Της Μαίρης Βενέτη*
Την προηγούμενη εβδομάδα έγινε ξεκάθαρο πως η οικονομική δραστηριότητα της Ευρωζώνης βρίσκεται τις τελευταίες εβδομάδες σε καθοδική τροχιά.
Μια σειρά πρόδρομων δεικτών συγκλίνει σε αυτήν την εκτίμηση, αν και κατά πολλούς αναλυτές ενδεχομένως να οφείλεται σε συγκυριακούς λόγους.
Την ίδια άποψη ενστερνίστηκε την Πέμπτη και ο Κεντρικός Τραπεζίτης Μάριο Ντράγκι στο συνοδευτικό κείμενο της απόφασης της ΕΚΤ για αμετάβλητα επιτόκια.
Πιο συγκεκριμένα ο κ. Ντράγκι τόνισε πως μετά από αρκετά τρίμηνα κατά τα οποία η ανάπτυξη ήταν υψηλότερη από την αναμενόμενη, τα εισερχόμενα οικονομικά στοιχεία μετά την συνεδρίαση του Μαρτίου καταδεικνύουν έναν μετριασμό του ρυθμού ανάπτυξης, αλλά συνεχίζουν να ευθυγραμμίζονται με μια ισχυρή και ευρεία επέκταση της οικονομίας της Ευρωζώνης.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΚΤ, ο μετριασμός της ανάπτυξης μπορεί να αντανακλά μια υποχώρηση από τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που είχαν καταγραφεί ως τώρα, καθώς και προσωρινούς παράγοντες.
Συγκυριακοί ή όχι όμως οι λόγοι, ας δούμε τι έχει προβληματίσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ας ξεκινήσουμε με την γερμανική βιομηχανική παραγωγή η οποία έδειξε ήδη από τον Δεκέμβριο του 2017 σημάδια επιβράδυνσης, για να πραγματοποιήσει «βουτιά» 1,6% τον Φεβρουάριο του 2018, σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα.
Και τα στοιχεία του Μαρτίου δεν αναμένονται καλύτερα, καθώς η Ένωση Ευρωπαίων Κατασκευαστών Αυτοκινήτου ανακοίνωσε πως οι πωλήσεις αυτοκινήτων ήταν 5,3% χαμηλότερα τον Μάρτιο.
Επιπλέον προβληματισμούς πρόσθεσε και ένας από τους πιο αξιόπιστους δείκτες, ο ΙΜΚ του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου, ο οποίος δείχνει πιθανότητα ύφεσης κοντά στο 30%.
Αν λάβουμε υπόψιν ότι σύμφωνα με τον συγκεκριμμένο δείκτη, πριν από έναν μόλις μήνα η πιθανότητα για ύφεση ήταν σχεδόν μηδενική, μπορούμε να βγάλουμε εξαιρετικά χρήσιμα συμπεράσματα για το πόσο γρήγορα μπορεί να αλλάξει η ψυχολογία.
Το πρόβλημα είναι βαθύτερο
Μια τέτοια δραματική αλλαγή όμως στις εκτιμήσεις , δεν μπορεί να οφείλεται μόνο στην μικρή επιδείνωση των πρόσφατων μακροοικονομικών στοιχείων της Ευρώπης, τα οποία άλλωστε μπορούν να αναστραφούν στο άμεσο μέλλον.
Οι δείκτες εμπιστοσύνης προφανώς έχουν επηρεαστεί και από άλλες συνισταμένες, όπως οι φόβοι για έναν ενδεχόμενο εμπορικό πόλεμο.
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμα αν ο κύριος στόχος της νέας εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ είναι η Κίνα.
Μέχρι λοιπόν να αποσαφηνιστούν οι προθέσεις του, οι εκτιμήσεις για την Ευρωζώνη θα είναι ιδιαίτερα συντηρητικές, εξαιτίας του μεγάλου πλεονάσματος που εμφανίζει στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Ένας άλλος λόγος για τη μιζέρια που δείχνουν οι πρόδρομοι οικονομικές δείκτες είναι η ανατίμηση του ευρώ.
Η ημερήσια συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ έχει αυξηθεί κατά περίπου 7% το περασμένο έτος, γεγονός δυσβάσταχτο για μια οικονομία που είναι εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι μπορεί το μεγαλύτερο μέρος της μεταβολής της ισοτιμίας να καταγράφηκε πέρυσι, αλλά το «ωστικό κύμα» στα νούμερα είναι λογικό να έφθασε φέτος.
Οι εποχικοί παράγοντες επίσης πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Οι καιρικές συνθήκες φέτος στην ουσία λειτούργησαν σαν τροχοπέδη στη βιομηχανική παραγωγή, με αποτέλεσμα την κάμψη των ανάλογων δεικτών οικονομικής δραστηριότητας.
Για να προχωρήσει όμως η σκέψη μας και λίγο παρακάτω, υπάρχουν και οι μη συγκυριακοί παράγοντες στους οποίους οφείλεται το χαμηλό βαρομετρικό των εκτιμήσεων για την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη.
Οι εκλογές στην Ιταλία- η οποία σημειωτέον ακόμα δεν έχει κυβέρνηση- αποτελούν το καλύτερο παράδειγμα, γιατί το φρένο στην αναπτυξιακή ταχύτητα της Ευρωζώνης έχει υπαρξιακό χαρακτήρα.
Η Ε.Ε. δεν έχει επί της ουσίας εργαλεία για να ανταπεξέλθει σε μια κρίση κρατικού χρέους στην Ιταλία και ως εκ τούτου, δεν έχει καταφέρει να νικήσει τον ευρωσκεπτικισμό εντός των κόλπων της.
Ο φόβος που σκάβει στην ουσία την επενδυτική ψυχολογία, είναι ότι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας-το εργαλείο διάσωσης της Ευρωζώνης – είναι ανεπαρκής να αντιμετωπίσει σοβαρές κρίσεις.
Και θα παραμείνει ανεπαρκής, καθώς η συνάντηση της Άνγκελα Μέρκελ και του Εμανουέλ Μακρόν στο Βερολίνο, αποκάλυψε τις βαθιές διαφορές στην οπτική γωνία των δύο ηγετών.
Μπορεί η μεταρρυθμιστική ατζέντα του προέδρου Μακρόν να μην είναι η απάντηση για όλα τα προβλήματα, αλλά τουλάχιστον προσφέρει έναν ενιαίο μηχανισμό στήριξης για τον τραπεζικό τομέα και ανοίγει την πόρτα στις υποδομές.
Η Γερμανία όμως έχει απορρίψει το γαλλικό σχέδιο, προβληματίζοντας ακόμα περισσότερο τις αγορές και φυσικά τον τραπεζικό δείκτη Stoxx 600 που είναι ακόμη 48% χαμηλότερα από το 2008, παρόλο που οι επενδυτές έχουν πληρώσει 0,5 τρισ. ευρώ σε κεφάλαια για την ανακεφαλαιοποίηση των ευρωπαϊκών τραπεζών, σύμφωνα με στοιχεία του Dealogic.
Αν σκεφτεί κανείς ότι παρά τα ποσά που συγκεντρώθηκαν σε κεφάλαια για να βοηθήσουν στην εξυγίανση των ευρωπαϊκών τραπεζών, υπήρχαν ακόμη 880 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενων δανείων στις ευρωπαϊκές τράπεζες μέχρι τα τέλη της περασμένης χρονιάς, μπορεί να καταλάβει γιατί ο Μάριο Ντράγκι ανακοίνωσε ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν στα σημερινά χαμηλά επίπεδα, αρκετά μετά το πέρας του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης.
Ανακοίνωση που σίγουρα «πλήγωσε» την αισιοδοξία των τραπεζιτών και των επενδυτών του τραπεζικού τομέα.
Γιατί, πού ποντάρουν όλοι;
Ότι η οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη θα έχει ως αποτέλεσμα υψηλότερα επιτόκια και αυτά με τη σειρά τους θα οδηγήσουν τις τράπεζες σε υψηλότερα περιθώρια δανεισμού, εξέλιξη που εν κατακλείδι θα φανεί στην τελική γραμμή αποτελεσμάτων του τραπεζικού τομέα, ανεβάζοντας την κερδοφορία και αποζημιώνοντας μετόχους και καταθέτες για την ταλαιπωρία.
Τι άκουσαν την Πέμπτη;
Ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν χαμηλά για πολύ καιρό ακόμα και ότι ο ρυθμός ανάπτυξης μετριάστηκε.
Ντράγκι Οδύσσεια
Το να «γειώνεις» την αισιοδοξία, μετά από μια δεκαετία φθοράς και επενδυτικής ταλαιπωρίας, δεν είναι ό,τι καλύτερο για τις αγορές μακροπρόθεσμα.
Σκεφτείτε για παράδειγμα τους μετόχους της μεγαλύτερης σε αξία γερμανικής τράπεζας, της Deutsche Bank. Από τα τέλη του 2007 έχουν χάσει το 85% της αξίας της επένδυσης τους.
Προσθέστε ότι η εν λόγω τράπεζα με κεφαλοποίηση 24 δισ., έχει εκδόσεις τίτλων την τελευταία δεκαετία ύψους 30 δισ., για να κατανοήσετε πλήρως τους λόγους που η επενδυτική ψυχολογία είναι μεν θετική, αλλά εξαιρετικά εύθραυστη αν αλλάξουν οι οικονομικές προοπτικές.
Στην ουσία η ΕΚΤ είναι ανάμεσα στις Συμπληγάδες, με τον Μάριο Ντράγκι να προσπαθεί να περάσει την Ευρωζώνη ανάμεσα τους αλώβητη.
Είναι εμφανές ότι φοβάται μια επιθετικότερη επιτοκιακή πολιτική, εν όψει ποσοτικής σύσφιξης από τη μια και εύθραυστης οικονομικής ανάπτυξης από την άλλη.
Για αυτό και άφησε αμέσως το γκάζι, μόλις οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη μετριάστηκαν.
Προφανώς ποντάρει στην έστω σταδιακή βελτίωση που παρουσιάζει το ενεργητικό των ευρωπαϊκών τραπεζών, πιστεύοντας ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί, καθώς οι πιέσεις των ρυθμιστικών αρχών για εξυγίανση των ισολογισμών τους παραμένουν σε ισχύ, ενώ ταυτόχρονα το οικονομικό περιβάλλον εξακολουθεί να είναι αρκετά υποστηρικτικό.
Οι γεωγραφικές ανισότητες όμως είναι σαφείς σε ορισμένες χώρες, ιδίως στη Νότια Ευρώπη, η οποία εμφανίζει πολύ υψηλότερα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από ό, τι οι Βόρειοι γείτονες. Πολλοί εκ των οποίων εξακολουθούν να μη συμφωνούν με δομικές μεταρρυθμίσεις, που θα μπορούσαν να επαναφέρουν πλήρως την εμπιστοσύνη καθολικά και ως εκ τούτου να επιταχύνουν την τραπεζική εξυγίανση σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη και μήκη της Ένωσης.
Οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων σαφέστατα υποδεικνύουν ότι έχουμε απομακρυνθεί από έναν κεντρικό προϋπολογισμό για την Ευρωζώνη. Ο οποίος όμως είναι η βασική προϋπόθεση για να αντέξει μελλοντικά μακροοικονομικά σοκ.
Επίσης δεν θα υπάρξει σύντομα κοινή ασφάλιση καταθέσεων.
Κάτι που καθιστά το εγχείρημα της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης ατελέστατο.
Αναρωτιέμαι πόσο αποτελεσματικός μπορεί να είναι ένας καλός καπετάνιος, όταν οι αξιωματούχοι του αγνοούν τις οδηγίες του.
Αυτό κάνει στην ουσία η νομισματική ένωση της Ευρώπης, αρνούμενη να διορθώσει τα προβλήματα της.
Προφανώς ο Μάριο Ντράγκι εύχεται οι ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης που καταγράφηκαν κατά τη διετία 2016 και 2017 να επανέλθουν και να μην αποδειχθούν μια προσωρινή ανακούφιση μετά από οχτώ χρόνια λιτότητας.
Στην ουσία ευελπιστεί οι «καιρικές συνθήκες» να υποκαταστήσουν την έλλειψη συντονισμού του πληρώματος της Ευρωζώνης, που προφανώς δεν έχει σύμπνοια για τις συντεταγμένες της ρότας του.
* Η κ. Μαίρη Βενέτη είναι Πιστοποιημένη Διαχειριστής από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.