Του Ανδρέα Τσιλογιάννη
Έχουμε φθάσει στο σημείο μη επιστροφής για τηv ενιαία νομισματική πολιτική.
Είναι αλήθεια ότι τον Νοέμβριο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα ξεκινήσει και πάλι με αγορές κρατικών ομολόγων α)με ποσοτική χαλάρωση και β) με τις πληθωριστικές προσδοκίες να επιστρέφουν στο 1,2%, επίπεδα πριν από την ανακοίνωση της 12ης Σεπτεμβρίου του νέου επεκτατικού ελιγμού της ΕΚΤ.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι οι επενδυτές χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα των νομισματικών πολιτικών, αν και είναι επιθετικές ώστε να δημιουργήσουν πληθωρισμό στην πραγματική οικονομία.
Κατά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ, στον μόλις περασμένο Σεπτέμβριο, το μόνο σημείο στο οποίο συμφώνησαν όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ήταν ότι οι ώρες είναι ώριμες για τη μετάβαση σε δημοσιονομικά κίνητρα.
Επιπλέον, υπάρχουν μεγάλες προσδοκίες ότι η νέα πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, από την 1η Νοεμβρίου, θα συμβάλει στην προώθηση του διαλόγου μεταξύ των υπουργών Οικονομικών των διαφόρων χωρών και των φορολογικών ελεγκτών της Ευρωζώνης.
Αυτή η μετάβαση θα έρθει την κατάλληλη στιγμή και θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν πολλά εμπόδια.
Ο "δημοσιονομικός χώρος" δεν είναι ο ίδιος για όλους
Κατά την τελευταία δεκαετία, οι μακροοικονομικές πολιτικές της ευρωζώνης χαρακτηρίστηκαν από ένα συνδυασμό δημοσιονομικής λιτότητας και ανακυκλικών επεκτατικών νομισματικών μέτρων.
Συνολικά, ο λόγος του ακαθάριστου δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ στην Ευρωζώνη ανήλθε στο 91,8% το 2014 και σύμφωνα με το ΔΝΤ θα μειωθεί σε 82% το 2020.
Με απλούστερο τρόπο, οι οικονομίες με περισσότερο αρχικό περιθώριο ελιγμών έχουν καταφέρει να εφαρμόσουν μια λιγότερο αυστηρή αντίληψη, για παράδειγμα, υποστηρίζοντας τις δαπάνες των νοικοκυριών και παρέχοντας ευρύτερα οφέλη ανεργίας και επαγγελματική επανεκπαίδευση κατά την διάρκεια της ύφεσης της αγοράς εργασίας.
Τώρα οι χώρες αυτές έχουν υγιέστερες αγορές εργασίας και υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής των εργαζομένων, το οποίο επηρεάζει το αναπτυξιακό δυναμικό.
Για παράδειγμα, στη Γερμανία, το ποσοστό συμμετοχής ατόμων με χαμηλά επίπεδα εκπαίδευσης αυξήθηκε από 50% πριν από την κρίση σε 60% σήμερα.
Ως εκ τούτου, οι χώρες μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες , εκείνες που υπερβαίνουν τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους που έχει καθιερώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση και εκείνες που δεν σημειώνουν πρόοδο και μάλιστα με την πάροδο του χρόνου απομακρύνονται.
Μια ενδιαφέρουσα ένδειξη είναι εκείνη του "δημοσιονομικού χώρου", που ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ του στόχου του διαρθρωτικού προϋπολογισμού, δηλαδή ο ετήσιος προϋπολογισμός ως ποσοστό του ΑΕΠ καθαρό από τους κυκλικούς παράγοντες που θα έπρεπε να έχει μια χώρα και ο πραγματικός διαρθρωτικός προϋπολογισμός που υπολογίζεται για ένα συγκεκριμένο έτος.
Ο δημοσιονομικός χώρος δεν εξαρτάται μόνο από το επίπεδο του συνολικού χρέους, αλλά και από τον ρυθμό με τον οποίο μια οικονομία προχωρά προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η Ελλάδα, αν και πιο χρεωμένη, έχει σημαντικά μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο από την Ιταλία, άρα μπορεί να ξοδεύει περισσότερο.
Πηγή : ilsole24ore.it
Ο αρθρογράφος κ. Ανδρέας Τσιλογιάννης είναι δημοσιογράφος - πολιτικός αναλυτής