Του Γιάννη Κουτσομύτη
Πολύ μεγάλες διαστάσεις έχει πάρει και στην Ελλάδα το ζήτημα των πολιτικών εξελίξεων στη Βενεζουέλα και το αν πρέπει να αναγνωριστεί ως μεταβατικός πρόεδρος της χώρας ο πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης Χουάν Γκουαϊδό ή εάν ο νυν πρόεδρος Νικολάς Μαδούρο είναι ο νόμιμος αρχηγός του κράτους. Ένα ερώτημα όμως που μπορεί να θέσει ένας απλός πολίτης ενώπιον αυτής της αντιπαράθεσης είναι “Και τι νοιάζει εμάς η Βενεζουέλα; Δεν ανήκει καν στην Ευρώπη”.
Για να απαντήσουμε στο λογικό αυτό ερώτημα θα πρέπει πρώτα να εξετάσουμε πως έφτασε η Βενεζουέλα στη σημερινή κατάσταση της απόλυτης φτώχειας και εξαθλίωσης ενώ πριν από τρεις δεκαετίες ήταν όχι μόνο μια πλήρως ευημερούσα χώρα και πως εξελίχθηκαν τα πολιτικά πράγματα για να φτάσει η χώρα στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου. Τη δεκαετία του ''20 ανακαλύφθηκαν στη Βενεζουέλα τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου, τα οποία τα επόμενα αποδείχθηκαν ότι είναι τα μεγαλύτερα στον κόσμο, μεγαλύτερα ακόμη και από της Σαουδικής Αραβίας.
Η εκμετάλλευση αυτών των κοιτασμάτων έφερε μεγάλο πλούτο στη χώρα, παρότι οι αμερικανικών συμφερόντων πετρελαϊκές εταιρείες ελάμβαναν μεγάλα ποσοστά από τα έσοδα μέσω συμφωνιών που κλείστηκαν με τους δικτάτορες που κυβερνούσαν τις δεκαετίες του ''40 και του ''50. Η οικονομική ανάπτυξη ήταν τόσο ραγδαία που το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Βενεζουέλας έφτασε τη δεκαετία του ''50 να είναι το τέταρτο υψηλότερο στον κόσμο. Μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ''80 η Βενεζουέλα ήταν η πιο πλούσια χώρα της Λατινικής Αμερικής και η πολιτική κατάσταση ήταν αρκετά ομαλή με δυο κόμματα να εναλλάσσονται στην εξουσία.
Ο εύκολος πλουτισμός όμως έφερε μεγάλη διαφθορά και δεν υπήρξε ουσιαστικά καμία κυβερνητική μέριμνα για να ανάπτυξη και άλλων τομέων της οικονομίας και παράλληλα υπήρχε και αυξανόμενος δανεισμός με βάση τα μελλοντικά έσοδα από το πετρέλαιο. Όταν όμως μετά τα μέσα της δεκαετίας του ''80 οι τιμές του πετρελαίου έπεσαν δραματικά, τα πράγματα άρχισαν να γίνονται άσχημα και ο συνδυασμός χαμηλών κρατικών εσόδων και υψηλού δανεισμού οδήγησε τη χώρα το 1989 σε μνημόνιο προσαρμογής από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Εδώ είναι που τα γεγονότα στη Βενεζουέλα αρχίζουν να θυμίζουν την ελληνική κρίση. Ο λαός που είχε μάθει στο εύκολο χρήμα και την κατανάλωση και έπρεπε να υποστεί σοβαρή μείωση των εισοδημάτων του εξεγέρθηκε, νοιώθοντας προδομένος από την πολιτική τάξη της χώρας που δεν προνόησε να αποφευχθεί η οικονομική κρίση, ενώ ήταν φανερό ότι ήταν και πολύ διεφθαρμένη.
Η εξέγερση καταπνίγηκε με τα τανκς και ακολούθησαν τρία χρόνια σκληρής λιτότητας και επώδυνων μεταρρυθμίσεων της οικονομίας, ώσπου το 1992 εμφανίστηκε ένας αντισυνταγματάρχης ονόματι Ούγο Τσάβες, ο οποίος ηγήθηκε σε δυο απόπειρες πραξικοπήματος. Ο Τσάβες απέτυχε μεν να ανατρέψει τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και φυλακίστηκε αλλά εγγράφηκε στη συνείδηση του λαού ως ο άνθρωπος που μπορεί να σώσει τη Βενεζουέλα από τη λιτότητα και την αδικία. (Σας θυμίζει κάποιον Έλληνα πολιτικό με τον οποίο είχε μετά από χρόνια πολύ καλές σχέσεις;)
Το 1994 ξέσπασε σοβαρή τραπεζική κρίση και επιβλήθηκαν capital controls και συναλλαγματικοί περιορισμοί. (Οι συμπτώσεις συνεχίζονται). Η κυβέρνηση υπό την πίεση της κοινής γνώμης απελευθέρωσε τον Τσάβες και όλους τους πραξικοπηματίες στρατιωτικούς, οι οποίοι πλέον οργανώθηκαν σε πολιτικό κίνημα. Το 1998 ο Τσάβες κέρδισε τις προεδρικές εκλογές και επέβαλλε την αλλαγή του Συντάγματος το 1999 καθιερώνοντας τη “Μπολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας”.
Κερδίζοντας δε την πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, πήρε την εξουσιοδότησή της να κυβερνά με προεδρικά διατάγματα, καταργώντας ουσιαστικά κάθε έννοια αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Παράλληλα προχώρησε στην εγκαθίδρυση ενός κομματικού καθεστώτος σε όλη τη δημόσια διοίκηση της χώρας, τις κρατικές επιχειρήσεις και την υπερπολύτιμη κρατική εταιρεία πετρελαίων. Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 η άλωση του κράτους ήταν σαρωτική και είχαν ήδη εμφανιστεί τα πρώτα δείγματα αυταρχισμού και αυθαίρετων συλλήψεων μελών της αντιπολίτευσης.
Η συνταγή της καταστροφής που επέβαλλε ο Τσάβες ήταν ένα συνδυασμός άκρατου λαϊκισμού ντυμένου με εθνικιστικό μανδύα, τραγικής ανικανότητας στη διακυβέρνηση και ενός εντελώς αντιπαραγωγικού σοσιαλιστικού μοντέλου στην Οικονομία. Το καθεστώς μοίραζε χρήματα στον λαό με τη σέσουλα για να καταπολεμηθεί υποτίθεται η φτώχεια και οι ανισότητες και έτσι ρήμαξαν τα αποθεματικά του Δημοσίου. Παράλληλα δεν προωθήθηκε καθόλου η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, ενώ καταπολεμήθηκαν σαν εχθρικές όλες οι μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις.
Το Κράτος έριχνε αφειδώς χρήματα σε κρατικές Τράπεζες, οι οποίες ήταν τεράστιες μαύρες τρύπες και βαρέλια δίχως πάτο και παράλληλα αμελήθηκαν και τραγικά οι δημόσιες υποδομές και το κράτος πρόνοιας. (Σας θυμίζει και αυτό κάτι;) Όσο δε χειροτέρευε η κατάσταση, τότε εφαρμόζονταν ανόητες και γελοίες οικονομικές ιδέες σοσιαλιστικού πειραματισμού, οι οποίες επέτειναν την κρίση αντί να την περιορίσουν.
Η τραγική ιστορία της Βενεζουέλας έχει σοβαρά διδάγματα και για την Ελλάδα. Η αμεριμνησία στα χρόνια της ευημερίας, ο κακός οικονομικός προγραμματισμός, η εκτεταμένη διαφθορά της πολιτικής τάξης, η έλλειψη ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων στην Οικονομία, ο εθνικολαϊκισμός και η απέχθεια για τη φιλελεύθερη δημοκρατία και τα σοσιαλιστικά πειράματα είναι φαινόμενα που τα έχουμε ζήσει ή τα ζούμε και στην Ελλάδα.
Εάν κάνουμε μια σύγκριση με τα γεγονότα που έχουμε ζήσει τα τελευταία δέκα χρόνια στη χώρα θα δούμε ότι ο μοναδικός παράγοντας που μας έσωσε για να μην γίνουμε και εμείς Βενεζουέλα ήταν η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Δύση. Η καταστροφή της Βενεζουέλας ήρθε ενώ είχε ισχυρή συμμαχία με τη Ρωσία, την Κούβα και την Κίνα.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής 8 Φεβρουαρίου