Του Γιάννη Κουτσομύτη
Λίγες ώρες μας χωρίζουν από την πρώτη εκλογική αναμέτρηση στη χώρα μετά το δραματικό 2015 και παρότι πάντα η κάλπη μπορεί να κρύβει εκπλήξεις, μπορούμε εν τούτοις να μιλήσουμε με σχετική βεβαιότητα ότι ο Σύριζα σε κάθε περίπτωση θα υποστεί μια καθαρή πολιτική ήττα.
Αυτή η ήττα του Σύριζα έχει βέβαια τις βάσεις της στο τραγικό σερί των ψεύτικων υποσχέσεων του 2015 και της προσβλητικής για το μέσο πολίτη προσπάθειας διαστρέβλωσης της πραγματικότητας για το τι σήμαινε η ολέθρια διαπραγμάτευση του α'' εξαμήνου του 2015 και τα μέτρα που συμπεριλάμβανε το 3ο και αχρείαστο Μνημόνιο το οποίο επέβαλλε στη χώρα ο Αλέξης Τσίπρας.
Οι δραματικές περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, οι εξωφρενικές αυξήσεις της φορολογίας, τα capital controls, η υποβάθμιση των δημοσίων υπηρεσιών, ο παράλογος και άδικος νόμος Κατρούγκαλου για το ασφαλιστικό αποτελούν τις βασικές αιτίες που από το 2016 σε συνδυασμό με την ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ ανέτρεψαν την πολιτική ηγεμονία του Σύριζα και έφεραν έκτοτε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε σταθερή δημοσκοπική πρωτιά.
Ακόμη όμως και αυτό το πολύ σοβαρό ντεζαβαντάζ είχε τη δυνατότητα ο Σύριζα να το μειώσει σημαντικά, καθώς μπορούσε να κεφαλαιοποιήσει ένα μέρος της λήξης του Μνημονίου μετά τον περασμένο Αύγουστο, και να επωφεληθεί της σχετικής αύξησης του ΑΕΠ, και κυρίως της ανοχής ή και στήριξης από το σύνολο σχεδόν του ξένου παράγοντα. Να κεφαλαιοποιήσει ακόμη και τις κυνικές παροχές προς τους συνταξιούχους και άλλες ειδικές ομάδες του πληθυσμού και της φανερής ή αφανούς στήριξης από πολλά ΜΜΕ.
Αντί όμως ο Σύριζα και ο Αλέξης Τσίπρας να επικεντρωθούν σε αυτά τα «αβαντάζ» και να προτάξουν μια θετική ατζέντα για τη χώρα με προτάσεις που μπορούν να ωθήσουν την Ελλάδα μπροστά ξεπερνώντας ιδεολογικές αγκυλώσεις και στηρίζοντας τις επενδύσεις για να υπάρξει ανάπτυξη, επέλεξε να παίξει το χαρτί της αρνητικής προπαγάνδας, της διαστρέβλωσης των θέσεων του αντιπάλου και του διχασμού των Ελλήνων σε “προοδευτικούς” και “ακροδεξιούς εθνικιστές” με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Αν ανατρέξει κανείς στα εγχειρίδια της πολιτικής στρατηγικής θα δει ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί ένας πολιτικός φορέας να κερδίσει μια εκλογική αναμέτρηση και να ανατρέψει μια εις βάρος του δημοσκοπική διαφορά βασιζόμενος σε μαύρη προπαγάνδα και ακατάσχετη κινδυνολογία για τα “φοβερά κακά” που θα συμβούν στους Έλληνες εάν η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης κερδίσουν τις εκλογές.
Εκτός από μια πολύ ισχνή μειοψηφία ψηφοφόρων που κινούνται με βάση τυφλούς ιδεολογικούς δογματισμούς και προσωπικά οφέλη, οι υπόλοιποι Έλληνες δεν πείθονται από μια μαύρη και αρνητική καμπάνια κατά του αντιπάλου, με συνθήματα τύπου “ο Μητσοτάκης θα μας βάλει να δουλεύουμε 7 ημέρες την εβδομάδα” ή αυτά περί… ελίτ.
Και ο λόγος που οι Έλληνες δεν πείστηκαν από την αρνητική καμπάνια του Σύριζα είναι εξαιρετικά απλός: Η πλειοψηφία έχει πειστεί ότι απαιτείται ένα άλλο σχέδιο. Ένα άλλο μείγμα πολιτικής. Ένα πρόγραμμα που θα διατηρήσει την Ελλάδα μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών δίνοντας ώθηση για πραγματική αλλαγή της οικονομίας με στόχο τις νέες δουλειές για όλους.
Ένα πρόγραμμα όπως αυτό που έχουν καταρτίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ΝΔ, το οποίο δεν υποτιμά τη νοημοσύνη των Ελλήνων με υποσχέσεις για και κυρίως με ψευδεπίγραφες έωλες ελπίδες.
Το βασικό λάθος του Αλ. Τσίπρα είναι ότι υποτιμά τους Έλληνες. Θεωρεί ότι ονομάζοντας το προεκλογικό επίδομα 13η σύνταξη θα πείσει τους «αδαείς», τον «λαό» καθώς και ότι η διχαστική ρητορεία μπορεί να βρεί ευήκοα ώτα με εμφυλιοπολεμικού τύπου αναφορές.
Όμως η ψήφος αφορά το μέλλον και όχι το παρελθόν. Η τιμωρητική ψήφος άλλωστε πέφτει σε αυτούς που έχουν πεί ψέματα. Αυτοί που έχουν πρόγραμμα και προτάσεις επιδιώκουν τη θετική.