Ιούλιος 2015.
Μεγάλη εταιρία επεξεργασίας ψαριών και θαλασσινών της χώρας μας, έπρεπε να κάνει μια εισαγωγή από την Αμερική. Τα εμβάσματα, εάν δεν ήταν για φάρμακα ή για είδη απολύτου πρώτης ανάγκης, ήταν αδύνατο να περάσουν τα ψηφιακά «οδοφράγματα» που είχε θεσπίσει το Υπουργείο Οικονομικών του Γιάνη.
Τα Super Markets για κάποιες εβδομάδες πλήρωναν τους προμηθευτές τους με χρηματοποστολές και μετρητά. Υπήρχε, βλέπεις, ο φόβος να κλείσουν οι τράπεζες και να μείνουν τα χρέη στις επιχειρήσεις τους.
Λεφτά, λοιπόν, υπήρχαν αλλά σε μετρητά. Πώς να τα στείλεις στην Αμερική για να κάνεις εισαγωγή;
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας θυμάται:
«Ήμασταν σε τηλεδιάσκεψη με τους Αμερικάνους προμηθευτές μας και προσπαθούσαμε να τους εξηγήσουμε τι είναι τα capital controls. Βλέπαμε μεγάλη δυσπιστία. Τότε γυρίσαμε την κάμερα του υπολογιστή στο τραπέζι, που ήταν στοιβαγμένα τα χρήματα, με τα οποία μας πλήρωσαν οι πελάτες μας και τους είπαμε ότι έχουμε τα λεφτά, απλά δεν μπορούμε να τα στείλουμε. Οι Αμερικάνοι θεώρησαν ότι μάλλον είχαν να κάνουν με καρτέλ της Λατινικής Αμερικής παρά με ευρωπαϊκή εταιρία!».
Πριν από πέντε χρόνια ζήσαμε στιγμές, που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ. Και δεν πρέπει να τις ξεχάσουμε. Τα capital controls, τις ουρές στα ΑΤΜ, την αβεβαιότητα, τον φόβο για το αύριο αλλά και τις χαμένες συμφωνίες και τις ακυρωμένες συνεργασίες ελληνικών εταιριών γιατί πλέον ήμασταν «too risky to do business with».
Για να μπορέσεις να κάνεις δουλειά σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, θα πρέπει να υπάρχει πολιτική σταθερότητα. Θα πρέπει να υπάρχει εμπιστοσύνη στο οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον.
Επιτρέψτε μου να επεξηγήσω με μια ιστορία:
Πριν από την έλευση των στιλό, το όργανο γραφής του δυτικού κόσμου ήταν τα φτερά.
Από τη στιγμή, όμως, που ξεκίνησε η Βιομηχανική Επανάσταση, οι βελτιωμένες τεχνικές μεταλλουργίας και μαζικής παραγωγής είχαν ως αποτέλεσμα την κατασκευή του κονδυλοφόρου. Ήταν, ουσιαστικά, μια μεταλλική μύτη τοποθετημένη σε μια λαβή. Μπορούσε, μετά βίας, να κρατήσει λίγο περισσότερο μελάνι από τα φτερά και η πρακτική τους χρήση ήταν περίπου η ίδια.
Oι πρώτες πραγματικά πρακτικές πένες εμφανίστηκαν στο τέλος του 19ου αιώνα. Επρόκειτο για τους στυλογράφους, η καινοτομία των οποίων ήταν ότι, πίσω από την μύτη, υπήρχε μια δεξαμενή μελάνης.
Οι πρώτοι εμπορικά επιτυχημένοι στυλογράφοι, φτιάχτηκαν το 1884, από τον Λούις Γουότερμαν. Αρχικά, ο Γουότερμαν ήταν ασφαλιστής. Μια μέρα, την ώρα που υπέγραφε ένα πολύ σημαντικό συμβόλαιο, ο στυλογράφος που είχε αγοράσει για αυτήν την περίσταση έσπασε και το μελάνι χύθηκε πάνω στο έγγραφο. Αυτό το ατύχημα είχε ως αποτέλεσμα να ακυρωθεί η συμφωνία και ο Γούοτερμαν να χάσει τη δουλειά.
Ο ασφαλιστής, αξιοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο αυτήν τη δύσκολη κατάσταση, αποφάσισε να σχεδιάσει κάτι από την αρχή. Με το σχέδιο που δημιούργησε, οι στυλογράφοι έγιναν το κυρίαρχο εργαλείο γραφής, για το επόμενο μισό αιώνα.
Μέχρι τη δεκαετία του 1930, που οι στυλογράφοι απέκτησαν ανταγωνιστή.
Υπεύθυνος γι ' αυτό ήταν ένας Ούγγρος δημοσιογράφος, ο Λάζλο Μπίρο. Αυτός είχε παρατηρήσει ότι το μελάνι, που χρησιμοποιούνταν στην εκτύπωση των εφημερίδων στέγνωνε γρήγορα, αφήνοντας το χαρτί καθαρό, χωρίς μουτζούρες.
Όταν, όμως, προσπάθησε να χρησιμοποιήσει σε ένα στυλογράφο το ίδιο ακριβώς μελάνι, αυτό δεν έρεε από τη άκρη επειδή ήταν πολύ παχύρευστο. Μετά από επτά χρόνια δοκιμών και λαθών, ο Λάζλο έφτιαξε μια νέα μύτη για την πένα του, που αποτελούνταν από μια μπάλα, που μπορούσε να περιστρέφεται ελεύθερα σε μια υποδοχή. Καθώς η μπάλα έτρεχε κατά μήκος του χαρτιού, έπαιρνε μελάνι από μια εσωτερική θήκη και το άπλωνε ομοιόμορφα.
Ο Λάζλο είχε δημιουργήσει το στιλό αλλά ο χρόνος που έγινε η εφεύρεση ήταν ατυχής. Οι πρώτες ενδείξεις της ανόδου του Ναζιστικού κόμματος στην γειτονική Γερμανία τον φόβιζαν.
Ως Εβραίος της Ουγγαρίας κινδύνευε. Έτσι, το 1938, μετακόμισε στο Παρίσι. Όσο βρισκόταν εκεί, γνώρισε τον τότε Πρόεδρο της Αργεντινής, Agustín Pedro Justo. Αυτός εντυπωσιάστηκε τόσο από το στιλό, που πρότεινε στον Λάζλο να μεταναστεύσει στην Αργεντινή. Αυτός φυσικά δέχτηκε γιατί ήθελε να είναι όσο το δυνατόν πιο μακριά από τη Γερμανία.
Μακριά από την χώρα του, με ελάχιστα κεφάλαια, έκανε τις πρώτες προσπάθειες για την βιομηχανική παραγωγή του στιλό. Η αυτοεξορία του όμως είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός προϊόντος κατώτερης ποιότητας του σχεδίου που είχε δημιουργήσει. Για να κρατήσει ζωντανή την εταιρία του, ο Λάζλο πούλησε τα δικαιώματα του στιλό στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ.
Ο Ευρωπαίος, που αγόρασε τα δικαιώματα του στιλό, ήταν ο Γάλλος, Baron Marcel Bich.
Ο Μαρσέλ ήταν ερωτευμένος με τα στιλό, και όταν, το 1950, άκουσε ότι ο Λάζλο πωλούσε την πατέντα, έδωσε δύο εκατομμύρια δολάρια για να την πάρει.
Κάνοντας και ο ίδιος βελτιώσεις στο σχέδιο αλλά έχοντας και τα απαραίτητα κεφάλαια προχώρησε στη μαζική παραγωγή που έριξε την τιμή σε απίστευτα χαμηλά επίπεδα. Πλέον όλοι μπορούσαν να γράφουν με ένα Bic.
Όπως ήταν αναμενόμενο, έγινε αμέσως επιτυχία, ξεπερνώντας κάθε άλλο προϊόν στην αγορά. Μέσα σε 3 χρόνια, ο Μαρσέλ πωλούσε 40 εκατομμύρια στιλό ετησίως.
Ακόμη και σήμερα, το πιο επιτυχημένο προϊόν της εταιρίας BIC είναι τα στιλό, με 7 δισεκατομμύρια κομμάτια ετησίως.
Γιατί δεν έγινε ο Λάζλο, ο μεγιστάνας των στιλό; Γιατί γράφουμε σήμερα με Bic και όχι με Laszlo; Διότι ήταν ένας Εβραίος της Ουγγαρίας, που έπρεπε να φύγει για να σώσει τη ζωή του.
Η πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας του, δεν ενέπνεε καμία σιγουριά.
Χωρίς να συγκρίνω τα μεγέθη ενός παγκόσμιου στρατιωτικού πολέμου το 1939 και ενός τοπικού οικονομικού πολέμου το 2015, ελπίζω να γίνεται κατανοητό ότι όταν λείπει η πολιτική σταθερότητα, οι επιχειρήσεις δεν αναπτύσσονται.
Όταν προσπαθείς να καταλάβεις γιατί δεν περπατάει η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα, η απάντηση είναι επειδή στην επιχειρηματική ελευθερία είμαστε ανάμεσα στη Γκάνα και τη Νότια Αφρική. Βρισκόμαστε στην 102η θέση - μαζί με την Ζουαζιλάνδη – παγκοσμίως.
Όταν προσπαθείς να καταλάβεις γιατί η χώρα μας συνεχίζει να έχει τη χειρότερη επίδοση όχι μόνο μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, αλλά και μεταξύ των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, η απάντηση είναι διότι ακόμα ψηφίζουμε πολιτικούς, που ταΐζουν σανό μιλώντας για λεφτόδεντρα.
Με την ελπίδα να έχουμε ξεπεράσει, ως χώρα και ως πολίτες, τις πολιτικές μαγκιές, τα ψέματα, τους λαϊκιστές που υπόσχονται πως «λεφτά υπάρχουν» και τις θεωρίες συνωμοσίας που λένε ότι όλοι θέλουν να μας καταστρέψουν ως λαό και πολιτισμό, εύχομαι να μην ξεχάσουμε ποτέ τι βιώσαμε όλοι μας, τον Ιούλιο του 2015.
*Ο κ. Λευτέρης Παπαγεωργίου είναι ο CEO της Entranet και συγγραφέας των best sellers: «Startups. Από την ιδέα, στην παγκόσμια αγορά» και «Startups. Οι πωλήσεις».