Γιατί δεν έρχονται επενδυτές στην Ελλάδα

Γιατί δεν έρχονται επενδυτές στην Ελλάδα

Του Παντελή Πρωτόγερου

Απόδοση της επένδυσης, σε σχέση με το ρίσκο που αναλαμβάνεται. Αυτή είναι η, φαινομενικά απλή, αλλά παράλληλα τόσο πολυσύνθετη σχέση που καλούνται να αξιολογήσουν οι επενδυτές, θεσμικοί και ιδιώτες, πριν δεσμεύσουν κεφάλαιο σε μια επένδυση. Φυσικά, όσο μεγαλύτερη διάθεση για ανάληψη ρίσκου έχει ένας επενδυτής τόσο μεγαλύτερη και η πιθανότητα για μεγάλα κέρδη -αλλά και ζημίες αντίστοιχα- στο μέλλον. Τι συμβαίνει όμως όταν το ρίσκο αυξάνεται πέρα από τα αποδεκτά επίπεδα και κυριαρχεί η αβεβαιότητα για την κατάσταση και τις προοπτικές μιας οικονομίας; Αυτό είναι ένα σημείο καμπής στο οποίο, αρχικά αλλάζει το μίγμα των επενδυτών στην αγορά και σταδιακά παρατηρείται μείωση των θέσεων και αποεπένδυση. Τελικά, αυτό που μένει είναι μια γενικότερη εντύπωση των ξένων και εγχώριων επενδυτών ότι η συγκεκριμένη αγορά είναι αναξιόπιστη. Και αυτό πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξει.

Η παραπάνω περιγραφή, δυστυχώς, ταιριάζει απόλυτα στην Ελλάδα. Και είναι εύκολο να δει κανείς γιατί. Ξεκινώντας από το διαρκώς μεταβαλλόμενο φορολογικό περιβάλλον που βασίζεται σε υψηλούς συντελεστές φορολογίας σε κεφάλαιο και εργασία. Συνεχίζοντας με τη γραφειοκρατία και την αναποτελεσματικότητα των δημοσίων υπηρεσιών. Και τέλος, με την περιορισμένη έρευνα και καινοτομία. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθούν και τα ζητήματα δικαιοσύνης και διαφθοράς που παρουσιάζονται ανά μερικούς μήνες. Και ας μην ξεχάσουμε και το προφίλ της τρέχουσας κυβέρνησης που δείχνει να μην κατανοεί τους βασικούς μηχανισμούς των αγορών.

Φυσικά, δε θα μπορούσα να μην αναφερθώ και στο ισχυρότερο πλήγμα αξιοπιστίας που δέχθηκε το Ελληνικό Χρηματιστήριο τους τελευταίους μήνες σχετικά με το σκάνδαλο της Folli Follie. Για όσους έχουν παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα, πιστεύω θα συμμερίζεστε την άποψή μου ότι η το συμβάν, όπως και η διαχείρισή του, ήταν ντροπιαστικό.

Ειδικά δε όταν μιλάμε για ένα από τα «διαμάντια» του Large Cap. Όχι ότι αν επρόκειτο για μια small cap θα ήταν δικαιολογημένο, σε καμία περίπτωση. Οι επενδυτές βασίζουν την ανάλυσή τους στα στοιχεία και τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις που η εκάστοτε εταιρεία παρουσιάζει δημόσια. Γι αυτό και είναι υψίστης σημασίας η υπογραφή του ελεγκτή που διασφαλίζει την εγκυρότητα των δεδομένων. Σκεφτείτε έναν ξένο αναλυτή που θέλει να εξετάσει τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις μιας οποιαδήποτε Ελληνικής εισηγμένης. Γνωρίζοντας το περιστατικό της Folli Follie, πιστεύετε ότι θα έχει την ίδια σιγουριά για την εγκυρότητα των στοιχείων που βλέπει όπως θα είχε με μια Γερμανική εισηγμένη; Σίγουρα όχι, θα πω εγώ. Ίσως ακούγεται κάπως υπερβολικό γιατί αυτό ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό.

Όμως αυτή είναι η φύση της εμπιστοσύνης. Παίρνει πολύ χρόνο και κόπο να τη χτίσεις και αρκεί μια στιγμή να την γκρεμίσεις.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες για την προσέλκυση επενδύσεων στην Ελλάδα, είτε μιλάμε για Άμεσες είτε για Έμμεσες Ξένες Επενδύσεις. Τα ρίσκα που αναφέρθηκαν, δυστυχώς, αθροίζουν σε μια μεγάλη έλλειψη εμπιστοσύνης στην Ελληνική αγορά. Και αυτό μεταφράζεται σε ένα αρκετά υψηλό risk premium για τη χώρα μας που πρέπει να ενσωματώσουν οι επενδυτές στην ανάλυσή τους, κάτι που μπορεί να οδηγεί σε απόφαση μη επένδυσης ή ακόμα και αποεπένδυσης.

Το καλύτερο μέτρο της επενδυτικής εμπιστοσύνης, ο «καθρέφτης» του τι πιστεύουν οι επενδυτές για μια οικονομία, είναι η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου της χώρας. Αυτή τη στιγμή η απόδοση βρίσκεται στο 4.4%, ένα αρκετά υψηλό επίπεδο που αυτομάτως δείχνει ότι οι αγορές θεωρούν την Ελλάδα ως μια επιλογή υψηλού ρίσκου και αμέσως ορίζει και ιλιγγιώδη επιτόκια δανεισμού για τις Ελληνικές επιχειρήσεις. Ως σύγκριση, ας έχουμε υπόψη ότι η απόδοση του αντίστοιχου δεκαετούς ομολόγου της Ιταλίας, παρά τις όσες αναταράξεις έχει βιώσει η χώρα τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, βρίσκεται στο 3.6% (υψηλό 4 ετών). Μπορούμε επίσης να κοιτάξουμε την τιμή των Credit Default Swaps, των συμβολαίων που χρησιμοποιούνται ως ασφάλιση για τους επενδυτές σε περίπτωση χρεοκοπίας μιας χώρας. Το παρακάτω γράφημα μιλάει από μόνο του (όσο μεγαλύτερη η τιμή τόσο πιο αναξιόπιστη θεωρείται η οικονομία).

Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν και οι κινήσεις των ξένων επενδυτών στο ΧΑ οι οποίοι ας μην ξεχνάμε πως πραγματοποιούν πάνω από τις μισές συναλλαγές της αγοράς. Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου, οι ξένοι συμμετέχουν στο 63.8% της συνολικής κεφαλαιοποίησης της αγοράς. Και εδώ παρατηρούνται περισσότερες εκροές παρά εισροές ξένων κεφαλαίων στο ΧΑ τους τελευταίους μήνες.

Πέρα όμως από τα εγχώρια προβλήματα αλλά και τα αντίστοιχα των αναδυόμενων αγορών, η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει και τους κινδύνους που προκύπτουν από τις αναταράξεις στις υπόλοιπες διεθνείς αγορές. Την περασμένη Τετάρτη είδαμε τον NASDAQ να έχει τη χειρότερη μέρα του στα τελευταία 7 χρόνια καθώς έκλεισε στο -4.1%. Την ίδια στιγμή, ο S&P 500 έκλεινε στο -3.3%, πραγματοποιώντας την πέμπτη συνεχόμενη αρνητική συνεδρίαση του, ένα σερί που έχει να δει από τα τέλη του 2016. Είναι αυτή μια διόρθωση που έπρεπε να έχει έρθει εδώ και καιρό λόγω των υψηλών αξιών που παρατηρούνται ή μήπως η αρχή κάτι μεγαλύτερου; Πιθανότατα το πρώτο, ειδικά αν δούμε τη χαμηλή ζήτηση που επικράτησε για τα “haven assets” όπως ο χρυσός, τα «καταφύγια» που ψάχνουν οι επενδυτές όταν η αβεβαιότητα επικρατεί. Οι παράγοντες της διόρθωσης αρκετοί, με τους κυριότερους να είναι η απαισιόδοξη έκθεση του Δ.Ν.Τ. για την παγκόσμια ανάπτυξη, οι εξελίξεις στα trade talks μεταξύ Η.Π.Α. και Κίνας, αλλά και η άνοδος των επιτοκίων από τη FED. Να μην ξεχνάμε επίσης πως τα τελευταία χρόνια η κυριαρχία του passive investing έχει οδηγήσει στη δημιουργία πολλών περισσότερων funds και ETFs τα οποία σε μια πιθανή δυνατή διόρθωση της αγοράς μπορεί να κλιμακώσουν την κατάσταση λόγω του momentum trading.

Βλέπουμε λοιπόν ότι υπάρχει μια γενικευμένη μεταβλητότητα στις αγορές η οποία αναμένεται να ενταθεί όταν η ΕΚΤ θα αποφασίσει να προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων (πιθανότατα το Σεπτέμβριο του 2019). Ειδικά σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι πολύ σημαντική η ύπαρξη μιας κυβέρνησης που καταλαβαίνει την οικονομία και τις αγορές και μπορεί να λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς για μελλοντικούς επενδυτές. Παράλληλα, είναι σαφές ότι ένα υγιές και επαρκώς κεφαλαιοποιημένο τραπεζικό σύστημα που να είναι σε θέση να χρηματοδοτεί τις Ελληνικές επιχειρήσεις, κρίνεται αναγκαίο.

Ακόμα και σε αυτά τα πολύ δύσκολα χρόνια της κρίσης, η Ελλάδα έχει να δείξει υγιείς επιχειρήσεις οι οποίες αναπροσάρμοσαν τις λειτουργίες τους, μείωσαν το δανεισμό τους, και κατάφεραν να επιβιώσουν. Την ίδια στιγμή, τομείς όπως ο τουρισμός, η ενέργεια, το real estate, και η υγεία παρουσιάζουν ισχυρές προοπτικές. Αυτό που λείπει είναι η εμπιστοσύνη. Και είναι το προαπαιτούμενο για να αρχίσουν οι ξένοι επενδυτές να κοιτούν ξανά την Ελλάδα ως επενδυτικό προορισμό.

*Ο Παντελής Πρωτόγερος εργάζεται ως χρηματοοικονομικός αναλυτής στον τομέα του Commercial Real Estate, με έδρα τις Βρυξέλλες.