί για τους Αγώνες. Κι αυτός ήταν ο λόγος που πέτυχαν.
Το συμπέρασμα αυτό απαντά και στο θεωρητικό ερώτημα που θέτουμε κι εμείς συχνά - πυκνά μέσα από αυτή τη στήλη, αναφορικά με το εάν χρειαζόμαστε αυτό το περίφημο επιτελικό κράτος.
Το χρειαζόμαστε, είναι η απάντηση από τους ομιλητές και ειδικά από τον Βαγγέλη Βενιζέλο, όμως όχι αυτό που έχει δημιουργήσει η παρούσα κυβέρνηση, το είπε χωρίς περιστροφές. Δεδομένου ότι δεν είμαστε κι από τους φανατικότερους φίλους του σημερινού επιτελικού κράτους (για να το θέσουμε εύσχημα) δεν έχουμε πρόβλημα αυτό να το δεχτούμε.
Εξάλλου κι επί κυβέρνησης Αντώνη Σαμαρά, όταν ζούσαμε κάτω από τη «Δαμόκλειο Σπάθη» της ολοκλήρωσης των προαπαιτούμενων για να «ξεκλειδώσουν» οι δόσεις του δανείου (άτιμη μνήμη, μας έχει στοιχειώσει...) ένα είδος επιτελικού κράτους είχε στηθεί μέσα στο τότε Μαξίμου, με τον πρώην πρωθυπουργό να παρακολουθεί στον υπολογιστή του πως προχωρούσε η κυβέρνησή του και να σηκώνει το τηλέφωνο ο ίδιος για να πιέσει από θυρωρούς μέχρι υπουργούς, όταν αυτό ήταν επιβεβλημένο.
Χρειάζεται το επιτελικό κράτος, λοιπόν και η σχετική συζήτηση, πρέπει να μετατοπιστεί στο «τι επιτελικό κράτος θέλουμε». Σε αυτή τη συζήτηση, κάποια στιγμή θα πρέπει να πάρουν μέρος και τα στελέχη της σημερινής κυβέρνησης.
Το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι το γιατί δεν μαθαίνουμε. Γιατί αδυνατούμε να ενσωματώσουμε τον όγκο της εμπειρίας που έχουμε σωρεύσει ως κράτος εδώ και πολλά χρόνια, κάθε φορά που μας δόθηκε η ευκαιρία;
Δόθηκαν κάποιες απαντήσεις αλλά πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν τις βρήκαμε πειστικές. Μάλιστα, παρατηρώντας τον τόνο που είχαν υιοθετήσει κάποιοι στο πάνελ, μας μπήκε η ιδέα ότι φταίει το ύφος που έχουν, διαχρονικά, κάποιοι Έλληνες πολιτικοί με αξία που βρίσκονται να υπηρετούν σε θέσεις - κλειδιά.
Το είχε επισημάνει σε μια πρόσφατη παρέμβασή του στο δημοφιλές, βραδινό τηλεοπτικό πάνελ του Action24, ο αγαπημένος μας αρθρογράφος, ο Αντώνης Παπαγιαννίδης, το τσιτάρουμε από μνήμης: «Οι Έλληνες, μετά το δημοψήφισμα του 1974 για το πολιτειακό, απλώς δεν ανέχονται το βασιλικό ύφος ακόμα κι όταν αναγνωρίζουν τη σκληρή δουλειά που κάνει κάποιος πολιτικός. Το «ύφος πρίγκηπα» απλώς δεν είναι ανεκτό. Οι Έλληνες θέλουμε οι πολιτικοί μας να είναι ταπεινοί και να μας λένε σε κάθε ευκαιρία ότι μας υπηρετούν και όχι ότι μας ελεούν».
Είναι αλήθεια αυτό. Μπορεί να αναγνωρίζουμε την αξία, ακόμα και την αριστεία αλλά θέλουμε να τη διαπιστώνουμε μόνοι μας, οι ίδιοι και όχι να μας την «τρίβουν στα μούτρα» οι άξιοι και οι άριστοι, απαιτώντας να υποκλιθούμε στο μεγαλείο τους. Κανείς δεν υποκλίνεται σε κανέναν στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
Ας το βάλουμε κι αυτό στα «υπόψιν. Είναι πολύ σημαντικό για όσους από εμάς ομνύουμε στις μεταρρυθμίσεις. Μήπως, από ένα σημείο και μετά, είναι «θέμα ύφους»;
Κλείνοντας, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στην επισήμανση που έκανε ο Βαγγέλης Βενιζέλος ότι τα πρωτόκολλα που υιοθετήσαμε στους Αγώνες ήταν διεθνή, δοκιμασμένα και εφαρμόστηκαν επειδή βρισκόμασταν υπό διεθνή έλεγχο. Είναι εξαιρετικά γενναίο από μέρους ενός πολιτικού αυτής της εμβέλειας να το επισημαίνει. Άλλωστε, είναι ένα ζήτημα που επανήλθε πολλές φορές κατά τη διάρκεια των επετειακών εορτασμών των 200 χρόνων. Η λογοδοσία στους διεθνείς θεσμούς σε καμία περίπτωση δεν ακυρώνει την εθνική ανεξαρτησία ή ακόμα και την... ιδιοσυγκρασία. Τα σύγχρονα, δημοκρατικά κράτη είναι σημαντικά ακριβώς επειδή λογοδοτούν στην ανθρωπότητα μέσω των διεθνών οργανισμών που μετέχουν.