Γιατί έχεις δίκιο να απορείς με τα 450 εκατ. δολάρια για έναν πίνακα του Ντα Βίντσι

Γιατί έχεις δίκιο να απορείς με τα 450 εκατ. δολάρια για έναν πίνακα του Ντα Βίντσι

της Αννίτας Αποστολάκη*

Το ποσό των 450 εκατομμυρίων δολαρίων που δόθηκε για τον πίνακα του Λεονάρντο ντα Βίντσι Salvator Mundi (περ. 1500) στις 15 Νοεμβρίου σε δημοπρασία του οίκου Christie''s στη Νέα Υόρκη έσπασε κάθε ρεκόρ και έθεσε τον πήχη τόσο ψηλά που είναι αμφίβολο αν θα ζήσουμε για να δούμε αυτό το νέο ρεκόρ να σπάει.

Η τεράστια αυτή τιμή ήταν εύλογο να τραβήξει και να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον για ένα πράγμα: ποιος έδωσε τόσα λεφτά για ένα μόνο πίνακα; Τα σενάρια ήθελαν από κινέζους δισεκατομμυριούχους και τον Bill Gates, έως τη βασιλική οικογένεια του Κατάρ και τη γαλλική κυβέρνηση για το Λούβρο στο Άμπου Ντάμπι. Τελικά, εκεί όντως θα καταλήξει, αλλά το Wall Street Journal επιβεβαίωσε προχθές ότι τελικά αγοραστής του πίνακα είναι ο Πρίγκιπας της Σαουδικής Αραβίας, Mohammed bin Salman bin Abdulaziz Al Saud.

Την είδηση αρχικά έβγαλαν οι New York Times, αφότου το Λούβρο Άμπου Ντάμπι έγραψε στο λογαριασμό του στο Twitter ότι ο Σωτήρας του Κόσμου θα παρουσιαστεί εκεί. Άρα, μάλλον, ο πίνακας των 450 εκατομμυρίων δολαρίων ήταν ένα δώρο του Πρίγκιπα της Σαουδικής Αραβίας προς τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα για το νεοαποκτηθέν μουσείο τους. Ανεξαρτήτως, όμως, του τι μπορεί να σημαίνει η σύμπραξη δύο τόσο ισχυρών οικονομικά κρατών για την επιπλέον επιρροή τους στα παγκόσμια εικαστικά δρώμενα, ας σταθούμε λίγο κριτικά απέναντι σε όλον αυτό το θόρυβο που δημιουργήθηκε πριν και μετά τη δημοπρασία του πίνακα που θεωρείται ότι άλλαξε μια για πάντα την αγορά της τέχνης.

© Louvre Abu Dhabi, Twitter

Πριν αποκαλυφθεί το όνομα του αγοραστή -και κατ'' επέκταση, η αγοραστική του δυνατότητα-, η παραφιλολογία έλεγε μέχρι και ότι το έργο είχε διπλή εγγύηση από πίσω του, για να πωληθεί. Ότι, δηλαδή, ο Ρώσος μεγιστάνας Dmitry Rybolovlev, πρώην πλέον ιδιοκτήτης του Salvator Mundi, είχε πάρει εγγύηση από τον οίκο Christie''s ότι και ο πίνακας Sixty Last Suppers (1986) του Andy Warhol που είχε προσυπογράψει προς πώληση στη συγκεκριμένη δημοπρασία θα πωλείτο για τουλάχιστον 50 εκατομμύρια δολάρια -εκτός από την εγγύηση πώλησης του Salvator Mundi για τουλάχιστον 100 εκατομμύρια δολάρια. (Αυτό ήταν το ποσό που έπρεπε να καταθέσει κάποιος, για να μπορέσει να υποβάλει προσφορά για τον πίνακα του Λεονάρντο ντα Βίντσι.) Έτσι, θα έβγαζε τουλάχιστον ένα κέρδος για τα 127,5 εκατομμύρια δολάρια που έδωσε πριν από μερικά χρόνια, για να τον αγοράσει.

Κρίνοντας από την τιμή που έπιασε τελικά το έργο, εύκολα αναρωτιέται κανείς: γιατί να είναι ικανοποιημένος με ένα τόσο μικρό κέρδος; ΔΙότι ο ίδιος θεωρούσε ότι είχε δώσει ήδη υπερβολικά πολλά.

Η δικαστική διαμάχη και οι αμφιβολίες

Ο πίνακας του Ντα Βίντσι είναι ένα από τα πολλά έργα που αγόρασε ο Rybolovlev μέσω του πρώην συμβούλου του, Yves Bouvier, ο οποίος λέγεται ότι τον αγόρασε στο Sotheby''s από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες του για 80 εκατομμύρια δολάρια, χρεώνοντας 40 εκατομμύρια παραπάνω από τον Rybolovlev. (Δεν είναι απορίας άξιο που οι δυο τους είναι δύο χρόνια τώρα στα δικαστήρια, γιατί ο Ρώσος τον κατηγορεί ότι τον έχει κατακλέψει.)

Εκτός αυτού, το προηγούμενο καθεστώς ιδιοκτησίας έχει εξίσου σκιώδη φήμη: τρεις άνθρωποι της τέχνης αγόρασαν το Salvator Mundi σε μια δημοπρασία το 2005 για μόλις 10.000 δολάρια και επένδυσαν στη συντήρησή του, πιστεύοντας ότι είναι αυθεντικός πίνακας του Ντα Βίντσι και όχι απλώς δημιούργημα κάποιου μαθητή του. Η ανακάλυψη πινάκων που, λόγω της κακής κατάστασής τους, θεωρούνται έργα των μαθητών και όχι των Μεγάλων Δασκάλων τους, αλλά μετά από συντήρηση αποκαλύπτεται ότι είναι όντως αυθεντικά έργα των μεγάλων ζωγράφων (με την αντίστοιχη τεράστια διαφορά στην τιμή πώλησής τους), δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο σε αυτήν την κατηγορία της αγοράς της τέχνης. (Για την ακρίβεια, είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της.)

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, η τριάδα κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να πείσει ότι το Salvator Mundi είναι ένα αυθεντικό έργο του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Κυρίως λόγω του μεγέθους της συντήρησης που δέχθηκε ο πίνακας, καθώς η ζημιά ήταν εκτεταμένη στο αριστερό μέρος του, αλλά και σε αρκετά σημεία του κεφαλιού και του προσώπου -τα κατεξοχήν σημεία απ'' όπου μπορεί να αναγνωρίσει κανείς τη διαφορά του χεριού του μαθητή από το χέρι του δασκάλου. Μία από τις προσπάθειες αποκατάστασης της φήμης του πίνακα ήταν η παρουσίασή του για πρώτη φορά σε μια αναδρομική έκθεση για το έργο του Λεονάρντο ντα Βίντσι στη National Gallery του Λονδίνου το 2011.

Έχοντας δει τον πίνακα από κοντά στη συγκεκριμένη έκθεση, μπορώ να πω ότι έχει όλες τις ποιότητες ενός έργου του Ντα Βίντσι -αν και ομολογουμένως του λείπει η ευαισθησία των μορφών σε άλλους πιστοποιημένα αυθεντικούς πίνακες του ζωγράφου, όπως Η Παναγία των Βράχων, η οποία επίσης συμπεριλαμβανόταν στην έκθεση. Αυτές και άλλες αμφιβολίες συνέχισαν να ακολουθούν τον πίνακα έως και μετά το αστρονομικό ποσό που έπιασε στη δημοπρασία: όπως δείχνει η ανάρτηση στο Instagram του πρώην διευθυντή του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης, Thomas Campbell, ο οποίος τόλμησε να πει αυτό που πολλοί σκεφτόμαστε (και δέχτηκε την αντίστοιχη κριτική επειδή αμφισβήτησε το έργο των συντηρητών):

© Thomas Campbell, Instagram

Πώς φτάσαμε, λοιπόν, μετά από όλα αυτά, στα 450 εκατομμύρια δολάρια; Είναι πολύ απλό: με μία από τις καλύτερες προωθητικές στρατηγικές των τελευταίων χρόνων.

Μια διαφημιστική καμπάνια-αριστούργημα

Ο Christie''s ανερυθρίαστα είπε ότι συμπεριέλαβε ένα έργο του Ντα Βίντσι σε μια δημοπρασία μεταπολεμικής και σύγχρονης τέχνης επιδιώκοντας τη μεγιστοποίηση των πιθανοτήτων υψηλής τιμής πώλησης του πίνακα. Τα μεγαλύτερα ποσά που έχουν δοθεί σε δημοπρασίες έργων τέχνης έχουν δοθεί στη συγκεκριμένη κατηγορία τέχνης και όλοι γνωρίζουν ότι τα μεγάλα πορτοφόλια πηγαίνουν συνήθως σε αυτού του είδους τις δημοπρασίες, ξοδεύοντας αλόγιστα ποσά. Άρα, ο επίδοξος αγοραστής ενός πίνακα με τόσο υψηλό αντίτιμο πιο εύκολα θα βρισκόταν εκεί.

Σα να μην έφτανε όλο το σούσουρο που δημιουργήθηκε για αυτήν την επιλογή του Christie''s, ο οίκος δημοπρασιών αποφάσισε να κάνει για το έργο μια διαφημιστική καμπάνια που όμοιά της ο κόσμος των δημοπρασιών δεν έχει ξαναδεί: το έργο γύρισε τον κόσμο (Χονγκ Κονγκ, Σαν Φρανσίσκο, Λονδίνο), πριν πάει στη Νέα Υόρκη, και ο κόσμος έκανε ουρές σε όλο το τετράγωνο για να τον δει (ήταν και δωρεάν). Όμως, οι κάμερες για τα προωθητικά βίντεο του Christie''s δεν κατέγραψαν τον πίνακα με τον κόσμο: κατέγραψαν τον κόσμο απέναντι στον πίνακα. Ο Christie''s πούλησε την εμπειρία θέασης του Salvator Mundi και αυτήν την εμπειρία εν πολλοίς αγόρασε ο Πρίγκιπας της Σαουδικής Αραβίας.

Σαφέστατα δεν υποτιμώ το μέγεθος του ονόματος του Λεονάρντο ντα Βίντσι και το πόσο πραγματικά εντυπωσιακός είναι ο πίνακας. Ούτε την αποφασιστικότητα του πρίγκιπα, ο οποίος, ως άλλος τζιχαντιστής του πολιτισμού, ανέβαζε, απ'' όσο διαβάσαμε, τις προσφορές του σε κάποια φάση ανά 30 εκατομμύρια δολάρια (λες κι είναι πετσετάκια), για να εξασφαλίσει ότι θα τον αγοράσει. Αλλά το ποσό των 450 εκατομμυρίων δολαρίων, εκτός του ότι δεν έχει προηγούμενο -και ούτε θα έχει σύντομα επόμενο-, δεν μπορεί να αποτελεί αντικειμενική αξία ενός έργου τέχνης -τουλάχιστον όχι καθαρά με όρους αγοράς.

Η πραγματική τομή για την τέχνη

Η συζήτηση για το πώς αποδίδεται η αξία στην τέχνη και κατά πόσο υπάρχει αντικειμενική αξία για τα έργα τέχνης είναι μεγάλη, έχει αναλυθεί σε πολλά βιβλία (και μετά από αυτό, σε πολλά ακόμη) και δεν είναι της παρούσης. Αλλά δε γίνεται να αγνοήσουμε το γεγονός ότι πλέον η τέχνη συζητάται περισσότερο με βάση την απόδοσή της σε δημοπρασίες. Διαβάσαμε εκτενώς για «τον πίνακα των 450 εκατομμυρίων δολαρίων»: όχι για τον πίνακα του Λεονάρντο τα Βίντσι.

Το αποτέλεσμα αυτό όντως αλλάζει την αγορά της τέχνης: όταν επιτυγχάνεται ένα τέτοιο ποσό, ακόμη και εν μέσω αμφιβολιών αυθεντικότητας, χάρη σε μια διαφημιστική καμπάνια, είναι δεδομένο ότι από εδώ και στο εξής οι οίκοι δημοπρασιών θα επενδύσουν περισσότερα στη με κάθε τρόπο προώθηση των έργων που θέλουν οπωσδήποτε να πουλήσουν (γιατί έχουν υποσχεθεί ότι μπορούν να τα πουλήσουν για τεράστια ποσά). Και σταδιακά, μέσα από τον ήδη έντονο ανταγωνισμό για το ποιος θα πετύχει τους περισσότερους πηχυαίους τίτλους, η προσοχή θα μετατοπιστεί από την ουσία της εικαστικής και συλλεκτικής αξίας ενός έργου τέχνης στο πόσο εμπορεύσιμο και διαφημιστικά ελκυστικό είναι.

Αυτό, βέβαια, δεν αποτελεί παρά σημείο των καιρών μας. Είναι απλώς μια αντανάκλαση της ευρύτερης κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης, στην οποία κάποιος μπορεί να δίνει σχεδόν μισό δισεκατομμύριο δολάρια για να αγοράσει έναν πίνακα, τη στιγμή που χιλιάδες καλλιτέχνες ανά τον κόσμο δυσκολεύονται να πληρώσουν ακόμη και τα υλικά για τα έργα τους. Μήπως αυτή είναι η στιγμή να αναρωτηθούμε πώς θα μπορούσε να γίνει μια πιο δίκαιη ανακατανομή του πλούτου που τελικά διοχετεύεται στο χώρο της τέχνης;

* Αναδημοσίευση από τα «Νέα της Τέχνης».