«Τι άλλαξε μέσα σε έξι μήνες τόσο πολύ στην Ελλάδα από την προηγούμενη αξιολόγηση της Moody''s; Βελτιώθηκε τόσο πολύ η κατάσταση;», διερωτάται ο Παναγιώτης Πετράκης, καθηγητής Οικονομικών Επιστημών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστημίου Αθηνών, επιχειρώντας να αιτιολογήσει την θεαματική αλλαγή στάσης του ξένου οίκου.
Και απαντά ότι το πιο λογικό να υποθέσει κανείς, είναι πως τότε η Moody''s ήταν πολύ πιο αυστηρή απ'' όσο έπρεπε, όταν σήμερα είναι μάλλον πιο... αισιόδοξη απ'' όσο δικαιολογούν οι συνθήκες.
Στο κρίσιμο ερώτημα κατά πόσο είναι δυνατή η «καθαρή έξοδος της Ελλάδας χωρίς επιπλέον στήριξη», όπως υποστηρίζει ο ξένος οίκος, αναδεικνύει το θέμα του “κόστους”. Και επισημαίνει ότι σύμφωνα με μια στοιχειώδη ανάλυση κινδύνου, εφόσον συμπέσει μια άνοδος των επιτοκίων με ένα νέο πολιτικό κύκλο, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια κατάσταση, όπου παρ'' ότι θα έχουμε κάνει «καθαρή έξοδο», τελικά να αναγκαστούμε ξανά να ζητήσουμε στήριξη, όπως μια προληπτική γραμμή.
Αν και εκτιμά ότι οι απόψεις της Moody''s για την πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι σε γενικές γραμμές σωστές, ωστόσο παρατηρεί ότι δεν λαμβάνουν υπόψιν ή υποεκτιμούν το ενδεχόμενο μιας εσωτερικής πολιτικής αναταραχής ή μιας εξωτερικής αρνητικής επίδρασης.
Συνέντευξη στο Γιώργο Φιντικάκη
Θεωρείτε υπεραισιόδοξες τις εκτιμήσεις της Moody''s για την ελληνική οικονομία, όπως και την αναβάθμιση όχι κατά μία, αλλά κατά δύο βαθμίδες της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας;
Αρκετοί αιφνιδιάστηκαν από την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας άρα και των ομολόγων της από την Moody's κατά δύο βαθμίδες. Παρόλο που θέλουμε ακόμα έξι βαθμίδες για να ξεφύγουμε από την κατηγορία junk και να εισαχθούν τα ομόλογά μας σε μία επενδυτική βαθμίδα, είναι μία καλή κίνηση για το μέλλον.
Πιστεύω ότι οι εκτιμήσεις της Moody's για την πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι περίπου ορθές. Συνήθως όμως οι εκτιμήσεις αυτές δε λαμβάνουν υπόψη τους ή υποεκτιμούν το ενδεχόμενο μίας εσωτερικής πολιτικής αναταραχής ή μίας εξωτερικής αρνητικής επίδρασης.
Όπως για παράδειγμα, τις επανειλημμένες εκλογικές αναμετρήσεις του 2019 ή τις "απειλές" της Τουρκίας. Επίσης δε λαμβάνουν υπόψη τους την απίστευτη ικανότητα των πολιτών και των επιχειρήσεων να προσαρμόζονται στις εκάστοτε φορολογικές συνθήκες (μετά από ένα ή δύο χρόνια) και να μειώνουν τις προοπτικές δημιουργίας πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων.
Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι η Moody's επισημαίνει ότι κάτι παρόμοιο έχει συμβεί ξανά το 2014 αλλά "ο κίνδυνος να εκτροχιαστεί ξανά η δημοσιονομική και οικονομική πρόοδος είναι πολύ χαμηλός". Είμαι λίγο σκεπτικός εάν αυτό είναι πλέον ακριβές.
Ανέκαθεν ωστόσο η Moody's ήταν εξαιρετικά μετρημένη απέναντι στην Ελλάδα, τουλάχιστον στη διάρκεια της κρίσης. Τώρα, εμφανίζεται πολύ πιο "φιλικά διακείμενη" απέναντί μας. Είδε ξαφνικά στην Ελλάδα ένα "οικονομικό θαύμα", παρά τις πανθομολογούμενες παθογένειες της οικονομίας μας;
Θεωρώ ότι έχουμε εξέλθει από την κρίση και δικαιολογείται λίγο περισσότερη αισιοδοξία. Εξάλλου όταν κάποιος θέλει να είναι αισιόδοξος βρίσκει λόγους να αγνοήσει ορισμένες παραμέτρους. Μην ξεχνάτε την εμπειρία του 2008 όπου οι οίκοι συζούσαν με τον ελέφαντα στο ίδιο δωμάτιο και δεν είχαν αντιληφθεί το παραμικρό!
Πιο ενδιαφέρουσες όμως είναι η αιτιολόγηση της απόφασης της Moody''s. Ιδίως δε εάν την συγκρίνουμε με το αμέσως προηγούμενο rating action (11 Ιουλίου 2017 μετά το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης) από τον ίδιο οίκο. Ενώ τότε θεωρούσε το "credit profile περιορισμένο (constrained) από το υψηλό επίπεδο χρέους, ένα αδύνατο τραπεζικό τομέα και αβεβαιότητες από την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταβολών", σήμερα ο οίκος θεωρεί ότι η Ελλάδα έχει κατακτήσει μία δημοσιονομική και θεσμική βελτίωση υπό το βάρος της εφαρμογής του 3ου Μνημονίου. Μάλιστα πιστεύει ότι αυτή η βελτίωση θα έχει διάρκεια στα επόμενα χρόνια, έτσι ώστε να υποστηριχθεί και η οικονομική ανάκαμψη και το τραπεζικό σύστημα.
Άραγε μέσα σε έξι μήνες βελτιώθηκε τόσο πολύ η κατάσταση στην Ελλάδα; Δεν είναι πολύ λογικό. Πιο λογικό είναι να υποθέσουμε ότι τότε ήταν πολύ πιο αυστηρή απ'' ότι έπρεπε, όταν σήμερα είναι ίσως πιο αισιόδοξη απ' όσο θα περίμενε φυσιολογικά κάποιος.
Θα ήταν λάθος να εικάσουμε ότι η έκθεση της Moodys, ενός σοβαρού οίκου, αποτελεί στην ουσία ένα "πολιτικό δώρο" στην ελληνική κυβέρνηση; Είναι στην πρακτική των σοβαρών οίκων τέτοιες κινήσεις, ανάλογα με τη συγκυρία;
Οι οίκοι αξιολόγησης είναι ιδιόμορφοι παίκτες στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Μετά το 2007 – 2009 αντιμετωπίστηκαν με πολύ μεγάλη επιφύλαξη δεδομένου ότι ήταν κοινό μυστικό πως είχαν αναπτύξει δραστηριότητες που τους δημιουργούσαν αντιτιθέμενα συμφέροντα, μεγαλώνοντας τον ηθικό κίνδυνο να προστατέψουν το δημόσιο συμφέρον. Παρόλα αυτά διατήρησαν την παρουσία τους και έχουν σήμερα ένα πολύ σοβαρό ρόλο σε κρίσιμα θέματα όπως π.χ. η οργάνωση των μεγάλων χαρτοφυλακίων.
Έπαιξαν και παίζουν ένα σύνθετο ρόλο δεδομένου ότι στο χώρο των ενδιαφερόντων τους βρίσκονται μια μεγάλη σειρά επενδυτικών δραστηριοτήτων. Μεταξύ των άλλων είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι στο άνοιγμα νέων αγορών που θα μπορούσαν να κάνουν χρήσιμες τις υπηρεσίες τους. Η περιοχή του κόσμου όπου βρισκόμαστε προσφέρει πολλές παρόμοιες δυνατότητες. Οι αξιολογήσεις τους λοιπόν έχουν συνήθως μια συνολική αντίληψη, όχι πάντοτε εύκολα κατανοητή με μια πρώτη ματιά.
Στην έκθεση γίνεται αναφορά για "καθαρή έξοδο της Ελλάδας χωρίς επιπλέον υποστήριξη και προϋποθέσεις, παρά μόνο με το μαξιλάρι ρευστού που μαζεύει η κυβέρνηση". Πως το σχολιάζετε;
Η Moody's αναφέρεται στο γεγονός ότι θα μπορούσαμε να χρηματοδοτήσουμε τις ανάγκες μας, μέχρι το τέλος του 2019, εάν χρειαστεί από το cash buffer. Πότε θα χρειαστεί; Εάν τα επιτόκια είναι υψηλά (το τι είναι υψηλό θέλει συζήτηση) ή εάν οι προοπτικές της Ελληνικής οικονομίας χειροτερεύσουν ξανά (π.χ. πολιτικός κύκλος, εξωτερικές ή εσωτερικές εντάσεις κ.τ.λ.).
Έτσι και αλλιώς θα βρισκόμαστε σε μία εντονότερη εποπτεία από αυτή που προβλέπει το European Semester λόγω του ότι η ΕΚΤ διακρατεί ελληνικά ομόλογα (δεν είναι σίγουρο ότι θα έχουμε αναβαθμιστεί μέχρι τον Αύγουστο του 2018 πέντε ή έξι βαθμίδες που είναι απαραίτητο). Επίσης το χρέος μας είναι αρκετά υψηλό έτσι ώστε το πρωτογενές δημόσιο πλεόνασμα θα παρακολουθείται από τους ετέρους αρκετά στενά, ενεργοποιώντας διάφορες ρήτρες εάν χρειαστεί, στις οποίες και έχουμε ήδη συμφωνήσει.
Παρ'' όλα αυτά, οικονομολόγοι όπως ο Daniel Gros, αλλά και αναλυτές, think tanks, και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Ι. Στουρνάρας, θεωρούν ότι η Ελλάδα χρειάζεται οπωσδήποτε προληπτική γραμμή στήριξης, και ότι δεν πρέπει να οδηγηθεί σε καθαρή έξοδο. Συμφωνείτε;
Οι έγκριτοι οικονομολόγοι στους οποίους αναφέρεστε ουσιαστικά θέτουν το θέμα του "κόστους" της καθαρής εξόδου. Είναι εμφανές ότι μπορούμε να έχουμε μία καθαρή έξοδο: Και με επιτόκιο 5% μπορούμε να μαζέψουμε αρκετά δισεκατομμύρια. Είναι όμως λογικό; Υποστηρίζουν ότι είναι πιο απλό να κάνουμε ένα επόμενο πιο σίγουρο απλό βήμα για τον επόμενο χρόνο.
Σύμφωνα πάντως με μια στοιχειώδη ανάλυση κινδύνου, εφόσον συμπέσει μια άνοδος των επιτοκίων με ένα νέο πολιτικό κύκλο, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια κατάσταση, όπου παρ'' ότι θα έχουμε κάνει "καθαρή έξοδο", να αναγκαστούμε ξανά να ζητήσουμε στήριξη, όπως μια προληπτική γραμμή στήριξης.
Πώς ερμηνεύετε ότι η έκθεση αποκλίνει τόσο πολύ από τις απόψεις του Μ. Draghi, και άλλων όμως οίκων αξιολόγησης, στο θέμα της καθαρής εξόδου; Μήπως επιχειρείται με τέτοιες εκθέσεις να "αποδυναμωθεί" τρόπον τινά, η επιχειρηματολογία Draghi;
Ο τραπεζικός χώρος είναι και πρέπει να είναι πολύ λιγότερο ριψοκίνδυνος από ότι οι άλλοι χώροι. Πολλές τράπεζες κατέρρευσαν το 2007 – 2009, αλλά όχι και η Moody's παρόλο και conflicts of interests είχαν εμφανιστεί, και αστοχίες αξιολόγησης περίπλοκων επενδυτικών προϊόντων είχαν γίνει.
Σε κάθε περίπτωση είναι δυνατόν η Moody''s να υποστηρίζει ότι θα βγούμε στις αγορές, αυτοχρηματοδοτώντας τις ανάγκες μας με βιώσιμα επιτόκια, όταν απέχουμε ακόμη πέντε και έξι βαθμίδες για να ξεφύγουμε από το junk;
Η τελευταία αυτή ερώτησή σας αναδεικνύει και το ζήτημα γύρω από το οποίο περιστρέφεται η συγκεκριμένη αξιολόγηση (21/2/2018) εάν ιδιαίτερα την συγκρίνει κανείς με τις προηγούμενες αξιολογήσεις της Moody's, στις 11/7/2017 ή στις 23/6/2017.
Αναδεικνύει δηλαδή πόσο δύσκολο είναι το εγχείρημα της «καθαρής εξόδου». Φυσιολογικά θα προχωρήσουν οι συγκεκριμένες αναβαθμίσεις το 2018 και 2019 και εάν όλα πάνε καλά στα επόμενα δύο χρόνια θα επιτύχουμε τη ζητούμενη αναβάθμιση. Αλλά μόνο αν όλα πάνε καλά!