Κάποιοι αναρωτιούνται γιατί γίνεται τόση συζήτηση για τους νεκρούς της Μαρφίν και τι είναι αυτό που τους ξεχωρίζει από άλλους νεκρούς.
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Κανείς νεκρός δεν έχει κάτι διαφορετικό από κάποιον άλλον. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της βίας και της τρομοκρατίας, οι νεκροί, οι τραυματίες, αυτό που συνηθίζουμε να ορίζουμε ως θύματα του εξτρεμισμού και της τρομοκρατίας, δεν διαχωρίζονται. Δεν υπάρχει καλή και κακή βία. Κανένα ιδεοληπτικό πρόσημο (πολιτικό, θρησκευτικό, μηδενιστικό) δεν μπορεί να δικαιολογήσει μία βίαιη πράξη που οδηγεί σε θάνατο ή σε βαριές σωματικές, αλλά και ψυχικές βλάβες. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί νεκροί, γιατί κανείς δεν έχει το δικαίωμα να κρίνει, να δικάζει και να καταδικάζει ανθρώπους. Η εξτρεμιστική βία και η τρομοκρατία βρίσκονται σε ευθεία αντιδιαστολή με τη δημοκρατία, το κοινωνικό συμβόλαιο, τους θεσμούς και τον ίδιο τον κυτταρικό τύπο των ανθρωπίνων κοινωνιών.
Γιατί λοιπόν η Μαρφίν;
Γιατί ήταν το γεγονός της πολιτικής βίας της ύστερης φάσης της Μεταπολίτευσης. Ήταν μία βίαιη ρωγμή που σφράγισε με το αίμα των συνανθρώπων μας την περίοδο της μαζικής βίας διαφορετικής κλίμακας. Ο θυμός, η τυφλή οργή, η πόλωση, ο βαθύς πολιτικός διχασμός δημιούργησε ένα υπόστρωμα που εκμεταλλεύτηκαν οι ακραίες ομάδες που πάντα στέκονται απέναντι στη δημοκρατία και στην πρόοδο της κοινωνίας. Κανονικά η τραγωδία στη Μαρφίν θα έπρεπε να πάγωνε το διχασμό. Θα έπρεπε να λειτουργήσει όπως κάποιοι θάνατοι που οδηγούν ακόμη και τους πλέον πολεμοχαρείς και βίαιους ανθρώπους να αφήσουν τα όπλα τους και να σκεφτούν «που φτάσαμε; Πως γίναμε έτσι;». Αυτή θα ήταν η λογική αντίδραση σε αυτή τη μαύρη σελίδα της πρόσφατης πολιτικής μας ιστορίας. Δυστυχώς όμως, οι θάνατοι των τριών ανθρώπων στη Μαρφίν δεν μηδένισαν το κοντέρ της βίας που είχε φουντώσει μετά τις βίαιες διαδηλώσεις που ακολούθησαν το θάνατο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008.
Πως θα μπορούσε όμως να λειτουργήσει με αυτό τον τρόπο η τραγωδία αυτή όταν για μέρος της κοινωνίας, αλλά και του πολιτικού συστήματος αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα ταμπού. Μία δύσκολή και άβολη σελίδα που δεν θέλουν και δεν τολμούν να γυρίσουν όλοι αυτοί που ανέχονται, δικαιολογούν και υποστηρίζουν την πολιτική βία. Όταν λοιπόν έχεις αυτά τα φοβικά αντανακλαστικά έναντι μίας στυγερής δολοφονίας δεν μπορείς να ξεπεράσεις αυτό το τραύμα. Ας είμαστε ειλικρινείς, κάποιοι δεν θέλουν να το ξεπεράσουν, επειδή πιστεύουν πως ο διχασμός είναι μία φυσική πολιτική κατάσταση και πως η Ελλάδα είναι ένας βίαιος, προ- νεωτερικός και βίαιος τόπος, όπου οι πολιτικές διαφωνίες προωθούνται με μολότοφ, σαρανταπεντάρια, καλάσνικοφ, βόμβες και ρουκέτες.
Στο δήθεν επαναστατικό φαντασιακό αυτών των ανθρώπων η επίθεση με βόμβες μολότοφ σε μία τράπεζα που λειτουργεί και στην οποία υπάρχουν εργαζόμενοι είναι μία απάντηση στην «ληστρική κερδοσκοπία των τραπεζών, η οποία μας οδήγησε στα μνημόνια». Δεν ήταν όμως τίποτε άλλο παρά η δολοφονία τριών συνανθρώπων μας. Η βία δεν είναι μαμή της ιστορίας και των κοινωνικών αλλαγών. Οι δημοκρατίες δεν μπορούν να καταλυθούν με τα όπλα, ούτε το αποτέλεσμα των εκλογικών διαδικασιών είναι «Χούντα» όταν δεν μας αρέσει.
Για αυτούς τους λόγους έχει σημασία να θυμόμαστε και να τιμούμε τους νεκρούς τους Μαρφίν, όπως πρέπει να κάνουμε και με όλα τα θύματα του εξτρεμισμού και της τρομοκρατίας. Γιατί οι άνθρωποι αυτοί και η μνήμη τους μπορούν να έχουν μία ύστατη συνεισφορά σε μία δημοκρατική και ευνομούμενη κοινωνία. Να σφυρηλατήσουν τη συλλογική συνειδητότητα πως ο εξτρεμισμός και η τρομοκρατία είναι εχθροί της δημοκρατίας μας. Αυτή η βασική παραδοχή είναι και ο μόνος τρόπος για να σφυρηλατηθεί η κοινωνική ανθεκτικότητα στη βία, στο διχασμό και στην πόλωση.
Δεν χρειάζονται λοιπόν αστερίσκοι, συσχετισμοί, πλειοδοσίες και διαχωρισμός των νεκρών. Αλλά σεβασμός και τιμή στη μνήμη. Ας αναγνωρίσουμε λοιπόν το αυτονόητο. Στη Μαρφίν, πριν δέκα χρόνια, στις 5 Μαΐου 2010 δολοφονήθηκαν από εξτρεμιστές τρεις συνάνθρωποι μας, η μία εκ των οποίων ήταν έγκυος.